"Ποιητικά μόνον οικεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος τη γης ετούτη" Martin Heidegger

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Η ποιητική πολυσημία των λέξεων της ελληνικής

Πριν κάποια χρόνια, στις διακοπές μου σ' ένα πανέμορφο παραθαλάσσιο χωριό της Λακωνίας, είχα μια κουβέντα με μια Αγγλίδα, φίλη ενός φίλου, άγγλου επίσης και πολύ καλού ακουαρελίστα, εγκατεστημένων σχεδόν σ' αυτό το χωριό μόνιμα. Παρά την μεγάλη αγάπη και των δύο για την Ελλάδα, δεν είχαν καταφέρει να μάθουν ελληνικά. Αυτή είναι μια στάση που γενικά με ενοχλεί, γιατί πιστεύω ότι όταν φιλοξενείσαι σ' έναν τόπο, οφείλεις να τον τιμάς και να προσπαθείς να μετέχεις του πολιτισμού του, πολύ περισσότερο της κύριας έκφρασης αυτού του πολιτισμού, που είναι η γλώσσα του. Εν τούτοις ήταν και οι δύο πολύ συμπαθητικοί και καλλιεργημένοι άνθρωποι και έκανα παρέα μαζί τους, χρησιμοποιώντας κουτσά-στραβά τα πολύ λίγα αγγλικά που ξέρω εντελώς ερασιτεχνικά.

Εκείνο λοιπόν το ωραίο καλοκαιρινό μεσημέρι, μεταξύ ψαρομεζέδων και δροσερού λευκού κρασιού, κατάφερα (δεν φτάνει που με τα χίλια ζόρια βγάζαμε άκρη ακόμη και για τα βασικά) να μπλεχτώ σε μια συζήτηση, με θέμα την ελληνική γλώσσα! -ίσως υποσυνείδητα ήθελα να τους ψέξω κόσμια που επέμεναν να μη θέλουν να μπουν στον κόπο μιας τέτοιας εξαίσιας γλώσσας σαν την ελληνική. Και μάλιστα βάλθηκα να δείξω στην καθ' όλα τ' άλλα συμπαθή Αγγλίδα φίλη, ότι η ελληνική είναι μια γλώσσα που διαφέρει από τις άλλες λατινογενείς, ως προς το ότι είναι εγγενώς νοηματικά φορτισμένη. Ότι οι λέξεις φέρουν στο σώμα τους (ετυμολογικά) σημασίες και συνδηλώσεις όχι αμέσως ορατές, που λειτουργούν κάτω και παράλληλα με τις τρέχουσες σημασίες που έχουν κατά τη χρήση τους στην καθομιλουμένη. Σημασίες που επιβιώνουν επί χιλιετίες, έχοντας περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο των ελλήνων. Καταλαβαίνετε τι άθλος ήταν αυτός, αν σκεφθείτε ότι τα αγγλικά μου είναι παραπάνω από... σπαστά!!! Προφανώς όμως το πάθος και η πίστη σ' αυτό που αγαπάς κάνει θαύματα. Γιατί τα κατάφερα!!! Μέχρι και παραδείγματα της έφερα και της ανέλυσα, τα οποία την έκαναν να θαυμάσει για πρώτη φορά αυτή την μέχρι τότε καταγεγραμμένη στη συνείδησή της ως... στριφνή και παράξενη γλώσσα.

Αυτή την κουβέντα την θυμήθηκα, διαβάζοντας ένα ανέκδοτο κείμενο του Κορνήλιου Καστοριάδη με τίτλο "Εκφραστικά μέσα της ποιήσεως", που αναφέρεται σ' αυτό ακριβώς που προσπάθησα να εξηγήσω στην φίλη. Το βρήκα στην ιστοσελίδα του Μικρού Απόπλου (http://www.mikrosapoplous.gr/) και αναδημοσιεύω ένα μικρό μόνο μέρος του, για να πάρετε μια γεύση. Αξίζει όμως να το διαβάσετε ολόκληρο, γιατί δίνει θαυμάσια παραδείγματα της "αδιαίρετης πολυσημίας των λέξεων", όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος, της ελληνικής γλώσσας.


"Μερικές μεταφραστικές δυσκολίες μας οδηγούν στη διαπίστωση ότι οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές στηρίζονταν συχνά σ' ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής γλώσσας, κοινό πιθανώς με άλλες πρωτογενείς γλώσσες, γνώρισμα που μπορούμε να αποκαλέσουμε αδιαίρετη πολυσημία των λέξεων και των γραμματικών πτώσεων. Οι νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες δεν έχουν πλέον αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα, και οι ποιητές προσέφυγαν σε άλλες οδούς προκειμένου να δημιουργήσουν μια συγκρίσιμη εκφραστική ένταση.
Αυτές οι διαπιστώσεις μας οδηγούν σε μια εξέταση των οδών της ποιητικής εκφραστικότητας και ιδιαίτερα της σημασιακής μουσικότητας της. [...]


Αδιαίρετη πολυσημία και στον Αισχύλο, στον Προμηθέα. Όταν ο Προμηθεύς, καρφωμένος στον βράχο του επικαλείται ως μάρτυρα των πόνων που άδικα υφίσταται (στ. 89 επ.) τη μητέρα του Γη, τον θείο Αιθέρα, τις πηγές των ποταμών και τις πνοές των ανέμων, καλεί επίσης το:

ποντίων τε κυμάτων
ανήριθμον γέλασμα

Ας αφήσουμε τον πλούτο των τρόπων (έχουμε συγχρόνως προσωποποιία και υπαλλαγή· αναρίθμητα είναι τα κύματα και όχι το γέλιο τους) για να περιορισθούμε στη λέξη γέλασμα. Θα το μεταφράσουμε αναγκαστικά με τη λέξη γέλιο.
Όμως ένας αρχαίος Έλληνας, ακούοντας ή διαβάζοντας τον στίχο, δεν μπορούσε να μην αντιληφθεί και το άλλο νόημα του
γελάω, που βρίσκουμε στο επίθετο Ζευς γελέων, Ζευς του φωτός, ή στην ιωνική φυλή Γελέοντες, οι επιφανείς, οι λαμπροί. Υπάρχει συνεπώς μια έντονη αρμονική του γελάσματος, και πιθανώς μια ετυμολογική συγγένεια με το γέλας, λάμψη, σπινθηροβόλημα. Και σήμερα ακόμη λέμε: Τί γελαστή αυτή η μέρα! Είναι γελαστή, διότι είναι ηλιόλουστη, λαμπερή. Όταν και σήμερα, όπως στα χρόνια του Αισχύλου, βρισκόμαστε στη θάλασσα, και ειδικά στο Αιγαίο, βλέπουμε ιδίοις όμμασιν αυτό το ανήριθμον γέλασμα, αυτήν την ατέλειωτη μαρμαρυγή των κυμάτων στο φως του μεσημεριού."

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

Το παιχνίδι της σελ. 123

Ανταποκρινόμενη στην πρόσκληση της γυριστρούλας, βάζω ένα κομμάτι από την σελ. 123 του βιβλίου "Η ειρωνική γλώσσα, κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία" του Νάσου Βαγενά, εκδ. Στιγμή, Αθήνα, 1998.
Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι από το κείμενο με τίτλο "Ο Μπόρχες, ο Καβάφης και ο λαβύρινθος της ειρωνείας" και αναφέρεται στον Μπόρχες.


"Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε την ιδέα αυτή για να χαρακτηρίσουμε και την ιδέα του [του Μπόρχες] για την απώτερη αναζήτηση της ανθρώπινης ζωής. Σε κάθε βήμα μας μέσα στον λαβύρινθο, σε κάθε στροφή των διαδρόμων του, υπάρχει το ενδεχόμενο να βρεθούμε στο κέντρο του, που είναι ταυτόχρονα και η έξοδός του, να φτάσουμε στη λυτρωτική αποκάλυψη. Το απόλυτο βέβαια θα πρέπει να το δούμε ως το αίσθημα της εξαγοράς του χρόνου, του διαδοχικού χρόνου, γιατί, σε τελευταία ανάλυση, ο χρόνος είναι ο λαβύρινθος που μας φυλακίζει. Θα πρέπει να το δούμε ως τον χρόνο στην πλήρη ενσάρκωσή του, που είναι ταυτόχρονα και η κατάργησή του: ως εκείνη τη μοναδική, την πυρακτωμένη στιγμή, που συναιρεί και καταλύει όλες τις αντιθέσεις του κόσμου μας και της ζωής μας, που συγχωνεύέι όλους τους τόπους, όλους τους χρόνους, όλες τις στιγμές μας, να το δούμε ως τον χρόνο τον απόλυτα διαυγή, τον συμπυκνωμένο σ’ ένα μόνο σημείο, όπως το κρυστάλλινο σφαιρίδιο του «Άλεφ», που μπορεί να μας χαρίσει, έστω και για μία μόνο στιγμή, μια γεύση της αιωνιότητας, ή τουλάχιστον της ιδέας της αιωνιότητας."

Με τη σειρά μου καλώ -μια που τους "κολλητούς" τους κάλεσε ήδη η Γυριστρούλα- τους Ηλιογράφο, Βασίλη Ρούβαλη, Vel..., The return και Διακονιάρη.

Οι όροι του παιχνιδιού είναι:

  • ανοίξτε στη σελ. 123 το πιο κοντινό σας βιβλίο
  • κάνετε ανάρτηση την 6η, 7η και 8η πρόταση.
  • δώστε την σκυτάλη σε άλλους πέντε φίλους

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Καθώς έλιωναν τα χιόνια

Και μετά τα όχι συχνά στα μέρη μας χιόνια, ας μεταφερθούμε στο πιο οικείο θερμό κλίμα του Νότου.
Ο λόγος σ' έναν ελάχιστα γνωστό στην Ελλάδα, αν και εξαιρετικό, Κουβανό ποιητή, που έζησε τη μισή του ζωή αυτοεξόριστος στην Ισπανία, τον Γαστόν Μπακέρο (1918-1997). Μόλις το 2001 μεταφράστηκε δουλειά του στα ελληνικά από την Ελένη Χαρατσή και εκδόθηκε από τις εκδόσεις "Μικρή Άρκτος" με τον τίτλο "Λέξεις γραμμένες στην άμμο από έναν αθώο".
Το κομμάτι που ακολουθεί είναι ένα μικρό μόνο δείγμα από το ποίημα που τιτλοφορεί την συλλογή και συνοδεύεται από μια τρυφερή milonga του μυθικού αργεντίνου Atahualpa Yupanqui.

Είμαι ο πιο ευτυχής των δυστυχών
Αυτός που φοράει καπέλο και κανείς δεν το βλέπει
Αυτός που προφέρει το όνομα του Θεού κι ο κόσμος ακούει:
Πάμε στην εξοχή να γευτούμε λιχουδιές με τα πετεινά της εξοχής.
Και πάμε στην εξοχή, τα πετεινά τριγύρω, να εμπαίξουμε το χρόνο
με τον πιο όμορφο αστεϊσμό.
Ζωγραφίζοντας στην άμμο της εξοχής ακρογιαλιές μιας θάλασσας
καταμεσής στο δάσος.
Ιστορώντας τις βιογραφίες ενάλιων ανθρώπων ξαναγεννημένων σε δένδρα.
Η Γοθολία διακόπτει κάθε προσπάθεια αναφωνώντας στους ουρανούς
προδοσία, προδοσία!
Ανασηκώνουμε τους ώμους και μιλάμε με τα δελφίνια για τούτο το σοβαρό ζήτημα.
Απαντούν ότι αρκούνται να είναι καίκια αναπάντεχα και νυμφώνες αηδονιών.
Να τους αφήσουν να ζουν σ’ ολόκληρη τη θάλασσα και σ’ ολόκληρο το δάσος.
Προελαύνουν τα δελφίνια, τα δένδρα και οι ανεμώνες.
Καταλαβαίνω και εξακολουθώ τα ορνιθοσκαλίσματα στην άμμο.
Σαν ένα παιδί που κάνει ό,τι του προστάξουν οι ουρανοί.

«Λέξεις γραμμένες στην άμμο από έναν αθώο 3»



Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

"Το περιστέρι κι η λεοπάρδαλις"


Σήμερα, 21 χρόνια από τον θάνατο και 100 χρόνια από την γέννηση του Κάρολου Κουν, ας τον θυμηθούμε μέσα από τον λόγο του Ν. Γκάτσου:


ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΚΑΙ Η ΛΕΟΠΑΡΔΑΛΙΣ

Καθώς περνάν τα χρόνια, κι οι εποχές μας ξεγελάνε κάθε φορά με τα άνθη και τα χιόνια της απιστίας τους, η παράξενη μορφή του Καρόλου Κουν, περιφρονώντας την τέφρα του καιρού, αποκτά ολοένα και περισσότερο την έκταση και τη σημασία ενός συμβόλου. Ο άνθρωπος αυτός, ο παντοτινά ξένος ανάμεσά μας, που με τη βαθειά του εκλεκτική συγγένεια κατόρθωσε να συλλάβει την εσωτερική αγωνία του σύγχρονου κόσμου, πριν αυτή γίνει καθολική συνείδηση, και που δεν δίστασε, σε ανύποπτους ακόμα καιρούς, να κλονίσει τις πατροπαράδοτες πεποιθήσεις μας για την αξία του μέτρου και του ρυθμού - δικαιώνεται σήμερα σαν πρωτοπόρος και ανανεωτής του Ελληνικού θεάτρου. Πρωτοπόρος, γιατί μόνος αυτός στην περιοχή του είχε την τόλμη να ασεβήσει σε δύο μεγάλα είδωλα του κοινού, την ωραιολογία και την ωραιοπάθεια, και ανανεωτής, γιατί στο βάθρο που άφησαν κενό οι φανατικές αυτές εχθρές του Διονύσου έστησε, ζυμωμένη με το αίμα του, την ανησυχία μιας άλλης αλήθειας, πιο φλογερής, πιο δύσκολης, και τελικά πιο ανθρώπινης. […]
Ο πανικός κι η αγωνία δεν είναι δώρο ή κατάρα του καθενός, κι ο Κουν που, με τη βαθειά του καλλιτεχνική καλλιέργεια, την τέλεια τεχνική του κατάρτιση, και την έμφυτη ικανότητά του να ζωντανεύει ανθρώπους πάνω στη σκηνή, θα μπορούσε να συνθηκολογήσει άνετα και να εκμεταλλευτεί όσο κανένας άλλος τη στιλπνή επιφάνεια, προτίμησε την επώδυνη σκοτεινιά του βυθού, την άσκοπη αναζήτηση ενός χαμένου μαργαριταριού μέσα στη λάσπη. Το σίγουρο ένστικτό του τον οδήγησε από την αρχή στον δυσκολότερο δρόμο της τέχνης και της ζωής, κι από απλό διακοσμητή των παθών και των συγκινήσεων, τον μεταμόρφωσε τελικά σ’ ένα ματωμένο κομμάτι του εαυτού του, σε μια ζωντανή μαρτυρία της καλλιτεχνικής αλήθειας του καιρού του και όλων των καιρών. […]
Την πάλη να συμφιλιωθούν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ο δαίμονας κι ο άγγελος, το περιστέρι κι η λεοπάρδαλις, η τρυφερότητα και το πάθος - κανείς δεν τον έκαμε υπόθεση της ζωής του όπως ο Κουν, και κανείς από τη γενιά του δεν μπόρεσε, όπως αυτός, να τον ζωντανέψει σ’ όλο το μεγαλείο και τη φρίκη του. Για όσους θέλουν να βλέπουν και να δέχονται, η προσφορά του Κουν στο Ελληνικό θέατρο δεν είναι προσφορά ενός σπουδαίου ή μέτριου ερμηνευτή, αλλά μοναδική καταβολή ενός καλλιτέχνη, που έρχεται ολόισια από τη μεγάλη γενιά των δημιουργών.


Νίκος Γκάτσος 1959

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008

ζυγαριές



…Ώσπου να πεις: δεν είναι πια άλλος τρόπος,
ώσπου για τη συναλλαγή να ξεκινήσεις,
ώσπου να μπεις στη ζυγαριά, είν’ ο κόπος
μετά, νωρίς ή αργά, θα ισορροπήσεις.

Κι αν σου μιλώ με τόση γύμνια
δεν είναι γιατί πια δε θα ξαναϊδωθούμε
είναι γιατί τόσα τσακάλια, τόσα αγρίμια
τριγύρω αυτόν τον χωρισμό καραδοκούνε

Βέβαια, «κανένας με το ζόρι τους ανθρώπους
δεν μπορεί να τους κάνει ν’ αγαπήσουν»
όμως κοιτώ με φρίκη με τι τρόπους
τα καταφέραν και τους κάναν να μισήσουν

Μυκήνες, τείχη, τάφοι, πανοπλίες,
ήλιος που μας πονάει, αγέρας που τυφλώνει…
-Κάποτε ήταν ζωή όλες τούτες οι ερημίες
κάποτε ήταν αίμα ετούτη η σκόνη.
Τα δάχτυλά μας στις ασπίδες και τα κράνη
τι δάκρυα, τι φωνές, τι πόνο ψηλαφήσαν…
«Τόση λαχτάρα ζωής» τη στείλαν να πεθάνει,
τόσες περήφανες ψυχές –και τις λυγήσαν…

Γι’ αυτό δεν είναι ο χωρισμός που με τρομάζει,
το ξύπνημα στην άδεια κάμαρά μου
όπου δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει
η φωνή μου που φώναζε όλη νύχτα τ’ όνομά σου,

όχι, δεν είναι η μοναξιά που με τρομάζει,
τις ζυγαριές φοβάμαι που πληθαίνουνε στον κόσμο,
τις ζυγαριές που μέσα μας πληθαίνουν
όταν γι’ αυτό που γεννηθήκαμε δε ζούμε,
τις ζυγαριές, που είπαμε να τις σπάσουμε μια μέρα.

Αχ, είναι να μη μπλέξεις με παλάντζα.
Μην πεις που ένα σου μέρος μοναχά θα εξαργυρώσεις
οι ζυγαριές έχουν σκληρά κι ύπουλα γάντζα,
όσοι μπλεχτήκαν, όλα τα ‘χουν δώσει

για θρύψαλα χαράς και για εσπερίδες
και για γαμήλιες βραδιές στο Μπούρτζι
μα η θάλασσα έφρισσε -φτερούγα από λεπίδες-
τους τρέλαναν τα πρωί του ήλιου οι μπρούντζοι.

Άνθρωποι, ελπίδες, όρκοι, πεποιθήσεις,
άνθρωποι τόσο σίγουροι για την ψυχή τους
- κι έρχονται τώρα οι τελευταίες ειδήσεις:
πουλήθηκαν, καθένας στην τιμή του.


Βύρων Λεοντάρης, "Η ομίχλη του μεσημεριού", Αιχμαλωσία 2
(ο πίνακας: Π. Πικάσσο, το πρόσωπο )

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Δεν ξέρω από πού βρωμάει το ψάρι, αλλά...


Επειδή σωστά ο Γιώργος λέει πως όλο μεγάλες κουβέντες ανοίγουμε, χωρίς ποτέ να τις κλείνουμε κι επειδή μέρα με τη μέρα, όλο και πιο πολύ μας πνίγει η μπόχα που αναδίδεται από παντού, αισθάνομαι την ανάγκη να πάρω μια καθαρή θέση, όχι για να κλείσω ούτε και για να ανοίξω καμιά κουβέντα, απλά επειδή δεν μου αρέσουν τα μισόλογα, η απόσειση ευθυνών και ο πανταχού παρών λαϊκισμός.
Ας πω λοιπόν καθαρά ότι δεν ξέρω από πού βρωμάει το ψάρι, αλλά οι άνθρωποι βρωμάνε από τα πόδια. Κι αυτό γιατί βαρέθηκα να βλέπω τους πάντες να δείχνουν παντού εκτός από τον εαυτό τους. Εννοώ πολύ απλά ότι
ΕΜΕΙΣ ψηφίζουμε χρόνια τώρα αυτούς τους πολιτικούς που κατηγορούμε.
ΕΜΕΙΣ κάναμε τηλεαστέρες αυτές τις ρέπλικες που βγαίνουν στην τηλεόραση.
ΕΜΕΙΣ ανεχτήκαμε και ανεχόμαστε όλ’ αυτά τα ανδρείκελα, τους φελούς και τους βαρβάρους που τριγυρνάνε γύρω μας και καταδυναστεύουν τη ζωή μας.

ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ Η ΕΥΘΥΝΗ για την κοινωνία που φτιάξαμε και όχι των «άλλων» -ποιων άλλων;- γιατί:

ΕΜΕΙΣ ψηφίζουμε με κριτήριο το ποιος θα διορίσει το παιδί μας.
ΕΜΕΙΣ λαδώνουμε «για να κάνουμε τη δουλειά μας»
ΕΜΕΙΣ αφού διοριστήκαμε με ρουσφέτι, λουφάρουμε και λαδωνόμαστε
ΕΜΕΙΣ βλέπουμε τα σκουπίδια στην τηλεόραση
ΕΜΕΙΣ χτίζουμε τα αυθαίρετα
ΕΜΕΙΣ βρωμίζουμε τις παραλίες και τα βουνά
ΕΜΕΙΣ πληρώνουμε για πρώτο τραπέζι πίστα στα μπουζούκια
ΕΜΕΙΣ αγοράζουμε πτυχία και διδακτορικά
ΕΜΕΙΣ… ΕΜΕΙΣ… ΕΜΕΙΣ… ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.

Εν κατακλείδι
ΕΜΕΙΣ πάλι και πάλι και πάλι εκλέγουμε αυτούς που μας επιτρέπουν να τα κάνουμε όλ’ αυτά.
Γιατί;
ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟ ΜΑΣ ΒΟΛΕΥΕΙ.
ΕΜΕΙΣ πάλι και πάλι και πάλι τους συγχωρούμε.
Γιατί;
ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ.

Έτσι απλά. Όλα τ’ άλλα είναι κουβέντες που οδηγούν σε φαύλο κύκλο. («μαύρο» τον είχε πει τον κύκλο ένας αγράμματος, πλην σοφός και έντιμος άνθρωπος, που είχα την τύχη να γνωρίσω, και δεν είχε άδικο)
Γιατί το απολύτως προφανές είναι ότι οι λαοί δεν έχουν μόνο τους ηγέτες που τους αξίζουν, έχουν και την κοινωνία και τη ζωή που τους αξίζει.
Και καταλήγω, για να είμαι καθαρή τουλάχιστον σ’ αυτόν τον μικρό κύκλο.
Προσωπικά δεν βλέπω καμμία διέξοδο στο αδιέξοδο.
Γιατί πιστεύω ότι αυτό που καθιστά μια κοινωνία, κοινωνία Ανθρώπων, είναι πάνω απ’ όλα το προσωπικό αίσθημα ευθύνης των μελών της, κάτι που από τη σημερινή Ελλάδα απουσιάζει εκκωφαντικά.
Οι δε μεμονωμένες εξαιρέσεις είναι ανήμπορες να ανατρέψουν τον παντοκράτορα κανόνα.
Γι’ αυτό δηλώνω απερίφραστα πως σε ό,τι με αφορά η κάθε πράξη ή παράλειψή μου –κυρίως αυτή- δεν στοχεύει σε καμμία ανατροπή.
Εκφράζει μόνο την ανάγκη μου να σεβαστώ μέχρι τέλους τον εαυτό μου, την πορεία μου και την αξιοπρέπειά μου.
Τίποτε άλλο.

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008

(Η απάντηση ήρθε κιόλας. Δεν πιστεύω και πολύ στην αποτελεσματικότητά της, αλλά την αναδημοσιεύω.)


Κλείνουμε την τηλεόραση!
Για μια μέρα, έστω.
Δείχνουμε την δύναμη του κοινού.
Δεν τους δίνουμε άλλο το δικαίωμα της χειραγώγησής μας.
Ζητάμε ανεξάρτητη και αντικειμενική πληροφόρηση,
έγκαιρη, έγκυρη και σοβαρή ενημέρωση,
χωρίς ροζ και κίτρινες αποχρώσεις.
Ας τους δείξουμε την αγανάκτηση και την επιρροή μας.
ΛΕΜΕ ΟΧΙ:
Στην παραπληροφόρηση της διαπλοκής.
Στα χειραγωγούμενα ΜΜΕ.
Στον σκόπιμο αποπροσανατολισμό απο τα σοβαρά θέματα που μας απασχολούν.
Στις εκπομπές – σκουπίδια χάριν τηλεθέασης.
Στα μονοθεματικά δελτία ειδήσεων.
Απαιτούμε σεβασμό και ποιότητα.
Κλείνουμε την τηλεόραση στις 11 Φεβρουαρίου.
Όλοι μας!
Υ.Γ Αναδημοσιεύστε το στα blog σας.
Στείλτε το, με mail στους γνωστούς σας.
Ας τους αποδείξουμε οτι δεν ανεχόμαστε άλλο τα "σκουπίδια" τους.

Μποϋκοτάρισμα της TV, ναι. Αλλά πώς?

Με συνοπτικές, αλλά ουσιαστικές διαδικασίες (βλ. σχόλια προηγούμενης ανάρτησης), η παρέα απεφάνθη ότι δεν μας φταίνε οι εφημερίδες, που τελοσπάντων κρατούν -μερίδα τους έστω- κάποιο επίπεδο και συντελούν στην ενημέρωσή μας, οπότε είναι άδικο να πληρώσουν αυτές τα σπασμένα της τηλεόρασης. Γι' αυτό, κατόπιν ωριμότερης σκέψης, αποσύρεται η προηγούμενη προτροπή.
Παραμένει ωστόσο το αίτημα για παρέμβαση-διαμαρτυρία εναντίον της απαράδεκτης κατάστασης που επικρατεί στον τηλεοπτικό χώρο, ειδησεογραφικό και όχι μόνον. Αν υπάρχουν ιδέες προς αυτήν την κατεύθυνση, πολύ πολύ καλοδεχούμενες.