"Ποιητικά μόνον οικεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος τη γης ετούτη" Martin Heidegger

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Χορεύοντας με τη φωτιά



ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ


στα παιδιά που ονειρεύονται

στα παιδιά που ερωτεύονται


στα παιδιά που δεν τρώνε τη φόλα

στα παιδιά που κρατάνε τους χορούς

μες στης νύχτας το λαμπάδιασμα


για να σμίξουν παλιές κι αναμμένες φωτιές

με το ροκ του μέλλοντός μας



ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Ας τους αδειάσουμε τη γωνιά

αφιερωμένο
στους ασκητές της πίστης
και στους καρεκλοκεύνταρους
της "επανάστασης"


(Ηλιογράφος)

Το τέλος της παιδικής ηλικίας.

Χάρη στη μεγάλη του αρετή και στα μεγάλα του αισθήματα, ο Θεός κράτησε αυτή τη φορά το λόγο του κι ο ασκητής έμαθε πρώτος πως γεννήθηκε ο Σωτήρης. Κι επειδή τότε εδίψασε πολύ την ευτυχία των ανθρώπων παράτησε τη βάρδια του, ακύρωσε τις τελευταίες προσευχές στο κομποσκοίνι και κατέβηκε να προσκυνήσει.
Ο πατέρας, ο γέρο-Επισταύρου (τι ζωή εξήντα χρόνια, ν’ ανοίγει κάθε μέρα κι άλλος γκρεμός και να τρέχεις να βρεις προφήτη για να τον γεμίσει) περίμενε τ’ αμόλυντα γερατειά στην πόρτα. Μέσα, όσοι ξενύχτησαν αποβραδίς, συνήθιζαν σιγά-σιγά το φως, βούιζε όλο το σπίτι σα μελίσσι:
«Χριστιανοί, αδέρφια μου κυνηγημένα στο πικρό χωράφι και στα δάχτυλα της βροχής, με τα μάτια ορθάνοιχτα τις νύχτες μήπως ανοίξουνε οι ουρανοί και δεν πάρουμε χαμπάρι, -και κάθε τόσο κάποιος να τρελαίνεται στον ύπνο του και να ξυπνάει βλαστημώντας τις άγιες εικόνες, φτάνει που μείναμε ζωντανοί αδέρφια μου, φτάνει που δαγκώσαμε τη γλώσσα και κρατήσαμε, γιατί σήμερα έδωσε ο Θεός και τα ‘χουμε πια όλα. Αφού ο ασκητής έκανε τόσο δρόμο μόνο και μόνο για να μας δει θα βγούνε τα όνειρα μ’ αυτό το παιδί, δε γίνεται να μας ξαναπιάσει πια σκοτάδι».
«Εκείνος» είπε ο ασκητής «έκανε πιο πολύ δρόμο για να ρθει σε σένα, γιατί έρχεται πάντα στους χτεσινούς φρόνιμους και στους σημερινούς γέρους. Έρχεται πάντα στην άκρη της υπομονής, στην άκρη μιας φωνής που σβήνει ξοδεμένη στο πηγάδι».
Ο ασκητής, μ’ όλο που έψαξε τόσό πολύ τον ουρανό που στα τελευταία δεν καλόβλεπε, κατάλαβε αμέσως πως ο Σωτήρης είχε τα σημάδια. Έσκυψε βαθιά στην κούνια και τον κοίταζε ώρα ατέλειωτη, τον κοίταζε με άπειρη τρυφερότητα και πόνο κι όταν σηκώθηκε κι έστρωσε στα μαλλιά το φωτοστέφανο και τα μάτια του ταξίδεψαν στην κάμαρα σαν κάποιος που μετράει τους πεθαμένους, γέμισαν δάκρυα τα βλέφαρά του.
Ο γερο-Επισταύρου, που κρατιόταν απ’ την πόρτα σα να τη στερέωνε, ή πάλι σα να την έσκαβε κρυφά (πόσο καιρό σού παίρνει άραγε να ξεχάσεις το κελί σου;) είδε να κλαίει ο ασκητής και η καρδιά του πάγωσε για το παιδί και για τη λιακάδα που μπήκε στη ζωή του.
«Μακάριε, εσύ μίλησες για την άκρη της υπομονής μα τα μάτια σου συννέφιασαν. Τα μάτια σου συννέφιασαν κι η λύπη δέρνει σαν κακός νοτιάς το πρόσωπό σου. Θα φύγει πάλι; Αυτό το τρυφερό κλαδί που ο Θεός φύτρωσε σήμερα στη σάρκα μου είναι γραμμένο να ξεραθεί προτού ανθίσει; Κι ύστερα μόνοι και με τι χέρια πια να κουβαλήσουμε τα κόκαλα ώσπου να ξαναβρούμε του καθενός τον τάφο, και με τι χέρια να χαϊδέψουμε την άνοιξη μήπως ξαναμιλήσει…»
«Μη στενοχωριέσαι», είπε τότε ήσυχα σκουπίζοντας τα δάκρυά του ο ασκητής, «μη πικραίνεσαι. Εγώ δεν κλαίω για τον Σωτήρη, κλαίω για μένα, γιατί ήρθε η ώρα να πεθάνω».

Μάριος Μαρκίδης, Βιβλίο Παραπόνων, 1978



καλά Χριστούγεννα σε όλους!


(αν κι εκείνο το δέντρο στην πλατεία, δεν το βλέπω να κάνει Χριστούγεννα... :)))

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Έγγραφο αρχείου

Φωνές κατηφορίζουν στις παραλιακές λεωφόρους
Κρατούν ατιμασμένη θάλασσα και πυρομαχικά να ρίξουν
στον οπλισμένο εαυτό πίσω απ’ τις μάντρες
Τα ρημαγμένα Σαββατόβραδα σιωπούν καρτερικά
μετά τους βιασμούς
Κι οι ποιητές πήραν επ’ ώμου τα σκεπάρνια πάνε
στα κοιμητήρια να ξεθάψουν λέξεις
να βάλουν στα κοκαλιασμένα χείλη
μήπως κι αναστηθεί ο ακάθιστος

Κουράστηκα

ν’ αναβοσβήνω μάτια στο κενό
να συνορεύω με τον στοιχειωμένο πύργο
ν’ ακούω άπραγος του γείτονα τον αδικοδαρμένο σκύλο
να διώχνω από πάνω μου τις σαύρες των δακρύων
να οιωνοσκοπώ τ’ αποκαίδια

Ποιος μίλησε για θάνατο;

Είμαστε το νέο είδος των διαμελισμένων

Αλλού τα πόδια, αλλού τα μάτια, τα μαλλιά,
τα μπράτσα. Αλλού τα σπλάγχνα.
Κάνουν συνέλευση σε ώρα επείγοντος
Οχλαγωγούν και φεύγουν χωρίς απόφαση καμμιά
Δεν έμαθαν δημοκρατία τα σώματα. Δεν έχουν κόμματα,
πλειοψηφίες, δικαιώματα. Μόνο τη βία ξέρουν
Είθισται να νικούν τα πόδια που κλωτσάνε
Άλλοτε τρέχουν αφήνοντας ξωπίσω τους
πορδές και μνήμες άχρηστες
κατά περίπτωση ανάγκης

Γράφω στους τοίχους συνθήματα παλιά
«άστον τρελό στη τρέλα του»,
«το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»,
«ένα βήμα μπρος δυο βήματα πίσω"
«από την πόλη έρχομαι και στη κορφή κανέλα»
«παν μέτρον άριστον»
κι άλλα που ξεπετάγονται φλασιές απ’ τη γωνία
ύπουλα σκάει μύτη το υποσυνείδητο κουκουλοφόρο
με σπρέυ για να βρούνε λέει οι απόγονοι
αρχαιολογικά ευρήματα να καταλάβουν την Βαβέλ νο2
Κρεμάω τα χέρια στη κρεμάστρα, το παραδέχομαι,
μού είναι άχρηστα την ώρα της κραυγής
Χαϊδεύω μόνο ελαφρά τα δάχτυλά μου να ζήσει λίγο ακόμα
η αφή ως τα Χριστούγεννα

έπειτα βλέπουμε

Πάω για ύπνο. Κουράστηκα πολύ.
Μία Λιλί Μαρλέν έρχεται αργά από το βάθος
Όμως τα νύχια μεγαλώνουν απειλητικά μακριά μου
ίσως να γδέρνουν άθελά μου ένα κελί
ίσως να σκίζουν κάποιον άνθρωπο
μα πού να τάβρω να τα κόψω;
Ας κάνουν ό,τι θέλουν. Κουράστηκα να τρέχω να μαζεύω
εδώ κι εκεί κομμάτια
σήμερα θα κοιμηθώ αγκαλιά με την Λιλί
και το αριστερό μου χέρι

αύριο βλέπουμε

Άκουσα κάπου να μιλάνε για πουλιά
θα πάω αύριο αν μπορέσω
να κλέψω ένα φτερό
να το φορέσω στις ευχές μου όταν τις συναντήσω
Αλλά θα τις γνωρίσω; Έχουν χαθεί καιρό
Ίσως έχουν γεράσει.

Ας πάψω πια ν’ ανησυχώ. Αύριο θα σκεφτώ.

Αύριο; Ποιο αύριο; Κιόλας ξημέρωσε.
Δεν πρόλαβα να κοιμηθώ.
Μήπως κοιμάμαι και καθόλου; Δε βαριέσαι.
Ας κλείσω άλλη μια αφύπνιση.
Έτσι κι αλλιώς όλα τα ίδια θα ‘ναι πάλι.
Κανείς δεν θα γνωρίζει τι ποιεί η δεξιά του.
Τι είμαι εγώ για να γνωρίζω;

Πες μου Λιλί
"Μπορεί ο άνεμος να εξηγήσει γιατί έγινε καταιγίδα;"

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Μονόπρακτο σε χιλιάδες πράξεις

Χρόνια ρουθούνιζε κάτω απ’ τα πόδια. Θηρίο φιμωμένο. Το ένιωθες. Ναυτία. Ανέβαινε από τις πατούσες. Έβγαινε απ' το στόμα αναθυμιάσεις. Έρχεται. Θα πνίξει.. Δεν σε καταλαβαίνει. Σε κοιτάζει παστωμένος πέντε-έξι στρώματα βερνίκι. Μέσα απ’ το βρώμικο αμάξι σου βλέπεις κοκκινοκίτρινα φανάρια ασυνάρτητα. Πίσω στην άσφαλτο ο ουρανός λιωμένος. Ο τύπος λαδωμένος μέσα-έξω σπινιάρει να προφτάσει πρώτος το καινούριο ντηλ. Στο επόμενο φανάρι ο κουλός δεν σου ζητάει. Απαιτεί. Με μάτι άγριο απ’ την πείνα. Δίνεις. Ταμείο αλληλεγγύης τα φανάρια λες. Μα το παράθυρο ερμητικά κλειστό της διπλανής κυρίας. Με αχυρένιο το μαλλί και το μυαλό, ακκίζεται. Περήφανα θα γαμηθεί με ιδιοκτήτη πρώτης πίστας στη λεωφόρο. Δεν έχει τίποτα να φοβάται. Ο ουρανός ξωπίσω πατημένος άρχισε κιόλας να βρωμίζει. Παρκάρεις εξουθενωμένη.. Κείνο το τρίξιμο κάτω απ’ τα πόδια δε λέει να σταματήσει. Και το μυαλό γυρίζει. Ταβέρνα. Κουτούκι το θυμάσαι, σήμερα επέκταση παράνομη με τζαμαρία να χωράει. Πλήθος. Χοντρές αβάσταχτες κοιλιές. Γυναίκες ιδρωμένες. Υστερικά χορεύουν αντρικά. Να δείξουν πως μπορούν. Το ίδιο και τα τσιφτετέλια. Χλιμιντρίζουν πάνω τους λογής-λογής γιορντάνια και χρυσά. Οι άντρες καμαρώνουν ή βαριούνται. Τέλειωσε το φαί. Πάμε να φύγουμε. Ο λαός γιορτάζει. Την άνοδο της κλίμακας. Πατάτα, παϊδάκι, άντε και στο πατέ. Μακαριότητα και ρέψιμο. Ευτυχία. Η κόρη τους γατόνι. Πηδήχτηκε με τον καθηγητή. Πήρε πτυχίο. Κι ο γιος στη Ρουμανία πλήρωσε κάνα δυο. Ήρθε γιατρός. Ωραίο παληκάρι. Τάφτιαξε με κόρη κλινικάρχη. Σε λίγα χρόνια θα σφάζει ανενόχλητος. «Κακόκεφη σε βλέπω». Ξαφνιάζεσαι. Γυρνάς. Ο φίλος «άντε γεια μας». «Ρε σύντροφε, πού βλέπεις την υγεία για να πιω;» Δεν σε καταλαβαίνει. «Έχεις τίποτα;» «Όλα», του λες και απορεί. «Ζαλάδα από παντού», του εξηγείς. «Ήπιες πολύ;» «Απ’ όλα», σαδιστικά επιμένεις, να δεις ως πού θα πάει. Τα κάποτε υγρά του μάτια δεν ξέρουν πώς να σου φερθούν. Το casual δερμάτινο σακάκι υποψιάζεται, μα σωπαίνει. «Ένας καθηγητής, δικός σου, αριστερός, μου ‘λέγαν τα παιδιά, φασίστας μες στη τάξη», πετάω ξαφνικά στα μούτρα του. «Τι μου το λες;», η ενοχή αρχίζει ν’ αγριεύει. «Να κάνεις κάτι», συνεχίζω αδίστακτα, κουράστηκα με τις ψευτιές, «δεν είσαι συνδικαλιστής, οργανωμένος, στέλεχος;…» «Είμαι σε άλλη οργάνωση», με διακόπτει νευρικά. Του χάλασα το κέφι. Βραδιάτικο. «Άσ’ τα αυτά. Το Σάββατο έχουμε κανονίσει Ρέμο. Θάρθεις;» πάει να ισιώσει την κατάσταση. «Βρε αϊ πνίξου!». Σηκώνομαι και φεύγω απ’ την αηδία. Μα η ζαλάδα του κόσμου όλου γύρω μου. Κι ο ουρανός στην άσφαλτο έχει σαπίσει. Ζέχνει. Το χώμα τρίζει επικίνδυνα. Το βλέπεις. Έρχεται. Φτάνεις στο σπίτι ίσα-ίσα. Ανοίγεις τηλεόραση. Λάβα κακιά απ’ τα έγκατα ξερνάει ο κόσμος. Συντέλεια στα ρουθούνια ανεβαίνει. Μικρά παιδιά παίζουν φωτιά. Άγουρα μάτια βλέπουν νύχτα. Σφάζουν της πόλης την κοιλιά. Πετροβολούν τον θάνατο. Οργή Θεού. Και ο λαός κοιμάται. Λάβα κακιά ξεχείλισε. Τους καίει στα κρεβάτια έντρομους. Ιδρώνουν τύψεις. Κρεμιούνται απ’ τις οθόνες να σωθούν. Ο Μάγιστρος, με τη φωνή ατάραχη από το μηχανάκι στο λαιμό, ασύστολα επικρίνει τ’ ανόσια πλάσματά του. Έχει δεμένα όλα τα σκοινιά. Θα επιζήσει επί παντός. Η ψεύτικη ψιλόλιγνη κουνάει βλεφαρίδες προγραμματισμένες σε κρίση συνείδησεως «αχ τα παιδιά μας…», η νταντά έχει καλά κλειδώσει τα δικά της. Ο τρίτος με λαμπιόνια κρεμασμένα μπρος στα μάτια αστράφτει για τη βία, να έχει τους εμπόρους. Κι ένας αρκούδος κουρδισμένος στην κορυφή, κουνάει χέρια χείλη, με υπευθυνότητα. Γυαλίζουν εν ολίγοις όλες οι γραβάτες λόγια βαρύγδουπα που τρέχουν με τα σάλια, ως να τελειώσει κι αυτό το νταβαντούρι. Κι ο πεινασμένος μετανιώνει που δεν βούτηξε κι αυτός κανένα κινητό μες στην αναμπουμπούλα. «Αξιοπρέπεια, ψελλίζεις, φιλότιμο, σε ύστατη προσπάθεια.» «Τι είν’ αυτά; Με κοροϊδεύεις; Στο ’21 είμαστε ακόμα; Προοδέψαμε. Δεν το κατάλαβες;»
Λυγίζει ακόμα κι ο Θεός. Βάζει τα κλάματα. Βρέχει. Σβήνουν οι φωτιές. Έκλεισαν πέντε μέρες. Έτσι είναι πάντα. Πιο γρήγορη η καταστροφή απ’ τη δημιουργία.
Στον πατημένο ουρανό κοιμάται ένα αγόρι.
Αυλαία.


ΥΓ. Θ’ αργήσει η επόμενη παράσταση.
Μα πρέπει να ‘χει happy end. Βαρέθηκα τα δράματα.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008



ΠΕΝΘΟΣ


Όχι μόνο για τον Αλέξη Γρηγορόπουλο


Αλλά και για την κοινωνία μας

-που καίει τα μυαλά, και όσα δεν καίει τα σκοτώνει

-που θα ξεχάσει, όταν "ξεχάσουν" τα κανάλια

-που θα συνεχίσει μακάρια παχύδερμη τον δρόμο της.



Εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες αυτού του παιδιού,
γιατί παράγουμε,
με την βλακεία, το βόλεμα και την ανοχή μας,
διαφθορά, βία, και παιδιά σε απόγνωση.
Αν αυτά τα παιδιά κάψουν όλη την Αθήνα,
δεν θα απορήσω.
Εμάς θα καίνε και ό,τι τους παραδώσαμε
για κόσμο.
Και θα έχουν δίκιο.



Οι καλύτερες σκέψεις που έχω διαβάσει αυτές τις μέρες, εδώ

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Γιώργης Παυλόπουλος


Στις 26/11 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος. Άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, στον Πύργο Ηλείας, όπου γεννήθηκε (1924), πήγε σχολείο, έζησε χαμηλόφωνα και δημιουργικά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.
Αν και φοίτησε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Εργάστηκε βιοποριστικά ως λογιστής και γραμματέας σε ιδιωτικούς φορείς και αφοσιώθηκε στην ποίηση.
Εμφανίστηκε στα Γράμματα το 1943, με τη δημοσίευση του ποιήματός του «Ο νεκρός Γ. Π.» στο τεύχος 4 του περιοδικού Οδυσσέας, που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο. Αν και έγραφε από πολύ νωρίς, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1971 («Το κατώγι», εκδ. Ερμής). Ακολούθησαν οι συλλογές «Το σακί», Κέδρος 1980, «Τα αντικλείδια», Στιγμή 1988, «Τριαντατρία χαϊκού», Στιγμή 1990, «Της Γύφτισσας», ιδιωτική έκδοση, 1996, «Λίγος άμμος», Νεφέλη 1997, «Πού είναι τα πουλιά;», Κέδρος 2004. Με μόλις 7 ποιητικές συλλογές σε διάστημα 60 χρόνων, θεωρείται ολιγογράφος ποιητής.
Χαρακτηριστικός και σημαντικός εκπρόσωπος της Α΄ Μεταπολεμικής γενιάς, ο Γιώργης Παυλόπουλος συνδέθηκε πνευματικά-δημιουργικά με τον Γιώργο Σεφέρη, ενώ διατήρησε εκλεκτικές συγγένειες με τον Νίκο Καχτίτση και τον Μανόλη Αναγνωστάκη, και συνεργάστηκε με τον φίλο του ποιητή Τάκη Σινόπουλο, σε μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων.
Ποιήματα και κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά Ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά έντυπα και ανθολογίες, και μεταφράστηκαν στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία, Ρωσία, Η.Π.Α. και Καναδά.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Ασχολήθηκε ερασιτεχνικά και με τη ζωγραφική.
Το 2002, από τις εκδόσεις Σοκόλης, εκδόθηκε η αλληλογραφία του με τον φίλο του πεζογράφο Νίκο Καχτίτση (Τα γράμματα του Νίκου Καχτίτση στον Γιώργη Παυλόπουλο).
Η επικείμενη κυκλοφορία μιας συνολικής έκδοσης με τίτλο «Να μην τους ξεχάσω» (εκδόσεις «Κέδρος»), μπορεί να χαρακτηριστεί ιδανική έξοδος για έναν πραγματικό μύστη της ποίησης.
Η ποιητική δημιουργία του Γιώργη Παυλόπουλου συμβαδίζει με τις πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις του 20ού αιώνα, και καταγράφει σε στίχους και άλλα γραπτά όλο το συγκινησιακό φορτίο, τη στοχαστική μελαγχολία και τις δραματικές αναρωτήσεις της δύσκολης αυτής εποχής, που βίωσε σε πρώτο πρόσωπο. Γραφή βιωματική, αισθαντική, με διάθεση φιλοσοφική και με διάχυτο το αίσθημα της θλίψης και της απώλειας, όχι μόνον ανθρώπων –φίλων, συντρόφων, γυναικών- αλλά και της ίδιας της ζωής, του έρωτα, της νεότητας, του οράματος. Εικόνες ζωντανές και συχνά τολμηρές στην σύλληψή τους, αλλά ταυτόχρονα με μια καταλυτική λιτότητα και ευθυβολία, αποτυπώνουν τόσο την αδυσώπητη περιρρέουσα ιστορική πραγματικότητα, όσο και τον βιωμένο ερωτικό πόθο, την διάψευση των ελπίδων και των ονείρων, τον φόβο και την ασίγαστη αμφιβολία ενός παλλόμενου ψυχισμού, την μνήμη και την σχέση της με τις διαρκείς εσωτερικές και εξωτερικές ανακατατάξεις, την αγάπη ως σταθερό σημείο αναφοράς, αλλά και την εναγώνια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης της μυστηριακής φύσης της ίδιας της ποίησης.

Φίλος ποιητής που τον γνώριζε και τον επισκεπτόταν μου έχει μεταφέρει την εικόνα ενός πράου, ευγενικού και γλυκού ανθρώπου, με βαθύτητα σκέψης και ψυχής, πάντα πρόθυμου να ενθαρρύνει και να βοηθήσει με την γνώμη και τις πολύτιμες συμβουλές του τους νέους δημιουργούς.

Για το «καλό ταξίδι» αναρτώ τρία ποιήματά του που αποτυπώνουν το πάλεμα του ποιητή με την ποιητική λέξη, με το ποίημα, με την ίδια την Ποίηση. Αυτήν που υπηρέτησε σαν παθιασμένος εραστής σε όλη του την ζωή.
Γιατί όπως ο ίδιος σημειώνει στην εκδήλωση του περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες», που έγινε προς τιμήν του στο «Σπίτι της Κύπρου», στις 8-12-1997:

«Τὸ μόνο ποὺ ξέρω είναι πως ο Ποιητὴς ήταν πάντα ένας αφοσιωμένος της Ζωής. (…) Τη μυστήρια αγάπη του γιὰ τη Ζωὴ δεν έχει άλλο τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ότι προσπαθεί να εκφράσει κυρίως αυτὸ που κρύβει η ζωή. ‘Οπως ο έρωτας κρύβει αυτὸ που μας κάνει ερωτευμένους.
Η Ποίηση λοιπὸν είναι πράξη ερωτική; Ή μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δυό; Πράξη ερωτικὴ και συνάμα πράξη απόγνωσης.»

Και συνεχίζει:

«Και τι είναι τελικὰ το Ποίημα; Ίσως είναι το νόμισμα που σφίγγει στα δόντια του ο Ποιητὴς για να μπει στη βάρκα του Θανάτου. Με αυτὸ θα πληρώσει για το μέγα θαύμα που αξιώθηκε και που δεν είναι άλλο απὸ την ίδια τη ζωή.»

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ


Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι
γέρος πια φοράει μαύρα.
Ποιος είναι και πού πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει.
Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα
που ποτέ δεν θα γράψει.
Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.
Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του
υπάρχει ένα φίδι χρυσό.
Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της
σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη
χλωμός ο άλλος εαυτός του.
Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα
καλπάζοντας τώρα στο πλάι του
και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει
απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.

(Τα αντικλείδια)


Η ΛΕΞΗ

Τυφλός από χρόνια
πάλευε μ' ενα μαύρο κάρβουνο
να γράψει μια λέξη
πάνω στο απόλυτο σκοτάδι.

Καμιά γραφή και καμιά φωνή
δε θα μπορούσε ν' αποδώσει
το φριχτό νόημά της.

Δε βρισκόταν σε κανένα λεξικό.

Στ' όνειρό του την έβλεπε
αχνά χαραγμένη
μέσα σε σπήλαιο ανερεύνητο
και φοβόταν πως οι άνθρωποι
κάποτε θα την ανακαλύψουν.

Ο ίδιος ουδέποτε τόλμησε να την προφέρει.
Μήτε ήξερε γιατί βασανιζόταν
να γράψει αυτή τη λέξη.

(Πού είναι τα πουλιά; )


ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για νʼ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

(Τα αντικλείδια)


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Από μια πρώτη συγκίνηση, (ανάτυπο από τον τόμο Για το Σεφέρη), Αθήνα, 1962.
Το Κατώγι, Ερμής, 1971.
Το Σακί, Κέδρος, 1980.
Τα Αντικλείδια, Στιγμή, 1988, (ανατύπωση, 1994).
Τριαντατρία Χαϊκού, Στιγμή, 1990.
Της Γύφτισσας, (τετράγλωσση έκδοση), Πύργος, ιδιωτική έκδοση, 1996.
Λίγος Άμμος, Αθήνα, Νεφέλη, 1997.
Ποιήματα 1943-1997 (συγκεντρωτική έκδοση), Νεφέλη 2001.
Memories from George Seferis and Seven Poems, (tr. by Darlene Fife), West Virginia - USA, Bookstore Lewisburg, 2001.
Πού είναι τα πουλιά; Κέδρος 2004.
Γράμματα από την Αμερική, Γαβριηλίδης 2008.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ

Στα αγγλικά:The Cellar, [tr.by]: Peter Levi, London, Anvil Press Poetry, 1977.
The Passkeys, [tr.by]: Darlene Fife, West Virginia - USA, Roadrunner Press, 1994.
A little sand, [tr.by]: Darlene Fife, West Virginia - USA, Bookstore Lewisburg, 1999.Στα ισπανικά:Las Lliaves Maestras, [tr.by]: Angel Marinez Fernandez, Espana, Santa Cruz de Tenerife, 1995.


Περισσότερα ποιήματα και κείμενα, βιογραφικά στοιχεία, συνεντεύξεις κ.λ.π. του Ποιητή, μπορείτε να διαβάσετε στις ιστοσελίδες: