Εκείνο λοιπόν το ωραίο καλοκαιρινό μεσημέρι, μεταξύ ψαρομεζέδων και δροσερού λευκού κρασιού, κατάφερα (δεν φτάνει που με τα χίλια ζόρια βγάζαμε άκρη ακόμη και για τα βασικά) να μπλεχτώ σε μια συζήτηση, με θέμα την ελληνική γλώσσα! -ίσως υποσυνείδητα ήθελα να τους ψέξω κόσμια που επέμεναν να μη θέλουν να μπουν στον κόπο μιας τέτοιας εξαίσιας γλώσσας σαν την ελληνική. Και μάλιστα βάλθηκα να δείξω στην καθ' όλα τ' άλλα συμπαθή Αγγλίδα φίλη, ότι η ελληνική είναι μια γλώσσα που διαφέρει από τις άλλες λατινογενείς, ως προς το ότι είναι εγγενώς νοηματικά φορτισμένη. Ότι οι λέξεις φέρουν στο σώμα τους (ετυμολογικά) σημασίες και συνδηλώσεις όχι αμέσως ορατές, που λειτουργούν κάτω και παράλληλα με τις τρέχουσες σημασίες που έχουν κατά τη χρήση τους στην καθομιλουμένη. Σημασίες που επιβιώνουν επί χιλιετίες, έχοντας περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο των ελλήνων. Καταλαβαίνετε τι άθλος ήταν αυτός, αν σκεφθείτε ότι τα αγγλικά μου είναι παραπάνω από... σπαστά!!! Προφανώς όμως το πάθος και η πίστη σ' αυτό που αγαπάς κάνει θαύματα. Γιατί τα κατάφερα!!! Μέχρι και παραδείγματα της έφερα και της ανέλυσα, τα οποία την έκαναν να θαυμάσει για πρώτη φορά αυτή την μέχρι τότε καταγεγραμμένη στη συνείδησή της ως... στριφνή και παράξενη γλώσσα.
Αυτή την κουβέντα την θυμήθηκα, διαβάζοντας ένα ανέκδοτο κείμενο του Κορνήλιου Καστοριάδη με τίτλο "Εκφραστικά μέσα της ποιήσεως", που αναφέρεται σ' αυτό ακριβώς που προσπάθησα να εξηγήσω στην φίλη. Το βρήκα στην ιστοσελίδα του Μικρού Απόπλου (http://www.mikrosapoplous.gr/) και αναδημοσιεύω ένα μικρό μόνο μέρος του, για να πάρετε μια γεύση. Αξίζει όμως να το διαβάσετε ολόκληρο, γιατί δίνει θαυμάσια παραδείγματα της "αδιαίρετης πολυσημίας των λέξεων", όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος, της ελληνικής γλώσσας.
"Μερικές μεταφραστικές δυσκολίες μας οδηγούν στη διαπίστωση ότι οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές στηρίζονταν συχνά σ' ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής γλώσσας, κοινό πιθανώς με άλλες πρωτογενείς γλώσσες, γνώρισμα που μπορούμε να αποκαλέσουμε αδιαίρετη πολυσημία των λέξεων και των γραμματικών πτώσεων. Οι νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες δεν έχουν πλέον αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα, και οι ποιητές προσέφυγαν σε άλλες οδούς προκειμένου να δημιουργήσουν μια συγκρίσιμη εκφραστική ένταση.
Αυτές οι διαπιστώσεις μας οδηγούν σε μια εξέταση των οδών της ποιητικής εκφραστικότητας και ιδιαίτερα της σημασιακής μουσικότητας της. [...]
Αδιαίρετη πολυσημία και στον Αισχύλο, στον Προμηθέα. Όταν ο Προμηθεύς, καρφωμένος στον βράχο του επικαλείται ως μάρτυρα των πόνων που άδικα υφίσταται (στ. 89 επ.) τη μητέρα του Γη, τον θείο Αιθέρα, τις πηγές των ποταμών και τις πνοές των ανέμων, καλεί επίσης το:
ποντίων τε κυμάτων
Ας αφήσουμε τον πλούτο των τρόπων (έχουμε συγχρόνως προσωποποιία και υπαλλαγή· αναρίθμητα είναι τα κύματα και όχι το γέλιο τους) για να περιορισθούμε στη λέξη γέλασμα. Θα το μεταφράσουμε αναγκαστικά με τη λέξη γέλιο.
Όμως ένας αρχαίος Έλληνας, ακούοντας ή διαβάζοντας τον στίχο, δεν μπορούσε να μην αντιληφθεί και το άλλο νόημα του γελάω, που βρίσκουμε στο επίθετο Ζευς γελέων, Ζευς του φωτός, ή στην ιωνική φυλή Γελέοντες, οι επιφανείς, οι λαμπροί. Υπάρχει συνεπώς μια έντονη αρμονική του γελάσματος, και πιθανώς μια ετυμολογική συγγένεια με το γέλας, λάμψη, σπινθηροβόλημα. Και σήμερα ακόμη λέμε: Τί γελαστή αυτή η μέρα! Είναι γελαστή, διότι είναι ηλιόλουστη, λαμπερή. Όταν και σήμερα, όπως στα χρόνια του Αισχύλου, βρισκόμαστε στη θάλασσα, και ειδικά στο Αιγαίο, βλέπουμε ιδίοις όμμασιν αυτό το ανήριθμον γέλασμα, αυτήν την ατέλειωτη μαρμαρυγή των κυμάτων στο φως του μεσημεριού."