"Ποιητικά μόνον οικεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος τη γης ετούτη" Martin Heidegger

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008

ο Σχοινοβάτης

στον Θερσίτη
και σ’ όλους τους αιθεροβάμονες αυτού του κόσμου,
για να δικαιώνεται το ανελέητο και κραταιό
τεντωμένο σκοινί που μας βαστά

(Τάκης Δημόπουλος, "ο ακροβάτης")


Η αγάπη αυτή - που είναι σχεδόν απελπισμός, όμως και απαλή πολύ - η αγάπη αυτή που χρωστάς να προσφέρεις προς το σκοινί σου, θα είναι τόσο κραταιά όσο κραταιό δείχνεται και το σκοινί για να σε βαστάξει. Έχω γνωριμία με τα άψυχα γνωρίζω, είναι δόλια και ατιθάσευτα. Όμως γνωρίζω και πόσο ξέρουν να σου λένε το ευχαριστώ τους.

Ορισμένοι δαμαστές μεταχειρίζονται βία.
Μπορείς κι εσύ να δαμάσεις το σκοινί σου. Μα πρόσεχε.
Όπως ο πάνθηρας, ή, καθώς λένε, κι ο λαός, το συρματόσκοινο αγαπά το αίμα. Καλύτερα να το μερέψεις.

Το τσίρκο είναι απαιτητικό. Αξιώνει προσοχή απόλυτη και οξύτατη. Η γιορτή δεν είναι η δική μας. Είναι αγώνισμα σωματικής μαστοριάς, που απαιτεί να είμαστε σε συναγερμό.

Ζωντάνεψε την ομορφιά που κρύβει το σκοινί σου –δική του είναι, δε σου ανήκει! Τα άλματα, τα σάλτα, τα χορευτικά σου βήματα –στη γλώσσα του ακροβάτη τα φλικ φλακ, τις τούμπες, τις ρόδες, το πήδημα θανάτου κλπ. δε θα τα πετύχεις για να διακριθείς εσύ, μα για να τραγουδήσει επιτέλους το συρματόσκοινο, που ήταν νεκρό και άφωνο.
Και θα σ’ ευγνωμονεί, αν οι κινήσεις όλες είναι άψογες να δοξαστεί εκείνο κι όχι εσύ.
Και το κοινό έκθαμβο να χειροκροτεί:
-Τι καταπληκτικό σκοινί! Κοίτα πώς στηρίζει το χορευτή του και πόσο τον αγαπά!
Αλλά και το σκοινί χάρη σ’ εσένα θα ‘ναι ένας θεσπέσιος χορευτής.

Μια αγένεια του Κοινού: στις πιο επικίνδυνες φιγούρες σου θα κλείσει τα μάτια. Κλείνει τα μάτια τις στιγμές που, για να το θαμπώσεις, πας και συνορεύεις με τον θάνατο.

Και μην απελπίζεσαι αν σ' εγκαταλείψει η δεξιοσύνη σου την ώρα της προπόνησης. Αρχίζεις με πλεονάζουσα ικανότητα μετά από λίγο όμως το σκοινί σε απογοητεύει, σε απογοητεύουν τα άλματα, το τσίρκο, ο χορός. Θα γνωρίσεις μια φάση πικρή, λίγο σαν κόλαση, και μόνο μετά, αφού περάσεις από το μελανό δάσος, θ' ανέβεις πάλι απάνω, αφέντης της τέχνης σου.

Το έδαφος θα σε κάνει να τρεκλίζεις.

Δεν θα εκπλαγώ αν πέσεις καθώς περπατάς στο δρόμο, και στραμπουλίξεις το πόδι σου. Το σκοινί θα σε στηρίζει καλύτερα, είναι ασφαλέστερο από το έδαφος.


(από τον «Σχοινοβάτη» του Ζαν Ζενέ)

Κυριακή 24 Αυγούστου 2008

Άνδρος

Να ξεριζώνει ο άνεμος ζωές κι ανθρώπους
μα οι καλαμιές αντίλογος
ξεμαλλιασμένες να επιμένουν
του χώματος το δίκιο
και τα σκυλιά πόλεμος και ειρήνη
γαυγίζοντας με την υπεροψία του έρωτα
κόντρα στην ανεμοδαρμένη νύχτα
μα πιο πολύ
κάπου εκεί στον κάμπο
μες στις συκιές, τις αχλαδιές και το μποστάνι
καράβι ριζωμένο
το άσπρο σπίτι
κι ας ξεριζώνει ο άνεμος τη θάλασσα
κι ας ξεριζώνει το νησί
καρφώνει η αγάπη πίστη στα βαθιά
και δένει.


(στην Αναστασία, τον Κώστα, την Ανθή, τον Δημήτρη, την κυρία Ευανθούλα, τον κυρ Μήτσο, τον Τζο, τον Μπράντο, τον Λεωνίδα, τον Αλκιβιάδη και τον μικρούλη Βίκτορα)

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

Μνήμες πολύτιμες

Αφιερωμένο στη μνήμη που όταν καίγεται φωτίζει...


(Duane Keiser)


Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου
η γύμνια ολόκληρης της ζωής
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα
και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας
όλα γυρεύουν να καούν.


Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ' το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή-


φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.


κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.



Γιώργος Σεφέρης, Θερινό ηλιοστάσι, ΙΔ

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008

το φεγγάρι λέει αλήθεια. (αρκεί να μπορείς να το κοιτάξεις κατάματα)

(του Γιώργου)

Δεν μπορώ να σιωπήσω δεν ξέρω και τι να υπερασπιστώ.
Η Τέχνη είναι Αλήθεια. Πρώτα και πάνω απ' όλα.
(Τα άλλα, τα μέσα και η φόρμα, έπονται και την υπηρετούν.Είναι μόνο τα βέλη που την δείχνουν.)

Ένα ολόγιομο φεγγάρι καταμεσής στον "Αύγουστο", το τραγούδι του έρωτα, και γρύλλοι μες στην νυχτερινή σιωπή... έτσι απλά και ανεπιτήδευτα λένε την Αλήθεια τους.
Όχι, δεν είναι Τέχνη ούτε το ισχυρίζονται.
Είναι μια απλή "χειροποίητη δημιουργία".
Σαν την χαρτοκοπτική που κάναμε παιδιά.
Μα... ο ουρανός ανοίγει και με καταπίνει.
Σε αντίθεση με μεγαλεπήβολες "υπερπαραγωγές".
"Έργα τέχνης" υπερφίαλα, που αντί να την δείξουν την αλήθεια, την καρφώνουν, και την ρίχνουν πληγωμένη κι αβοήθητη στο πεζοδρόμιο, να την χαζεύουν οι περαστικοί αδιάφορα.
Φευ, αυτά ποτέ δεν θα ανοίξουν τον ουρανό για χάρη μας.
Γιατί αφήνουν πίσω τους αισθήματα νεκρά
και μια στυφάδα απάτης.
Να το ξαναπώ. Η Τέχνη είναι Αλήθεια
(πρώτα και πάνω απ' όλα.)
Αναρωτιέμαι.
Μήπως πρέπει να ξαναβρούμε την "χειροποίητη" Αλήθεια μας;
Μήπως η κακοφορμισμένη "ελευθερία" έσκαψε κάθέ σπιθαμή εδάφους και μας άφησε στη μέση του τούνελ, τριγυρισμένους από αδιέξοδα;
Μήπως πρέπει να ξανασκύψουμε στον πηλό και το νερό για να φτιάξουμε πάλι ουρανό;

"Δεν ξέρω τι να υπερασπιστώ". Ψέματα.
Ξέρω τι. Δεν ξέρω πώς.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

Το "άλυτο αίνιγμα"

Η... θανάσιμη ομορφιά της "ματωμένης Μαίρης" μου θύμισε την "Μυθολογία του ωραίου" του Δ. Καπετανάκη. Μια γεύση του παθιασμένου λόγου του, που σίγουρα "φιλοσοφεί γνήσια για την ομορφιά":



"Ποιος φιλοσοφεί γνήσια για την ομορφιά;
Όχι εκείνος βέβαια, που το πρόβλημα της ομορφιάς πνευματικά μόνο τον απασχολεί και δεν τον συγκλονίζει ολόκληρο (…) Για την ομορφιά δεν μπορεί να φιλοσοφήσει παρά όποιος την είδε πραγματικά. Το πραγματικό κάλλος όμως σε πολύ λίγους αποκαλύπτεται. (…)
Η συνάντηση με την ομορφιά είναι πάντα τραγική. (…)
Όποιος είδε ζωντανό το κάλλος, δεν ζει παρά γι’ αυτό: για να το κατακτήσει, αν όχι στο απόλυτο ερωτικό αγκάλιασμα, τουλάχιστον με το λογικό του, λύνοντας το αίνιγμά του, ή με τις πλαστικές δυνάμεις του, κλείνοντας την ουσία του μεσ’ στο καλλιτέχνημα, που ο ίδιος θα δημιουργήσει.
Όποιος φιλοσοφεί γνήσια για το κάλλος, δεν φιλοσοφεί μονο με τη σκέψη. Το πάθος του λόγου του κινείται μαζί με τις διψασμένες αισθήσεις και τ’ ανήσυχα χέρια του, που ζητούν να πλάσουν και να πιάσουν ό,τι πληγώνει και ξεσχίζει τον νου, όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο μέσον, που θέλει να το κατακτήσει.


Το πάθος αυτό κι ο πόνος, που πυρπολούν και ματώνουν ολόκληρο τον άνθρωπο, τον κάμνουν εξαιρετικά συγκεκριμένο και πραγματικό. Τον φορτώνουν με όλο το βάρος του εαυτού του, με την ευθύνη ολόκληρης της ύπαρξής του. Τον φυλάγουν από κάθε διασκόρπιση, διασκέδαση, διάλυση. Τον ρίχνουν άστεγο, μονάχο και γυμνό μέσ’ στο σκληρό ύπαιθρο της πραγματικότητας, όπου οι μάστιγες των ερωτικών ανέμων τον διώχνουν αλύπητα ως τις άκριες του κόσμου, εκεί που μαύρο ανοιγεται το φρικτό χάος. Ρίγη του ανεξιχνίαστου τον εγγίζουν κι αισθάνεται πνοές του θανάτου να τον χαϊδεύουν. Για να μην γκρεμισθεί στην άβυσσο του μηδενός, που χάσκει εμπρός του, αναγκάζεται να συγκεντρωθεί και να συσπειρωθεί ολόκληρος. Πρέπει να μαζέψει όλες του τις δυνάμεις για ν’ αντιμετωπίσει τη θύελλα, που τον μαστίζει, και την εκμηδένιση, που τον απειλεί. Εκεί τον φέρνει το αντίκρυσμα της πραγματικής ομορφιάς. (…)

‘‘Σκόπελο της λογικής’’ είχε ονομάσει κάποτε ο Πλάτεν την ομορφιά. Τόσο η καφτερή λάμψη της γοητείας της, όσο και το παγερό σκοτάδι του μυστηρίου της μπορούν όσο λίγες άλλες δυνάμεις να θρυμματίσουν τη λογική μας. Και σαν λίγες όμως άλλες δυνάμεις μπορούν να θέσουν σε κίνηση το ματωμένο μας λόγο, που πληγωμένος βρίσκει τον εαυτό του κι αποκτά οξύτητα κι ορμή, που κάποτε τού δίνουν ικανότητες υπερβατικές. Τότε ο εκλεκτός ακούει τη φωνή του Θεού. Τότε ‘‘κατόψεταί τι θαυμαστόν την φύσιν καλόν, τούτο εκείνο, ού δη ένεκεν και οι έμπροσθεν πάντες πόνοι ήσαν’’*. Την κάτοψη όμως αυτή, που μας αποζημιώνει τόσο πλούσια για το προηγούμενο μαρτύριο, δεν μπορούμε να την εκβιάσομε. Μπορεί και να πεθάνομε χωρίς να μας δοθεί. Ασφαλώς θα πεθάνομε χωρίς να μας δοθεί. Η Διοτίμα αμφέβαλε αν κι αυτός ακόμη ο Σωκράτης θα γινόταν απ’ τους εκλεκτούς. Για τους ανθρώπους το κάλλος μένει άλυτο αίνιγμα. Το κάλλος είναι ένα απ’ τα όρια, όπου προσκρούουν οι ανθρώπινες δυνατότητές μας με τον τραγικότερο τρόπο. Πίσω απ’ το κάλλος υψώνεται ο Θεός ή χάσκει το μηδέν –το τίποτα.»

* Πλάτων, Συμπόσιον 210e

Σάββατο 9 Αυγούστου 2008

Μπλάντυ Μαίρη


Παρασυρμένη από το δέντρο-τέρας της Αλέκας, άρχισα να διαβάζω την "Εγκυκλοπαίδεια των τεράτων" του Γιώργου Μπλάνα. Η Αιματομαρία (πιο γνωστή ως Μπλάντυ Μαίρη) έδωσε την έμπνευση:



«Σταμάτα πια σου λέω να φτιάχνεις τα μαλλιά σου! Δεν με λυπάσαι;»
Μαύρα μαλλιά στιλπνά νυχτερινά μπρος στον καθρέφτη. Τινάχτηκαν. Γύρισε τρομαγμένη ελάφι.
Εκείνος άνοιξε την πόρτα. Φεύγει τρέχοντας.

Επάνω σ’ αρμυρό νερό κυλάει η νύχτα των θαυμάτων. Πρόσεχε!

Άδειος καθρέφτης κοιτάζει το δωμάτιο. Μια πολυθρόνα κόκκινο βελούδο με νυχιές στο μπράτσο από την γάτα, ένα κλειστό παράθυρο και μια γωνία από ντουλάπα βαμμένη πράσινο κυπαρισσιού.
«Τι ακαταστασία!...» Σκύβει για να μαζέψει περιοδικά κι εφημερίδες απ’ το πάτωμα, μα τα μαλλιά της την τυφλώνουν, πέφτουν μπροστά, μπερδεύονται στα κουμπιά του φουστανιού της. Σηκώνεται, τα δένει νευρικά με λαστιχάκι.

Ξέχασε η ομορφιά να βάλει χαλινάρι κι άφρισε. Τόσες φορές σου είπα, μη τρέχεις έτσι
μεθυσμένος.

Γυρίζει ξαφνικά. Μπροστά της. Μουσκεμένος.
«Μα κάνει ζέστη σήμερα… Πού βράχηκες;... Άνοιξε τον ανεμιστήρα σε παρακαλώ… να φύγει αυτό που έρχεται…»
Δεν την κοιτάζει. Ξαπλώνει στο κρεβάτι. Μπρούμυτα. Το χέρι κρεμασμένο. Να το πιάσει; Που ακουμπάει στο πάτωμα γυμνό, σπασμένο. Η γη της πανικός. Να περιστρέφεται γύρω απ’ τον αφαλό της.
«Πού χτύπησες;»
«Δεν χτύπησα. Παράτα με!»
«Μα έχεις αίμα…»

Η νύχτα μούσκεμα με βάθος δυο πηγάδια, δεν του μιλάει για τα νερόφιδα. Σωπαίνει.
Περιμένει.

«Δεν βλέπεις; Δεν αντέχω…»
«Τι δεν αντέχεις;»
«Να σε βλέπω!... Τόσο όμορφη…»
«Μα…»
«Σκάσε επιτέλους! Πεθαίνω εξ αιτίας σου. Νύχτα τη νύχτα.»
«Τα μαλλιά μου είναι;… Πες μου. Τα μαλλιά μου ή ο καθρέφτης;…»
Γυρίζει αργά το πρόσωπό του κρύβοντας τα μάτια με το χέρι.
«Με τυφλώνεις…»
«Δεν είμαι εγώ… ο καθρέφτης… Κοίτα!»
«Ξέρω… ξέρω… τα ίδια κάθε βράδυ…»

Το αίμα αρχίζει να συρίζει…

«…Το ίδιο ψέμα κυνηγάω να το πιάσω. Κάθε βράδυ. Να το σκοτώσω. Μα μου φεύγει… Εκεί. Στην άκρη της πλατείας. Κρύβεται κάτω από το παγκάκι τη στιγμή που σβήνω το τσιγάρο αποφασισμένος. Κι έπειτα χάνεται μες στους θάμνους. Το ακούω που σέρνεται κοροϊδεύοντας, με τ’ άσπρα δόντια του να κροταλίζουν.»

…άρχισε κιόλας να γελάει καλπάζοντας μες στον καθρέφτη

«Δεν είναι τίποτα γλυκέ μου, θα περάσει…»
«Πώς;… Κουράστηκα…»
«Μαζί θα πάμε να το κυνηγήσουμε.»
«Μαζί;! Δεν γίνεται! Εσύ γεννάς τις νύχτες!. Κάθε νύχτα. Σε βλέπω εδώ μπροστά μου στο κρεβάτι να γεννάς. Κι έπειτα φεύγεις. Πας λες να πιεις νερό. Ποιος ξέρει τι κάνεις στην κουζίνα… φοβάμαι πλέκεις τα μαλλιά σου… Εσύ με πλέκεις στα μαλλιά σου! Μη σου φύγω!»
«Μα τι λές;… Εγώ;…»
«Εσύ! Εσύ!»

Επάνω στην ντουλάπα ένας χορός μικρά τυφλά ποντίκια χοροπηδούν μ’ εξαλλοσύνη
ακατανόητη. Μαύρα συρσίματα παντού.

«Εγώ τα κόβω τα μαλλιά μου! Τώρα! Σύρριζα! Ορίστε, να! Το βλέπεις; Να μη γλιστράς τις νύχτες… κοίτα!»
Σιωπή. Κι άλλη σιωπή.
Σιωπή.
Δειλά τραβά το χέρι από τα μάτια.
«Πού είσαι; Κρύφτηκες; Γιατί δεν μου μιλάς; Πού χάθηκες;»
Σηκώνεται. Πηγαίνει στον καθρέφτη. Κοιτάζει μέσα. Εκείνη. Ματωμένη. Τα μαύρα της μαλλιά δεμένα στους καρπούς της. Πρόσωπο ρημαγμένο. Ψαλιδιές. Η ομορφιά κομμάτια.
«Τι έκανες;… Μαρία… Μαρία… Μαρία…»
Πάει να φύγει φρικιασμένος. Ορμάει εκείνη.
«Άσε με! Δεν αντέχω! Φεύγω!»
Πέφτει με λύσσα πάνω του. Σπαράζει.

Μαύρα συρσίματα παντού. Νερά αρμυρά αφρισμένα. Τυφλά ποντίκια να χορεύουν.
Αίμα της ομορφιάς λυτό. Μια τρέλα.

Εκείνη βγαίνει από την κουζίνα με το κεφάλι ξυρισμένο. Τον βλέπει μπρος στον καθρέφτη σωριασμένο. Μέσα στα αίματα. Δίπλα του το ψαλίδι. Τρέχει τον αγκαλιάζει.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008

Όλοι οι... ΚΑΛΟΙ χωράνε.


Σήμερα επιτρέψτε μου να φλυαρήσω λίγο, μια που μού λείψατε και θέλω λίγη κουβεντούλα. Είναι αλήθεια ότι έχω βρει κάτι ωραία κείμενα που σκοπεύω να ανεβάσω, αλλά καλύτερα να περιμένω λίγο να μαζευτούμε από τις… καλοκαιρινές γύρες, για να τα χαρούν κι άλλοι. Επ’ ευκαιρία λοιπόν λέω να κουβεντιάσουμε λίγο για τα… καθ’ ημάς, τα των μπλόγκερς εννοώ. Αφορμή το «θέμα» που ανέκυψε στο μπλογκ του Περίπλου.
Κατ’ αρχάς να τονίσω ότι τον Περίπλου δεν τον ξέρω, και πρώτη φορά μπήκα στο μπλογκ του τώρα, για να καταλάβω την ανάρτηση του Κωστή. Επίσης δεν έχω απολύτως καμμία επαφή ή σχέση με τους «εμπλεκομένους» (μπλογκς ή πρόσωπα) στην εκεί «συζήτηση», και επομένως καμμία απολύτως ιδέα, γνώση ή προδιάθεση γι’ αυτούς, άρα ούτε κατά διάνοια δεν έχω σκοπό να πάρω θέση επί της ουσίας της διένεξης που ξετυλίχτηκε εκεί. Τα λέω αυτά γιατί τίποτα από όσα θα ακολουθήσουν δεν αφορά προσωπικά κανέναν, αλλά αποκλειστικά και μόνο το μπλόγκινγκ καθ’ αυτό.
Το ξεκαθαρίζω από την αρχή για να μην θεωρήσει κανείς ότι θέλω να τοποθετηθώ υπέρ ή κατά οποιουδήποτε.

Στην αρχή λοιπόν ομολογώ δεν κατάλαβα τι συνέβαινε, γιατί δεν καλοπρόσεξα –άλλωστε όταν πρωτοεπισκέπτομαι ένα μπλογκ, κυρίως κοιτάζω τις αναρτήσεις του, όχι τα σχόλια, και από τις αναρτήσεις δεν έβγαινε νόημα… Χθες κάθησα και διάβασα τα σχόλια της ανάρτησης με τίτλο «παγκάκι» και… κατάλαβα. Αλλά και που κατάλαβα, τι κέρδισα; Τίποτα. Αντίθετα… λυπήθηκα! Συνειδητοποίησα ότι έχασα χρόνο –και τον χρόνο επιτρέψτε μου να τον θεωρώ πολύτιμο, γιατί υπάρχουν πάρα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουμε σ’ αυτόν τον κόσμο που εγώ τουλάχιστον δεν προλαβαίνω να τα κάνω μέχρι να πεθάνω, ακόμα κι αν… μακροημερεύσω… Επιπλέον αντί να απολαύσω μια καλή ανάρτηση και ενδεχομένως έναν ενδιαφέροντα και ουσιαστικό διάλογο επ’ αυτής, έγινα μάρτυς αλληλοκατηγοριών, απειλών και λοιπών δυσάρεστων πραγμάτων, των οποίων την ουσία και το περιεχόμενο ούτε κατανοούσα, ούτε με ενδιέφερε να κατανοήσω. Λυπήθηκα λοιπόν και αναρωτήθηκα αν αξίζει τον κόπο να αφιερώνουμε χρόνο και φαιά ουσία σε ένα «χόμπυ» που πολύ εύκολα μπορεί να εκφυλιστεί σε χώρο άκαρπων αντιπαραθέσεων, ευτελών συμπεριφορών, κακοηθειών κ.λ.π. Γύρισα λοιπόν στο… «σπίτι μου», το μπλογκ μου εννοώ, αποκαμωμένη και θλιμμένη και… έβαλα μουσική για να ηρεμήσω και να σκεφτώ ψύχραιμα. Νάναι καλά ένας νεοφερμένος επισκέπτης που βρήκα άμα τη επιστροφή, ο οποίος πολύ απλά και ανεπιτήδευτα μου είπε πως χάρηκε με μια μουσική μου επιλογή και ένιωσα ότι κάτι μοιράστηκα, αμέσως μετά και ο πολύ-πολύ καλός και παλιός –ο παλιότερος- μπλογκοφίλος, που επέστρεψε από τις διακοπές, με δώρα και καλωσορίσματα και ήρθα πάλι στα ίσια μου. Δόξα τω Θεώ. Γιατί ομολογώ ότι το μπλόγκινγκ το έχω αγαπήσει. Είναι ένας χώρος ζωντανός, με πολλές και διαφορετικές φωνές και πιστεύω ότι εκτός από γοητευτική, μπορεί να είναι μια ασχολία εποικοδομητική από πολλές απόψεις. Το διαδίκτυο είναι ένας χώρος που δεν μπορεί εύκολα να ποδηγετηθεί. Δίνει λοιπόν την δυνατότητα να διοχετευθούν και να κυκλοφορήσουν ανεμπόδιστα, να ανταλλαγούν, και ενδεχομένως να καρποφορήσουν, ανησυχίες, προβληματισμοί, ιδέες, γνώσεις, δημιουργικά εγχειρήματα. Εγώ δεν σας κρύβω ότι έχω μάθει πράγματα από εδώ, ενώ συνάμα έχω γνωρίσει αληθινά αξιόλογους ανθρώπους. Είναι κρίμα να το κακοποιούμε και να το αφήσουμε να εκφυλιστεί και αυτό όπως τόσα γύρω μας, που ξεκίνησαν με τις καλύτερες προθέσεις, και κατέληξαν να εκτρέφουν μικρότητες, εγωκεντρισμούς και σκοπιμότητες.

Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν; Μα το προφανές. Να το προστατέψουμε. Εμείς οι ίδιοι. Γιατί άλλος δεν υπάρχει. Κι ούτε βέβαια θέλουμε κανενός είδους «έξωθεν» κανόνες.
Αν σκεφθεί με νηφαλιότητα κανείς την αναστάτωση που προέκυψε στο μπλογκ του Περίπλου, πιστεύω ότι το κύριο ζήτημα που αναδεικνύεται –πέρα από τα θέματα ουσίας με τα οποία δεν θέλω να ασχοληθώ σ’ αυτή την ανάρτηση-, είναι το ζήτημα των κανόνων συμπεριφοράς σ’ αυτό το νέο φαινόμενο που ονομάζεται μπλόγκινγκ. Γιατί, φίλοι μου, και το μπλόγκινγκ κοινωνική συμπεριφορά είναι –για να μην πω παιχνίδι, με την καλότατη όμως έννοια, μια που εν τέλει ένα παιχνίδι είναι όλα, και όσο καλύτερα παίζουμε, τόσο καλύτερα περνάμε! Αν θέλουμε λοιπόν να είναι ενδιαφέρον, αξιόλογο, να περνάμε όλοι καλά, και να μην αισθανόμαστε ότι χάνουμε την αξιοπρέπειά μας συμμετέχοντας σ’ αυτό, πρέπει να έχει τους κανόνες του. Συμπεριφορές σαν αυτές που αναπτύχθηκαν στην συγκεκριμένη ανάρτηση του Περίπλου, είναι άσχημες και δυσάρεστες. Και δεν τιμούν ούτε αυτούς που συμμετείχαν, ούτε εμάς που τις παρακολουθήσαμε. Δεν με απασχολεί διόλου, τουλάχιστον προς το παρόν, ποιος είχε δίκιο και γιατί. Δεδομένης της πλήρους άγνοιάς μου περί τα συγκεκριμένα μπλογκς, το να το ανακαλύψω αυτό θα απαιτούσε πολλαπλάσιο χρόνο, τον οποίο δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο να σπαταλήσω. Επειδή όμως είμαι κι εγώ σ’ αυτό το… ιδιότυπο, και αρκετά ατίθασο παιχνίδι για μεγάλους, και με αφορούν οι κανόνες του, με απασχολεί ο τρόπος που ειπώθηκαν όσα ειπώθηκαν, ο τρόπος που καθένας από τους «συνομιλητές» χειρίστηκε τον λόγο του –μη ξεχνάμε ότι το μπλόγκινγκ είναι κατά κύριο λόγο, λόγος, άρα η χρήση του έχει διαφορετική βαρύτητα από ότι στους άλλους τρόπους επικοινωνίας- και ο τρόπος που καθένας από τους συνομιλητές χειρίστηκε το «δίκιο» του, σε όποια πλευρά κι αν υπήρχε.
Ο τρόπος εν ολίγοις που εξελίχθηκε το όλο θέμα και έφτασε εκεί που έφτασε.



Τα λίγα λοιπόν που εγώ συνοψίζω σαν κανόνες χρήσιμους για την αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων, και τους οποίους μέχρι τώρα τηρώ και σκοπεύω και στο μέλλον να τηρήσω, εν είδει… «κώδικα δεοντολογίας» τόσο στο δικό μου μπλογκ, όσο και κατά την παρουσία μου στα μπλογκς των άλλων, είναι τα παρακάτω:
1. Το μπλογκ είναι ένας δημόσιος χώρος μεν, του οποίου όμως κάποιος έχει την ευθύνη.
2.
Άρα δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ξέφραγο αμπέλι. Δεν δικαιούται λοιπόν κανείς να μπαίνει και να λύνει τις όποιες διαφορές του με τρίτους. Άμεσα ή έμμεσα. Αν υπάρχουν «διαφορές», αυτές ας λυθούν ευπρόσωπα στα μπλογκς των εμπλεκομένων.
3. Η ανάρτηση είναι μια ευθαρσώς κατατεθειμένη άποψη ή δημιουργία. Ο σχολιασμός δεν μπορεί παρά να αφορά σ’ αυτή την άποψη ή δημιουργία.
Η ελευθερία του λόγου επιτρέπει –χωρίς να το επιβάλλει, αφού μόνο αν θέλουμε σχολιάζουμε, μπορούμε κάλλιστα και να γυρίσουμε την πλάτη σε κάτι ανούσιο, πληκτικό, βλακώδες κ.λ.π.- να πει ο καθένας την γνώμη του, θετική ή αρνητική, πάνω όμως στην ανάρτηση του μπλόγκερ ή σε σχέση με αυτή. Αν μάλιστα κρίνει ότι το θέμα είναι σοβαρό, μπορεί να αφιερώσει και ολόκληρη ανάρτηση-απάντηση στο δικό του μπλογκ και να αναπτυχθεί έτσι πιο ουσιαστικός διάλογος. Όλα αυτά είναι θεμιτά, και κατ’ εμέ μακάρι να γίνονταν και συχνότερα. Το να εμπλέκει όμως στα σχόλια, με τρόπο άσχετο με την συγκεκριμένη ανάρτηση, άλλα θέματα, είτε είναι βάσιμα αυτά που λέει είτε όχι, μόνο σε… κακοφορμίσεις μπορεί να οδηγήσει. Αν θέλει να πει κάτι, μπορεί να το πει στο δικό του μπλογκ με σχετική ανάρτηση, παίρνοντας και την ευθύνη του.
4. Εννοείται ότι ο διάλογος –χωρίς εισαγωγικά αυτή τη φορά- στον οποίο αναφέρομαι αμέσως παραπάνω, πρέπει να γίνεται χωρίς επιτήδευση και διάθεση κολακείας. Σ’ αυτό το σημείο επικεντρώθηκε ο Κωστής, όχι άδικα, αλλά ως προς αυτό, νομίζω ότι η μόνη άμυνα που διαθέτουμε είναι η αξιοπρέπεια και η οξύνοιά μας. Αν δεν θέλουμε «πελατειακές» σχέσεις, δεν έχουμε παρά να αποφεύγουμε αυτούς που τις επιδιώκουν. Στον βαθμό βέβαια που αυτό γίνεται φανερό, γιατί δεν μπορούμε να είμαστε και διαρκώς καχύποπτοι με τους πάντες, ούτε είναι πάντα εύκολο να διακρίνεις πότε πρόκειται για εκφράσεις αβρότητας ή ειλικρινούς επιδοκιμασίας και πότε για κολακεία. Ας έχουμε λοιπόν όσο μπορούμε τα μάτια ανοιχτά και… το καλάμι παρκαρισμένο...
5. Η παραπάνω «ελευθερία του λόγου» δεν αναιρεί ωστόσο την υποχρέωση ευπρέπειας και κοσμιότητας στον χειρισμό του λόγου και των απόψεών μας. Η ευγένεια ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ, ακόμη και αν διαφωνούμε απόλυτα με την οποιαδήποτε άποψη ή στάση. Διά-λογος σημαίνει ανταλλαγή επιχειρημάτων και όχι προσβλητικών χαρακτηρισμών και εκφράσεων. Ας βάλουμε λοιπόν τα μαχαίρια στα θηκάρια τους κι ας ανακαλύψουμε πιο έξυπνους και αποτελεσματικούς τρόπους για να αποκαλύψουμε όσους ενδεχομένως καπηλεύονται τον χώρο, ή προωθούν ίσως ακόμη και επικίνδυνες ιδέες -αν φυσικά υπάρχουν τέτοιοι.
6. Τέλος, το δεν κάνω λογοκρισία στις απόψεις που διατυπώνονται, δεν σημαίνει ότι επιτρέπω συμπεριφορές που προσβάλλουν τον χώρο μου. Γιατί, επανέρχομαι στην αρχική επισήμανση, το μπλογκ μπορεί να είναι δημόσιο βήμα, αλλά κάποιος έχει την ευθύνη του. Οι απρεπείς λοιπόν συμπεριφορές (ανεξάρτητα από το σωστό ή λάθος της γνώμης που υποστηρίζεται) προσβάλλουν αυτόν που το διατηρεί κατ’ αρχήν, και μετά τους επισκέπτες του. Και οι μεν επισκέπτες μπορούν πολύ απλά και αξιοπρεπώς ή όχι να αποχωρήσουν, ο μπλόγκερ όμως όχι. Άρα δικαιούται να μην επιτρέψει παρεκτροπές και αγένειες στον χώρο του οποίου έχει την ευθύνη.
7. Ο μόνος τρόπος να τηρηθούν αυτοί οι απλοί κανόνες είναι η αυτοδέσμευσή μας. Αλλιώς αργά ή γρήγορα είτε θα υπάρξουν έξωθεν παρεμβάσεις, τις οποίες κανείς μας δεν θέλει, είτε θα αυτοϋπονομευθούμε εκ των έσω και θα εκφυλίσουμε κάτι που ίσως και να μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι πολύ δημιουργικό, και με την πολύ ουσιαστική έννοια επαναστατικό.

Τώρα για το θέμα της… «μπουρδολογίας» που ο ίδιος ο Περίπλους έθεσε, τι να πω; Ο καθένας δικαιούται να γράφει ό,τι θέλει και να το αξιολογεί ο ίδιος ή οι επισκέπτες του κατά την κρίση του/τους. Το μόνο που ίσως πρέπει να ειπωθεί σχετικά είναι πως το να μην παίρνουμε περί πολλού τους εαυτούς μας είναι ταπεινοφροσύνη, αλλά και το να συνειδητοποιούμε ότι έχει άλλη βαρύτητα και ευθύνη ο δημόσιος λόγος από τον ιδιωτικό είναι σεβασμός στον εαυτό μας και στους άλλους. Και τα δύο χρήσιμα και σοφά πράγματα…

Συγγνώμη αν σας κούρασα, αλλά νομίζω ότι το θέμα είναι σοβαρό και μας αφορά όλους. Νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο να συμφωνήσουμε σε κάποιους κανόνες, πριν αναγκαστούμε ένας-ένας να αρχίσουμε να αποχωρούμε, εγκαταλείποντας και αυτόν τον χώρο στους πάσης φύσεως κακοήθεις, τους οποίους αν θέλουμε μπορούμε εμείς οι ίδιοι να απομονώσουμε αποτελεσματικά.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή και την αγάπη σας και σας εύχομαι ήρεμη και δημιουργική ημέρα.