"Ποιητικά μόνον οικεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος τη γης ετούτη" Martin Heidegger

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

το τραγούδι της Άλης

Εποχή ΑΛΗ-τεία-Σ το καλοκαίρι, και οι στίχοι που ακολουθούν αφιερωμένοι στους πάντα και παντού πλάνητες και πλανεμένους...
Αναχωρώ κι εγώ για τους αγαπημένους μου πιο νότιους, πιο ζεστούς και πιο θαλασσινούς τόπους.
Καλό καλοκαίρι λοιπόν γλυκείς μου, και καλές περιπλανήσεις και παραπλανήσεις. Ή αλλιώς… τις πιο ωραίες… πλάνες! :)

(aqua' s)

-σαν πρόσωπο ανέτελλε- έμοιαζε άλλοτε Βελλερεφόντης άγουρος
κι η τραγωδία αγέννητη
άλλοτε Προμηθέας διωγμένος –σαν πρόσωπο έδυε-
να σέρνεται η πίστη πίσω του αλαφιασμένη
μέσ’ απ’ τη θάλασσα βουτούσε
κι ήτανε ψάρι αστραφτερό –σαν κύμα ανέτελλε-
έσβηνε πέρα στους φακούς ανεστραμμένο κιάλι
κι όλο μουρμούριζε κάτι που έλαμπε
κι αναρριχόταν μόνος
στις σκοτεινές πηγές και τα κρεβάτια ασθενής
–σαν κρίμα έδυε- γυμνός
τώρα σφαζόταν τώρα σκότωνε
κι ακολουθούσε τη γραμμή του εκτροχιασμού
το τραίνο πάντα σφύριζε ωστόσο
εκείνη την ανάλαφρη στροφή που τραγουδούσε στην καλή του επιστρέφοντας
κι αρπάζονταν στους κήπους τα πουλιά με τα φαντάσματα –σαν άνεμος ανέτελλε-
κι έπεφταν μ’ αλεξίπτωτα οι τελευταίοι πολεμιστές
να παραδώσουν δέντρα στους βομβαρδισμένους
νεογνά
μέσ’ απ’ την καταιγίδα
έριχνε μια κλεφτή ματιά και έσπαγε –σαν μελωδία έδυε- απ’ τα βουνά
που κουβαλούσε
και ρίζωνε στα γκράφιτι –ανέτελλε Θησέας-
και στους clochars των Αθηνών μηρύκαζε χρησμούς
γλιστρούσε
ανάμεσα στα δάχτυλά του ένα στριφτό τσιγάρο από παλιούς καπνούς
να μην τον πάρουν δάκρυα και φύγουν μακριά –Ιάσων έδυε –
πριν το ταξίδι
στριφογύριζε
στα μπλε-ρουά σκεπάσματα δενόταν μοναχός στα κύματα
και τiς αυγές ξεσπούσε ανίκητος
παρασυρμένος από φοβερές νηστείες θανάτου
χτυπούσε
το σώμα της νεκρής επάνω στα παντζούρια –σαν πυρετός ανέτελλε-
μετανιωμένος
κι έτρεχε μέσ’ στη νύχτα
να βρει ν’ αχνίζει
θηλυκό ψωμί
που έκαιγε σε φούρνο πρωινό
σουσάμι άνοιξε –σαν λάθος έδυε- γινόταν μάγος
–σαν έρωτας ανέτελλε- πνοή πάνω στο τζάμι
και σκόρπια κελαηδίσματα
ξυπνούσε νέος
να παίξει πάλι με τους βώλους τους κρυστάλλινους
και την κρατούσε σαν Σαλώμη
απ’ τ’ απαλό φουστάνι πριν χαθεί στο πάντα
–άνθρωπος έδυε-
τότε που αυτή τον αγαπούσε ως το θάνατο παντού
–μύθος ανέτελλε.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Συνοπτικά

Ένα πρωί
βγήκε στην πόρτα του σπιτιού της
και έδωσε στον παλιατζή
ό,τι είχε και δεν είχε
λόγια παλιά
και μισοφόρια τετριμμένα
την πολυθρόνα του παππού
τ' αλφαβητάρι
φωτογραφίες κίτρινες χλωμές
κι εφημερίδες με ειδήσεις σκονισμένες
μέχρι και την γραμμή της Μοίρας
στην παλάμη της που ήταν χαραγμένη

έπειτα έφυγε


(από το... σεντούκι, κάποιοι πολύ παλιοί -αλλά αγαπημένοι- στίχοι)