Το δώρο ενός πολύ καλού φίλου, ένα βιβλίο με τα σονέτα του Κων. Θεοτόκη -την ύπαρξη των οποίων αγνοούσα, όπως και πολλοί άλλοι πιστεύω-, ήταν η αιτία να βυθιστώ πάλι, μετά από πολύ καιρό, στην θάλασσα των στίχων αυτού του εν πολλοίς παρωχημένου ποιητικού είδους.
Είναι αλήθεια ότι η ρίμα και το μέτρο δεν είναι στις προτιμήσεις μου, είτε όταν γράφω είτε όταν διαβάζω ποίηση. Κι αυτό γιατί πιστεύω ότι η ποίηση πρέπει να είναι κοντά στην φυσική ομιλούμενη γλώσσα. Να μπορεί ν’ ακολουθήσει την αναπνοή της εποχής που ζει, τον τόνο και τον παλμό της. Να αντλεί από τα υπόγεια ρεύματα και τις αναθυμιάσεις του καιρού της το αίσθημα, τις άδηλες ή ομολογημένες αγωνίες και επιθυμίες των ανθρώπων με τους οποίους συγχρωτίζεται, ούτως ώστε να αρθρώνει έναν λόγο που μετουσιώνει όλ’ αυτά σε ποιητικότητα –και επομένως τα αναβαθμίζει στην διαχρονία- και εν συνεχεία τα ενσταλάζει γόνιμα στο κοινωνικό σώμα. Αυτός είναι και ο λόγος που σε μια εποχή βίαιη, σπασμωδική, κατακερματισμένη, σαν την δική μας, η μελωδικότητα, και ο άλλοτε λυρικός, άλλοτε έντονα δραματικός, τόνος του σονέτου, δεν μπορεί ούτε να συντονιστεί με το συλλογικό φαντασιακό, ούτε να διεισδύσει στο ταραγμένο «κοινωνικό υποσυνείδητο», και επομένως να βρει ευήκοον ακροατήριο. Γι’ αυτό και διαφωνώ -αν και κατανοώ πολύ καλά, και ως ένα βαθμό συμμερίζομαι, τους λόγους- με την τάση που παρατηρείται από κάποιους, συχνότατα αξιόλογους, ανθρώπους του χώρου, για μια επιστροφή στα σχήματα αυτά. Πιστεύω ότι ο στίχος αφότου έσπασε τα δεσμά του, ποτέ δεν θα ξαναϋποκύψει σ’ αυτά οικειοθελώς.
Τα παραπάνω δεν μας εμποδίζουν φυσικά να απολαύσουμε τις αριστοτεχνικές αυτές ποιητικές κατασκευές, να εγκαταλειφθούμε στον τρυφερό ή σπαρακτικό κυματισμό τους, να γευτούμε την ομορφιά ενός ατόφιου ποιητικού λόγου.
Υπάρχει όμως κάτι ακόμα, ίσως πιο σημαντικό και από την αισθητική απόλαυση, που αυτό το συγκεκριμένο είδος, το σονέτο, προσφέρει, ιδιαίτερα σε όσους από εμάς παλεύουμε να κάνουμε ποίηση: Υψηλή ποιητική. Το σονέτο είναι αναμφισβήτητα ένα κομψοτέχνημα ποιητικού λόγου. Τα αυστηρά πλαίσια μέσα στα οποία είναι αναγκασμένο να κινηθεί (ρίμα, αριθμός στίχων, μέτρο) επιβάλλουν πολύ καλοδουλεμένη γραφή και υψηλών προδιαγραφών τεχνική. Απαιτούν λεπτοδουλειά που μοιάζει με κέντημα σε πολύ λεπτή γάζα. Σμίλεμα όχι μόνο στίχο-στίχο, όχι μόνο λέξη-λέξη, αλλά ακόμη και συλλαβή-συλλαβή, φθόγγο-φθόγγο. Επιπλέον η μικρή του έκταση επιβάλλει πυκνό και πολύ σφιχτά δομημένο ανάπτυγμα, που πρέπει να εξελίσσεται ανοδικά, χωρίς πουθενά να χάνεται στον δρόμο, χωρίς ούτε μία περιττή διακλάδωση, ή πλαδαρότητα, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να διατηρεί λαμπερό τον στίχο και το νόημά του απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Πρέπει ακόμη αυτό το μικρό, σαν μια ανάσα, ποιητικό αρχιτεκτόνημα, να έχει κομψότητα, λεπτότητα, λάμψη, αλλά και υποβλητικότητα. Αυτά προϋποθέτουν πρωτοτυπία, όχι κατ’ ανάγκην στο θέμα, όσο στους ποιητικούς τρόπους και τα ποιητικά «τεχνάσματα», ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι σπινθηροβόλο, να έχει παλμό και να μπορεί να μεταδώσει την συγκίνηση και το αίσθημα που ο δημιουργός του επιθυμεί.
Φυσικά όλα τα σονέτα δεν επιτυγχάνουν αυτό το ύψιστο αποτέλεσμα. Εξαρτάται από τη μαστοριά του ποιητή. Στο βαθμό όμως που πλησιάζουν αυτές τις αρετές, αγγίζουν περισσότερο ή λιγότερο την λάμψη ενός ποιητικού διαμαντιού.
Όλ’ αυτά τα λέω όχι μόνο για να υμνήσω ένα ποιητικό είδος που τείνει να εκλείψει -κάτι όχι επιλήψιμο, αν ο χρόνος το έχει προσπεράσει-, αλλά κυρίως για να προτρέψω όλους εμάς που προσπαθούμε να γράψουμε ποίηση, να σκύψουμε πάνω σ’ αυτά τα μικρά αριστουργήματα, για να μάθουμε. Γιατί θα είναι καλό για την Ποίηση να καταλάβουμε, ότι η ελευθερία του στίχου, που κληρονομήσαμε από πρωτοπόρους και επαναστάτες αυτής της μεγάλης και ανθεκτικής παρά τους πανταχόθεν εχθρούς Τέχνης, δεν είναι ασυδοσία. Θέλω να πω ότι το να γράφουμε «ελεύθερα» (χωρίς ομοιοκαταληξία, μέτρο κ.λ.π.) δεν σημαίνει ότι μπορούμε να γράφουμε «άτεχνα». Το ανεξέλεγκτο παραλήρημα, οι λεκτικές ακροβασίες, οι κοινοτοπίες, οι επαναλήψεις, η άνευ λόγου συναισθηματική υπερβολή ή ο στόμφος, το ξεχείλωμα του κειμένου προς κάθε κατεύθυνση, η έλλειψη οργάνωσης, δομής και οικονομίας, η επίδειξη «ποιητικότητας», η λεξιλαγνεία και ο βερμπαλισμός, η απουσία βάθους ή/και πρωτοτυπίας, η άνευ λόγου παράθεση «ποιητικών» λέξεων ή αντίστροφα ευτελών καθημερινών, με στόχο μόνο τον εντυπωσιασμό και όχι κάποιο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, η απουσία γενικότερα στην εκάστοτε ποιητική κατασκευή οποιουδήποτε στόχου ή ουσίας (σκόπιμα δεν χρησιμοποιώ την λέξη «νόημα», γιατί ο στόχος μπορεί να είναι και μόνο ένα αίσθημα, μια εικόνα ή ο,τιδήποτε άλλο, όπως και να ‘χει όμως πρέπει να υπάρχει), όλ’ αυτά και άλλα πολλά που παρατηρούμε συχνά στην σύγχρονη ποιητική παραγωγή, δεν είναι εμπλουτισμός του ποιητικού λόγου, αλλά φτώχια του. Και το χειρότερο, έχουν επίπτωση πάνω στο ίδιο το σώμα της Ποίησης. Γιατί την ευτελίζουν, την καθιστούν αναξιόπιστη στα μάτια των πιθανών αποδεκτών της και επιτείνουν, αντί να πολεμούν, το ούτως ή άλλως -για λόγους πέραν των ατομικών μας επιθυμιών και δυνατοτήτων-αντιποιητικό κλίμα και πνεύμα της εποχής που ζούμε.
Φυσικά τα παραπάνω δεν έχουν σκοπό να αποθαρρύνουν, να αποτρέψουν ή να απογοητεύσουν. Κάθε άλλο. Αντίθετα είμαι της άποψης ότι όσο πιο πολύ, και πιο πολλοί, αισθανόμαστε την ανάγκη να εκφρασθούμε ποιητικά, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να ανακάμψει το γονατισμένο όραμά μας για μια ζωή όπου η ποίηση δεν θα είναι τέχνη, αλλά υπαρκτικός τρόπος. Αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωσή μας να τιμούμε αυτό στο οποίο υποτίθεται ότι πιστεύουμε. Να αναλαμβάνουμε την ευθύνη του και να προσπαθούμε να ανταποκριθούμε σ’ αυτήν. Η ευκολία του βγάζω όπως-όπως στο χαρτί ό,τι με ταλανίζει, ίσα για να απαλλαγώ απ’ αυτό ή, ακόμη χειρότερα, για να καταγραφώ ως ποιητής, δεν είναι σε καμμία περίπτωση Ποίηση. Είναι είτε απλό ξέδομα είτε μεγαλομανία, πράγματα που δεν αφορούν κανέναν άλλον εκτός από τον γράφοντα. Η Ποίηση όμως μας αφορά όλους και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο αντιποιητικοί γίνονται οι καιροί. Είναι από τις λίγες ανάσες που μας έχουν απομείνει. Γι’ αυτό ας την σεβαστούμε. Η μελέτη των μεγάλων επιτευγμάτων της ποιητικής Τέχνης μάς βοηθάει να ανταποκριθούμε στην ευθύνη που αναλαμβάνουμε όταν πιάνουμε το μολύβι. Μη ξεχνάμε ότι η Ποίηση είναι η μόνη Τέχνη της οποίας τα μυστικά δεν διδάσκονται. Οι μόνοι δάσκαλοί μας είναι οι λαμπρές στιγμές του παρελθόντος της. Αυτές και η μόνη ευλογία μας. Και το σονέτο, σαν ένα πολύ υψηλών τεχνικών απαιτήσεων στιχούργημα, είναι ό,τι πρέπει «δάσκαλος» για μας τους… μαθητευόμενους της τέχνης. Αν λοιπόν δεν θέλουμε να μας καταραστεί και αυτή και ο χρόνος, ας κάτσουμε στα θρανία με σταυρωμένα χέρια και ας το ακούσουμε προσεκτικά.