"Ποιητικά μόνον οικεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος τη γης ετούτη" Martin Heidegger

Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Της... διαρκούς (επ)Ανάστασης


(Αφιερωμένο σ' εκείνους που γιορτάζουν)


"Μπαίνοντας ο εικοστός αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Όλα είναι κατειλημμένα –ως και τ’ άστρα. Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία, όπως στην εποχή του Τσέγκις Χαν, και δεν ερωτεύονται ούτε κατ’ ιδέαν (…) ενώ οι κολεγιόπαιδες λύνουν εκπληκτικές εξισώσεις με ευκολία που είναι ν’ απορείς: συν, πλην, δια, επί –άρα. Το μυστικό στη ζωή αυτή, φαίνεται, δεν είναι αν είσαι δούλος ή όχι. Καθόλου. Είναι να οδηγείσαι με συνέπεια σε κάποιο «άρα» και να έχεις έτοιμη την απάντηση. Πολύ ωραία. Μπροστά όμως σε μια φράση ποιητική, για ποιο λόγο αυτό το «άρα» στομώνει;(…)
«Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει». Άρα; Μηδέν ο μαθητής. -«Ο ήλιος κυκλωδίωκτος, ως αράχη, μ’ εδίπλωνεν». Άρα; Κενό.(…)
Κι όμως κάποιο άλλο «άρα» θα πρέπει να υπάρχει. Κάπου εκεί, κατά το μέρος του μυστηρίου, ή κατά το μέρος της φωνητικής, ή και τα δύο μαζί.(…)
Αναρωτιέμαι: Μήπως θα ήταν χρήσιμο να εξηγήσουμε στα παιδιά ότι μια διαφορετική από μέρους τους διαχείριση των στοιχείων της πραγματικότητας θα μπορούσε πάλι να τα βγάζει σε αλλιώς αυστηρά και αλλιώς αποδεικτέα μαθηματικά;
Ο ποιητής διαχειρίζεται τα περιουσιακά του στοιχεία κατά τρόπο λευκό, μη προσοδοφόρο, ανεπίκαιρο, αλλά και για τούτο απρόσβλητον.(…)
«Ο ηνιοχεύων την των κινουμένων πνοήν…» Αλήθεια, εδώ πού πάει το «άρα»; Φοβούμαι, στο Α του Κενταύρου. Και είναι άδικο. Δεν επιτρέπεται να παραμένει ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτή τη γη με τα τέσσερα. Τα υλικά του αγαθά που αέναα εκμηδενίζονται «συν τη αναλώσει» -και πώς να γίνει αλλιώς;- τον καταδικάζουν ουσιαστικά σε ισόβια: γραφείο-αυτοκίνητο-κρεβάτι-αποχωρητήριο-φέρετρο. Κι’ όμως, γι’ αυτά παθαίνεται και σκοτώνεται σ’ όλη του τη ζωή. Πόσο ευπρόσδεκτος λοιπόν θα ήταν εδώ ένας λιγάκι λοξός, που θα ‘πιανε από την άλλη άκρη το πρόβλημα και θα τους έλεγε χωρίς ενδοιασμούς: Εθισθείτε στην ιδέα ότι η πραγματικότητα είναι μια ωραία γυναίκα που σας προσφέρεται –και δράσετε. Μη διστάσετε να εκλάβετε τα μαλλιά της για σύννεφα ή τη λύπη της για σιγανόφωνο τραγούδι. Μόνον ακούτε και χαϊδεύετε, χαϊδεύετε κι ακούτε.(…) Η πόρτα τότε μπορεί ν’ ανοίξει. Το σύννεφο να περάσει μέσα.(…) Οπόταν, βέβαια, θα ρωτήσει ο άλλος: Και το κέρδος; Ποιο είναι;
Απάντηση: Όλα και τίποτα. Είναι η μυστική κίνηση των πραγμάτων, κάτι που διπλασιάζει την ικανότητά σου ν’ αντιλαμβάνεσαι τη ζωή και που αποτελεί μια πρόσβαση στο πραγματικό νόημα της ελευθερίας. Επειδή –να το πούμε κι αυτό- ελευθερία δεν είναι να κινείσαι ανεμπόδιστα στο πεδίο που σου έχει δοθεί. Να διευρύνεις αυτό το πεδίο, και δη κατά τη διάσταση της αναλογίας των αισθήσεων, αυτό είναι. Διαθέτοντας καινούριες μονάδες για τη μέτρηση του κόσμου. (…) Ένα ρυάκι δεν είναι απλώς λίγό νερό που κατρακυλάει τον κατήφορο. Είναι η λαλούσα κι εύχαρις υποδήλωση της παιδικής ηλικίας των πραγμάτων. Λίγη ξερή, τριμμένη στα δάχτυλά σου, μέντα σε πάει ολόισια στη σκέψη των Ιώνων. Τα χάδια σου είναι η μετάθεση μιας απαλής μουσικής, με όλα τα andante και τα allegro της, πάνω στην επιδερμίδα. Κι εκείνο το φυτό αντικρύ σου, που διαιρεί άνισα πλην σωστά τον χώρο, είναι η αόρατη γεωμετρία που διέπει στο βάθος ολάκερη την οικουμένη. Να, αυτή είναι μια ελευθερία πραγματική, που έχει τη δύναμη τη γενική ν’ αναστέλλει όλες τις επιμέρους αναστολές σου και να σε κάνει, κάθε φορά που τρως μια συναγρίδα ψητή, να τρως κι από λίγο Αιγαίο, με αντίς λεμόνι δυο τρεις οξείς στίχους του Αρχίλοχου.
Υπερβολές; Δε νομίζω. Μάλλον ακριβολογίες. (...)"

(Από το "Η μέθοδος του ΆΡΑ", Εν λευκώ, Οδ. Ελύτης)
(το έργο είναι του Duane Keiser)

Τρίτη 22 Απριλίου 2008

Των παθών


Υποθηκεύσαμε ζωές
σ’ ενός ονείρου το απόβραδο
με όλων των χρωμάτων τις εκρήξεις να μας καίνε

Είναι που άδικος Θεός
στην λασπερή μας από κλάμα νεογέννητο
άγραφη σάρκα έσπειρε ψέμα
πως τάχα όλα παίζονται
για μιαν Ελένη.

Ριζώσαμε, βλαστήσαμε
κι απλώσαμε κλαδιά
εκείνη
την μυστική Ελένη ψάχνοντας

Άδεια πουκάμισα
σκάλωσαν στα κλαδιά μας
πόλεμοι κι αλμυρά ταξίδια
έκαψαν τα φύλλα μας
κι όσο το βράδυ πλησιάζει
μάλλον με σκιάχτρα μοιάζουμε
παρά μ’ ανθούς Ελένης

Είναι που δεν προσέξαμε
‘κείνο το «έτσι, για το τίποτα»
που ο δαιμόνιος Θεός μάς χάρισε
σ’ εμάς τους εκλεκτούς της θλίψης

Παρασκευή 18 Απριλίου 2008

Αλιεύοντας

Η Ποίηση είναι πάνω από εμένα, εσένα, τον καθένα από ‘μας. Η Ποίηση είναι η ανθρώπινη φωνή, στην καρδιά του χρόνου. Αρθρώνεται από εμένα ή εσένα, αλλά δεν ανήκει σε κανέναν μας. Ανήκει σε όλους μας.
Αυτός ο χώρος δεν θέλω να είναι ένας χώρος όπου θα κοινοποιώ μόνο τους δικούς μου στίχους. Αγαπώ την Ποίηση πιο πολύ από τον εαυτό μου. Ή μάλλον όχι. Επειδή αγαπώ τον εαυτό μου, αγαπώ την Ποίηση. Γιατί ποιος μπορεί να είναι ο εαυτός μου, χωρίς τον ποιητικό τόπο. Χωρίς την ποιητική συνθήκη. Μιλώ για την Ποίηση, αλλά στο μυαλό μου έχω την Τέχνη. Κι ακόμη πιο πέρα. Στην συνείδησή μου η Ποίηση είναι ταυτισμένη με την ποιητική σύλληψη του Κόσμου. Γιατί η Ποίηση δεν είναι λόγια στο χαρτί. Είναι τρόπος ύπαρξης. Ματιάς. Σχέσης. Είναι γνώση. Μια άλλης τάξης διαμεσολάβηση της εμπειρίας. Γεννιέται από το βλέμμα μας. Και μέσα από το βλέμμα μας ξαναγεννάει τον κόσμο. Το πάθος, η έμπνευση, ο έρωτας, ο υπαρξιακός τρόμος, είναι όροι ποιητικοί. Όπως κι αν εκφράζονται, όπου κι αν απευθύνονται. Ο ποιητικός λόγος δεν είναι, δεν μπορεί να είναι μοναχικός. Αφότου κατατεθεί αποτελεί τόπο χωρίς φράχτες. Προσβάσιμο από όποιον έχει ανάγκη να πιει από το νεράκι του –που μπορεί να είναι και νερό που καίει, έτερον εκάτερον. Του ποιήματος μετέχει ο αναγνώστης ισότιμα με τον ποιητή, στον βαθμό φυσικά που ο τελευταίος κατορθώνει να μετουσιώσει το βίωμά του σε παλμό. Και να εισχωρήσει στην φλέβα. Ναι. Η Ποίηση είναι ενέσιμο υλικό. Που ρέει ενδοφλέβια. Που μας κάνει -αν προσφέρουμε τον καρπό μας- αδελφοποιτούς.
Είναι γι’ αυτό που σ’ αυτό το μπλογκ δεν βάζω μόνο δικά μου ποιήματα, αλλά ό,τι με συγκινεί. Ό,τι με τρέφει και με κρατάει ζωντανή. Εγκαινιάζω σήμερα μια καινούρια ετικέτα, με τίτλο «αλιεύοντας», όπου θα φιλοξενώ τον λόγο άγνωστων και όχι καταξιωμένων ποιητών, που ανακαλύπτω είτε στο διαδίκτυο είτε σε έντυπη μορφή. Γιατί η Ποίηση δεν είναι σε καμμία περίπτωση, μικρόψυχη και ιδιοτελής. Όσο περισσότερο κοινωνείται, τόσο περισσότερο μετουσιώνεται σε σάρκα και αίμα του θαύματος που όλοι προσδοκούμε.
Μοναδικό κριτήριο, το διευκρινίζω προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, η δική μου συγκίνηση. Δεν διεκδικώ ούτε στο ελάχιστο ρόλο κριτικού. Θα βάζω απλά, απλούστατα, ό,τι βρίσκει τον τρόπο να μου μεταδώσει την μυστική του ταραχή.
(μια που, ξέχασα να πω, κάθε ποίημα είναι ένα κρυφό ερώτημα που ψάχνει την διατύπωσή του…)
Ελπίζοντας να μεταλάβετε την ανάσα του.
Επειδή η αγωνία είναι ίσως η πρώτη ύλη τού μαζί. Και του ιερού.


Το πρώτο ποίημα αυτής της σειράς είναι του Δημοσθένη Μιχαλακόπουλου (από την σελίδα του ζώνη του Ωρίωνα).


το χέρι

Απέναντι από το κρεβάτι μου
ο Λευκάτας.
η μετέωρη σκέψη μου άσπρος, κάτασπρος βράχος, στη
θάλασσα που πλημμυρίζει το δωμάτιο, και βασανίζεται από τα διαδοχικά
κύματα των φουρτουνιασμένων ωρών. Κι ακούγονται φθόγγοι
ελληνικοί καθώς αφρίζει το πέλαγο.

Τις αυγές
η Σαπφώ βάφει το Ιόνιο με το αίμα της
για να ξημερωθώ
πεσμένος μπρούμυτα στο παγωμένο πάτωμα,

και το απλωμένο χέρι μου, σαν σε προσπάθεια να προλάβει να κλείσει στη
χούφτα του την άμμο απ’ την κλεψύδρα όλων των αιώνων,
έχει
τα σημάδια που του άφησε αυτό που δεν πρόφτασε να κρατήσει.
(το έργο είναι του Duane Keiser)

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

Ποίηση χωρίς εισαγωγικά


Είχα καιρό να νιώσω ζεστά σε τέτοιου είδους εκδήλωση. Συνήθως στις «ποιητικές» βραδιές λείπει ό,τι είναι όρος αναγκαίος και ίσως και ικανός: η ψυχή. Η αλήθεια και το αίσθημα. Οι καλοί αγωγοί δηλαδή για την ροή και κυκλοφορία του ποιητικού λόγου. Το αφιέρωμα στην ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη, που έγινε από τον Δήμο Υμηττού, δεν είχε περιττά φτιασίδια, βαρύγδουπα λογίδρια και έπαρση. Είχε ζέστα ανθρώπων. Έχετε δει εσείς πολλές φορές Αντιδήμαρχο (το όνομα αυτού, όπως το είδα στο πρόγραμμα, Γ. Καραχάλιος) να διακόπτει κάθε τόσο τον λόγο του γιατί δεν μπορεί να ελέγξει τον λυγμό που τον πνίγει; Εγώ όχι. Το ίδιο συνέβη και με την νεαρότατη και γλυκύτατη ποιήτρια Μαριγώ Αλεξοπούλου που μίλησε για την τιμώμενη ποιήτρια, με συγκίνηση που ανάβλυσε από τα μάτια της… Ήταν μια εκδήλωση-αγκαλιά για την ποιήτρια από τους φίλους της, που δέθηκαν μαζί της με τα δεσμά της παιδικής αθωότητας, δεσμά που βαστούν όπως φάνηκε ακόμα. Η φρεσκάδα και η ειλικρίνεια νέων ηθοποιών που διάβασαν ποιήματά της, νέων μουσικών που μελοποίησαν και τραγούδησαν με την συνοδεία πιάνου στίχους της (Θέμης Καραμουρατίδης, Μαρία Παπαγεωργίου και Νατάσσα Μποφίλιου ) και ομοτέχνων της (Μαριγώ Αλεξοπούλου, Βασίλης Ρούβαλης και Γιάννης Ευθυμιάδης) που μίλησαν με αγάπη γι’ αυτήν, συνέθεσαν μια ατμόσφαιρα ποιητική χωρίς εισαγωγικά.
Χάρηκα που πήγα, και μου δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσω μια ποιήτρια απλή και ανεπιτήδευτη, που διαβάζεται από την νεότερη γενιά ποιητών και της οποίας η ποίηση είναι «ταυτόχρονα οχυρό και πολιορκητικός κριός», όπως επεσήμανε ο Β. Ρούβαλης.
Εγώ να πω μόνο ότι η τελευταία της συλλογή «Μ’ ένα στεφάνι φως», με κατέκλυσε σαν ένας παλλόμενος ποιητικός τόπος, που ανοίγεται από κάθε του πόρο προς όλους τους τρόπους της ανάσας. Αναπνέοντας κάθε στιγμή απ’ την αρχή τον εαυτό του, από το κρυφό ως το άπειρο. Γιατί αυτή είναι η ποίηση. Περπατάει στο χώμα, τρίβοντας ταυτόχρονα τη σκόνη του στα δάχτυλά της σαν ευλογημένος άνεμος. Κι έπειτα πάλι ξαναπυκνώνει και ξαναλύνεται… και πάλι… και πάλι…
Εδώ ένα μόνο μικρό δείγμα της γραφής της, που με μεγάλη δυσκολία κατάφερα να ξεδιαλέξω:



Να μη λύνονται ούτε να τελειώνουν ποτέ οι κρυφές διηγήσεις, να γυρίζουν τα πρόσωπα καθαρμένα απ’ τη μνήμη, και το αίσθημα πάντα να κρατεί τα ιστία, όπως πλόες που ήταν να γίνουν, και ενάντια βουλή τους ματαίωσε, ή τα ιστία ανύπαρκτα, πιθανόν και τα σκάφη.

Και οι ήρωες τότε, ολάρμενοι, τα ψηλά των βουνών θ’ ανατέλλουν, απολώντας το έρμα σε κούφιους κρατήρες, αστροπλόοι, δεσμώτες βαριάς νηνεμίας, και ξανά αυτοδύτες που φέγγουν,

Μελετώντας την πτώση, τα’ ακριβά της πετρώματα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Εδώ στον τόπο της σφαγής ξανά, στα ίχνη των πυκνών ερώτων πάλι, κι ας λαχταρούσαν να χαθούν, ταξιδευτές, σε πόλεις και τερπνές υπαίθρους.

Οι καταβάσεις ψέμα, οι διαδρομές, πώς λιγοστέψαν οι διαδρομές, ο αέρας τόσο σπάνιος, η ακινησία, δρόμος κανείς, στα όρη στα βουνά, ούτε φυγή, μονάχα θεία πνιγμονή-

κολυμπητές στης άμμου τα βαθιά, όπως τυφλό, σε αρτηρία τυφλή

ουρλιάζει το αίμα


(το έργο είναι της Μαριέλας Κωνσταντινίδου)

Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

εν πλήρη... επιγνώσει αθώοι

Μεγάλοι πια για πίστη
μικροί για θάνατο

Ταγμένοι από την φλέβα χρυσωρύχοι
μιας άλλης ηδονής
με θέληση τυφλή
κι ωχρή από την ασιτία
ματαιοπονούμε αγάλματα ενός μέλλοντος
νεκρού από χρόνια
και όμως πείσμονες

Εκσφενδονίζουμε σπουργίτια στους αιώνες
με μήνυμα κρυμμένο στα φτεράκια τους
για ποιόν? Δεν ξέρεις
γιατί? Δεν ξέρεις

Στοχεύουμε σε μια κερκόπορτα
ανεστραμμένη όμως
απ’ την μεριά του ονείρου
Με κάθε επιφύλαξη είναι αλήθεια
-τόσα τα λάθη,
τόσοι οι βάρβαροι-

Ούτε νικητές
μα ούτε λιποτάκτες
αρχίζουμε απ’ τα μάτια
να σμιλεύουμε ξανά
τον θάνατο
Δικό μας.


(από "Δέντρα θαλάσσης ανεπλέκονταν..." σκηνή 4η)

Τρίτη 8 Απριλίου 2008

Μάχη σώμα με σώμα

Την Κυριακή βρέθηκα σε μια εκδήλωση στον Δήμο Υμηττού, με θέμα το «έντεχνο» ελληνικό τραγούδι. Συζήτησαν γι’ αυτό η δημοσιογράφος Στέλλα Βλαχογιάννη, συνεργάτης πολλών έγκριτων εντύπων, και παραγωγός της εκπομπής «ιατρείον ασμάτων», στο Δεύτερο, που μου αρέσει να ακούω κάθε Τετάρτη στις 12.00 τη νύχτα, και ο στιχουργός και «ηθικός αυτουργός» της δισκογραφικής και εκδοτικής εταιρείας «Μικρή άρκτος», Παρασκευάς Καρασούλος. Άνθρωποι και οι δύο που έχουν υπηρετήσει επί δεκαετίες χωρίς υποχωρήσεις και παραχωρήσεις το καλό ελληνικό τραγούδι.
Πολλά τα ενδιαφέροντα που ειπώθηκαν, σ’ έναν ελεύθερο, ζωντανό και χαλαρό διάλογο, χωρίς τα συνηθισμένα κλισέ αυτών των εκδηλώσεων.
Οι ομιλητές συνοψίζοντας αρχικά την πορεία του ελληνικού τραγουδιού τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια, επεσήμαναν τα χαρακτηριστικά του, τονίζοντας ότι η Ελλάδα είχε την ευτυχία να ζήσει, στην δεκαετία του ’60, μια πολύ μεγάλη άνθηση του μελοποιημένου ποιητικού λόγου, κάτι που ενίσχυσε ιδιαίτερα την ποιότητά του. Σ’ αυτό ακριβώς το φαινόμενο έχει άλλωστε την ρίζα του το αποκαλούμενο «έντεχνο» τραγούδι, το οποίο ο Π. Καρασούλος όρισε ως το τραγούδι που βασίζεται στον λόγο. Σωστά κατά τη γνώμη μου, γιατί αναγκαστικά ο λόγος συμπαρασύρει την μουσική. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα αναμετρηθεί κάποιος με τον λόγο του Σεφέρη, του Ελύτη, του Καββαδία, του Ρίτσου, με ευτελείς μουσικές φόρμες. Ανέφερε επίσης ότι στην Ευρώπη έχει εκλείψει πια αυτό το είδος. Μόνο στην Ελλάδα και την Πορτογαλία επιβιώνει ακόμη. Υπό καθεστώς διωγμού όμως πια.
Γιατί δυστυχώς αυτή η άνθηση ανακόπηκε με την έλευση της δικτατορίας, για να φτάσουμε σιγά-σιγά στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα, αφού μεθοδευμένα αφοπλίστηκαν και απομονώθηκαν και όσοι αναδείχθηκαν μέσα από την δικτατορία και κατά την μεταπολίτευση, συνεχίζοντας εκείνη την μεγάλη σχολή των Μ. Θεοδωράκη, Μ. Χατζιδάκι κ.λ.π.
Οι ομιλητές γνωρίζοντας εκ των έσω, και δίνοντας την μάχη τους σώμα με σώμα, με τις θηριώδεις πολυεθνικές, αποκάλυψαν πράγματα που εμείς οι… καταναλωτές του πολιτισμού δεν υποψιαζόμαστε. Πώς στήθηκε σιγά-σιγά τις δύο τελευταίες δεκαετίες όλη αυτή η βιομηχανία παραγωγής σκουπιδιών. Πώς πετάχτηκαν έξω από αυτήν μεγέθη όπως ο Μικρούτσικος, ο Σαββόπουλος κ.ά. Πώς ολίγον κατ’ ολίγον παραγκωνίσθηκαν οι δημιουργοί (συνθέτης, στιχουργός) για να δοθεί η θέση τους στον πανταχόθεν φωτοβολημένο μέγα πρωταγωνιστή του πάλκου, τον τραγουδιστή. Πώς φροντίζουν μέσω των ριάλιτυ, των Μ.Μ.Ε κ.λ.π., να ψαρεύουν και αναδεικνύουν αναλώσιμες φωνές των μιας-δυο σαιζόν, για να έχουν τα πάντα και τους πάντες του χεριού τους. Πόσο δύσκολο είναι για έναν νέο δημιουργό ή ερμηνευτή να βρει ανοιχτή πόρτα (όταν π.χ., άκουσον-άκουσον, το να είναι μορφωμένος αποτελεί… μειονέκτημα -ναι, καλά διαβάσατε, αν πάτε να ζητήσετε ακρόαση από μεγάλη δισκογραφική, καλού κακού κρύψτε το πτυχίο, για να μη σας πω να πετάξετε και κανένα «την οδός» για να φέρνετε προς Άντζελα). Πώς η μεγάλη πλειοψηφία των παραγωγών ραδιοφωνικών εκπομπών δουλεύουν με λίστες… προώθησης προϊόντων, και ελάχιστοι είναι αυτοί που παραμένουν ακόμη ανεξάρτητοι -για την τηλεόραση βέβαια δεν συζητάμε καν. Το πώς τέλος όλ’ αυτά γίνονται πια με απόλυτο θράσος. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που είπε ο Π. Καρασούλος, ότι δυσκολεύεται πια να λέει κανείς ότι γράφει ή εκδίδει «έντεχνο» τραγούδι.
«Τι πάει να πει έντεχνο; Δηλαδή τα δικά μας τι είναι… άτεχνα;» είναι η απάντηση. «Ε, ναι λοιπόν, απάντησε η Σ. Βλαχογιάννη, άτεχνα είναι!».
Εμένα δεν μου μένει παρά να προσυπογράψω! Όχι απλώς άτεχνα, θόρυβος που πονάει τ’ αυτιά μας, όπως είχε πει ένας φίλος, είναι.
Προσυπογράφω όμως ακόμη και το σχόλιο που έγινε από το κοινό: Μήπως έχουμε κι εμείς ευθύνη; Γιατί δεν ξέρω καμμία βιομηχανία που να παράγει κάτι που δεν καταναλώνεται.

Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Την γλώσσα μού έδωσαν ελληνική (αντί επιλόγου, προλόγου και... κυρίως θέματος)

Την γλώσσα μού έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια·
και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματακαι Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του 'Υμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του 'Υμνου!

(από το "Άξιόν εστι", Ο.Ελύτης)

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Την γλώσσα μού έδωσαν ελληνική (μέρος 4)

Άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ιδιαίτερης σημειολογίας της ελληνικής γλώσσας είναι η λέξη «ωραίο», που στην νέα ελληνική έχει εκπέσει σε συνώνυμη με το όμορφο. Και εξηγώ αμέσως γιατί λέω «έχει εκπέσει». Ετυμολογική προέλευση του επιθέτου ωραίο, το ουσιαστικό «ώρα». Που σημαίνει πως ωραίο, κατά την αρχική του σημασία, είναι αυτό που συμβαίνει στην ώρα του. Δηλαδή αυτό που λαμβάνει χώρα στην κατάλληλη στιγμή, στο σωστό timing όπως θα έλεγε κάποιος άγγλος φίλος, επιστρατεύοντας ένα απαρέμφατο για να αποδώσει την αντίστοιχη έννοια. Αντίστοιχη, αλλά όχι όμοια. Γιατί το «timing», αν υιοθετήσουμε μια κυριολεκτική μετάφραση, σημαίνει «χρονικότητα». Δηλώνει δηλαδή τελείως ουδέτερα κάτι που έγινε σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (γι’ αυτό άλλωστε μιλάμε για καλό και κακό timing), αλλά δεν παίρνει θέση επ’ αυτού. Αντίθετα η ελληνική λέξη τοποθετείται αξιολογικά ενώπιον αυτής της συνάντησης χρόνου και πράξης, αντικειμενικής συνθήκης και υποκειμενικής επιλογής κατάλληλης, αντίστοιχης με την συνθήκη, δράσης. Και την επιβραβεύει, εκφράζοντας τον θαυμασμό της. Το «ωραίο» λοιπόν δεν είναι ένα απλό συμβάν, αλλά παίρνει μια διάσταση φιλοσοφικής –ηθικής αυτή τη φορά- τάξης και πάλι. Η λέξη «ωραίο» δηλώνει ότι είναι ένα ευτυχές γεγονός, και ταυτόχρονα ένα «δέον γενέσθαι», τοποθετημένο σε περίοπτη θέση στην ιεράρχησή μας, και όχι ένα απλό γεγονός, το να αξιοποιηθεί με τον κατάλληλο τρόπο η συγκυρία. Και αναφωνεί όταν αυτό συμβαίνει: Ωραία! (στην επιρρηματική χρήση της λέξης μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η διάκριση μεταξύ όμορφου-ωραίου επιβιώνει αμυδρά στο συλλογικό μας ασυνείδητο ως τις μέρες μας, παρά την φθορά που έχουν υποστεί οι αρκετά διαφορετικές αρχικές σημασίες τους, έχοντας εκπέσει στην απλή συνωνυμία τους, στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή).


Ο κατάλογος τέτοιων εξαιρετικών φιλοσοφικής τάξης συλλήψεων, που ενσωματώνονται στα γλωσσικά σημεία – λέξεις της ελληνικής, αποτελώντας σκευή τους, είναι πάρα πολύ μακρύς.
Κλείνοντας θυμίζω μόνο σύντομα, μια ακόμη εκπληκτική κατά την γνώμη μου τέτοια σημασιοδότηση: την προέλευση της λέξης «ελευθερία» από το «ελεύσομαι» (= μέλλων του ρ. έρχομαι). Το ίδιο το σημαίνον και πάλι μας υποδεικνύει ότι η ελευθερία είναι πάντα «ερχόμενη». Άρα μια ευχή, επιθυμία, στόχος. Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο και εκ των προτέρων περιγράψιμο, αλλά κάποιος, ο εκάστοτε, πόθος μας. Ένα ποθούμενο μέλλον, το οποίο ίσως δεν κατορθώσει καν να γίνει ένα χειροπιαστό παρόν. Άλλωστε πραγματική και απόλυτη ελευθερία μπορεί να υπάρξει μόνο αν κανείς απαλλαγεί από τα δεσμά της ύλης και της φθοράς. Δηλαδή ποτέ. Είναι όμως αναγκαίος ο πόθος της, γιατί αποτελεί κίνητρο δράσης, κινητήρια δύναμη, προς μια κατεύθυνση συνυφασμένη με την φύση του ανθρώπου. Προς την συνεχή του άνοδο και απαλλαγή από τα όποια δεσμά, προς μια όσο γίνεται μεγαλύτερη προσέγγιση ενός αισθήματος έστω και οιονεί ελευθερίας, δηλαδή υπέρβασης των όρων και των ορίων που οι νόμοι είτε του ανθρώπου είτε της φύσης θέτουν. Και αν μεν τα δεσμά είναι κοινωνικής τάξης (δουλεία, αδικία κ.λ.π.) τον προτρέπει να τα ανατρέψει, αν δε είναι οι απαρέγκλιτοι νόμοι της φύσης (επιβίωση, θάνατος) τον προτρέπει να τα υπερβεί με τα άλλα μέσα που μόνο ο άνθρωπος διαθέτει: έμπνευση, φαντασία, τέχνη, έρωτα. Η μεγάλη αξία της σημασίας που η λέξη κλείνει στην αγκαλιά της, είναι ότι χωρίς την ευλογία της αειφόρου αυτής θεάς, που μας εμφορεί με την διαρκή επιθυμία να πορευόμαστε προς ένα μέλλον -έστω και ανέφικτο-, απαλλαγμένο από κάθε περιορισμό, δρασκελίζοντας όλα τα εμπόδια, ακόμη και αυτά που μας υπερβαίνουν, οι άνθρωποι δεν θα διαφέραμε σε τίποτα από τα άλλα ζώα του πλανήτη. Η νόηση μάς κάνει απλώς ικανότερους στον αγώνα της επιβίωσης, δεν αρκεί όμως για να μας διαφοροποιήσει υπαρκτικά από τους άλλους συγκατοίκους μας επί γης.
Εδώ, όπως και σε όλα τα προηγούμενα παραδείγματα, αλλά και σε πάμπολλα άλλα, η ελληνική γλώσσα μετατρέπεται σε μια πανέξυπνη, γηραιά κυρία, που μας ψιθυρίζει στ’ αυτί με τρυφερό χαμόγελο και ίσως ένα ίχνος θλίψης, μια μεγάλη αλήθεια.
Εναπόκειται σ’ εμάς, που έχουμε την τύχη να είμαστε οι πρώτοι και κατ’ εξοχήν αποδέκτες τής «μυστικής» φωνής της, να ακούσουμε προσεκτικά τα λόγια της, και να γίνουμε σοφότεροι. Που ίσως σημαίνει: ομορφότεροι και ωραιότεροι! (μακάρι και πιο, όλο και πιο,… ελεύθεροι! )

Παρασκευή 4 Απριλίου 2008

Την γλώσσα μού έδωσαν ελληνική (μέρος 3)

Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό που συχνά λέγεται, ότι η ελληνική γλώσσα είναι πιο πλούσια από άλλες, λόγω του μεγάλου της λεξιλογίου. Πιστεύω όμως ότι ο πραγματικός της πλούτος οφείλεται κυρίως σε ένα άλλο, πέραν της υπαρκτής ή όχι υπεροχής της ως προς το πλήθος των λέξεων που την απαρτίζουν, ισχυρό πλεονέκτημα. Στον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές λέξεις φορτίζονται σημασιολογικά. Στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο συνάπτεται το σημαίνον (φωνητικό σύμπλεγμα) με το σημαινόμενο (έννοια).
Η κατ’ αρχήν κοινή σε όλες τις γλώσσες συμβατική σχέση μεταξύ σημαίνοντος-σημαινομένου, η αυθαίρετη δηλαδή σύνδεση ενός φθογγικού συνδυασμού (σημαίνον) με μια σημασία (σημαινόμενο) που συναποτελούν το γλωσσικό σημείο (λέξη), κάμπτεται στην ελληνική, η οποία παρουσιάζει σε πολύ μεγάλη έκταση σε σχέση με τις άλλες γλώσσες μια «σχετική αιτιότητα», που μειώνει αντίστοιχα τον φύσει αυθαίρετο-συμβατικό χαρακτήρα αυτής της σύνδεσης.
Η διαφορά που διαπιστώνουμε αναλύοντας κάθετα, μελετώντας δηλαδή την ιστορική-ετυμολογική μορφή των ελληνικών λέξεων, βασίζεται στο ότι οι ελληνικές λέξεις, λόγω της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας που προαναφέρθηκε, έχουν «εσωτερικεύσει» τις σημασίες που η πορεία τους μέσα στον χρόνο κατέγραψε, και αποτυπώνουν έτσι όχι μόνο την/τις σημασία/ες που φέρουν ως λειτουργικά γλωσσικά σημεία του παρόντος, αλλά και την νοηματική διαχρονία της ελληνικής σκέψης. Ή για να το πω διαφορετικά μέσα στο όστρακο των φθόγγων κάθε λέξης κρύβονται σαν ζωντανός οργανισμός όλα τα νοήματα που κατά καιρούς ενδύθηκαν τη συγκεκριμένη φωνητική μορφή, καθώς και οι συνθέσεις, μεταλλαγές, διαπλοκές, με άλλες έννοιες και σημασίες, αποκαλύπτοντας ένα ολόκληρο πλέγμα νοηματικών αλληλουχιών και συναρτήσεων. Μπορεί κανείς μέσα σε μια και μόνο λέξη και στα παράγωγα ή σύνθετά της, να προσεγγίσει γνωσιολογικής, οντολογικής, ηθικής, δηλαδή φιλοσοφικής τάξης, ζητήματα, όπως έχουν αποτυπωθεί κατά την μακρά πορεία της χρήσης και εξέλιξης της γλώσσας, και συνακόλουθα της ελληνικής σκέψης.
Έτσι, βυθίζοντας το βλέμμα μέσα στην ελληνική λέξη / γλώσσα, βλέπεις συχνά σαν μέσα από υποβρύχιο γυαλί, το βάθος και την έκταση του ελληνικού πνεύματος στην κοινωνική και φιλοσοφική του διάσταση.



Ας χρησιμοποιήσω, για να γίνω πιο κατανοητή, δυο – τρία παραδείγματα, τελείως ενδεικτικά. Αν κάποιος θελήσει ωστόσο να μπει σ’ αυτό το συναρπαστικό «παιχνίδι», θα βρεθεί πολύ συχνά ενώπιον ανάλογων αποκαλυπτικών εκπλήξεων.
Ας δούμε για παράδειγμα τη λέξη «όμορφο».
Το φθογγικό σύμπλεγμα /omorfo/ είναι άραγε τελείως αυθαίρετα συνδεδεμένο με το σημαινόμενό του (έννοια της ομορφιάς), όπως συμβαίνει με την αντίστοιχη λέξη beau της γαλλικής, beauty της αγγλικής κ.λ.π., υπακούει δηλαδή μόνο σε μια σύμβαση που συνάπτει με τρόπο εξωτερικό τους συγκεκριμένους φθόγγους με την συγκεκριμένη σημασία, ή μήπως υπάρχουν εντός του φωνήματος κάποια στοιχεία που το συνδέουν με την σημασία που εκφράζει;
Όπως όλοι γνωρίζουμε το όμορφο είναι παραφθορά της λέξης εύμορφο, η οποία συντίθεται από το μόριο ευ + το ουσιαστικό μορφή. Η ίδια η λέξη-γλωσσικό σημείο επομένως εμπεριέχει την οντολογική διάσταση της έννοιας (ομορφιά) που σημαίνει. Μας επεξηγεί δηλαδή ότι όμορφο για την ελληνική σκέψη, είναι αυτό που έχει καλή μορφή. Και αν τα πράγματα σταματούσαν εδώ, θα είχαμε μεν μια κατ’ αρχήν προσέγγιση της οντολογικής υπόστασης της ομορφιάς, πράγμα ούτως ή άλλως σημαντικό, αλλά θα παρέμενε ως νοηματικό κενό ο ορισμός του «καλή»: ποια είναι η «καλή» μορφή; Μα η λέξη εισχωρεί ακόμη πιο πολύ στο φιλοσοφικό βάθος της «ευμορφίας». Το «ευ» προέρχεται από το ρ. ειμί. Άρα όμορφο είναι αυτό που έχει την μορφή που «είναι». Δηλαδή αυτό που πραγματώνει, που παίρνει την μορφή της ουσίας του, της αλήθειας του. Εκείνο επομένως που κατορθώνει να εξωτερικεύσει, να εκφράσει με την ίδια του την μορφή, αυτό που πραγματικά είναι. Τουτέστιν το αυθεντικό, το γνήσιο, το όχι επιτηδευμένο. Να τι είναι όμορφο! Πρόκειται για μια λέξη-ορισμό που εμπεριέχει και συνθέτει το οντολογικό, γνωσιολογικό και ηθικό ταυτόχρονα υπόβαθρο της κύριας έννοιας της αισθητικής.: Όμορφο είναι, γνωρίζω πως είναι, πρέπει να είναι, εκείνο που ενσωματώνει στην μορφή του, και αποκαλύπτει με αυτήν, τον εαυτό του αυτ-ούσιο (ας θυμηθούμε εν παρόδω, ότι και η ουσία από το ρ. ειμί προέρχεται). Αν σκεφτούμε το πόσο μελάνι έχει χυθεί από τα μεγάλα μυαλά της παγκόσμιας σκέψης για τον ορισμό τής τόσο δυσπρόσιτης φιλοσοφικά έννοιας της ομορφιάς, χωρίς συχνά επιτυχία, θα συνειδητοποιήσουμε την τεράστια αξία τής παραπάνω, σε μια και μόνο λέξη συμπυκνωμένης σκέψης.
Αν μάλιστα σ’ αυτήν συναρτήσουμε και την αριστοτελική «εντελέχεια» (>εν + τέλος = σκοπός + έχειν), ως συνέχεια της πρωτογενούς αυτής σημασιοδότησης, το οδοιπορικό μας στην ελληνική ονοματοθεσία αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον και φιλοσοφικό εύρος.
Επεκτείνοντας το εννοιολογικό δίχτυ που υποβαστάζει την ελληνική γλώσσα σε όλη της την έκταση, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε την πολύ στενή σχέση μεταξύ κάλλους και καλού, διαπιστώνοντας, σ’ ένα όλο και διευρυνόμενο έδαφος, την άρρηκτη σχέση μεταξύ αισθητικής και ηθικής, που διατρέχει το ελληνικό πνεύμα, ή ενδιαφέροντα πλέγματα λέξεων που υποδηλώνουν ανάλογες εσωτερικές συναρτήσεις και νοηματικές συνεπαγωγές, όπως π.χ. αρετή, άριστος, αρμός, άρμα, αριθμός, αρμονία, κ.λ.π. που έλκουν όλες την προέλευσή τους άμεσα ή έμμεσα από το ρήμα «αραρίσκω» ( = συνάπτω, ενώνω, αρμόζω).


(συνεχίζεται...)

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

Την γλώσσα μού έδωσαν ελληνική (μέρος 2)


Αν και το σημείωμα αυτό δεν προβάλλει αξιώσεις επιστημονικής προσέγγισης, είναι απαραίτητο να λεχθούν εισαγωγικά και εν συντομία κάποια βασικά ιστορικά στοιχεία που προκύπτουν από την Ιστορικοσυγκριτική Γλωσσολογία και προϋποτίθενται για να κατανοηθούν καλύτερα όσα θα ακολουθήσουν (εννοείται ότι παραθέτω τις θεμελιωμένες σε αποδείξεις θεωρίες ή τις κρατούσες απόψεις, και όχι τις τυχόν νέες και υπό συζήτηση ακόμη θέσεις).

Ως γνωστόν η ελληνική γλώσσα ανήκει στην μεγάλη οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Από αυτή την οικογένεια κατάγονται επίσης η λατινική και η γερμανική. Περιορίζομαι μόνο σ’ αυτές τις πρωτογενείς γλώσσες, από τις οποίες προήλθαν οι περισσότερες και σημαντικότερες γλώσσες της κυρίως Ευρώπης, γιατί ούτε ο χώρος επιτρέπει, ούτε ο σκοπός αυτού του κειμένου απαιτεί την αναλυτική παρουσίαση όλων την ευρωπαϊκών γλωσσών.

Από τις τρεις αυτές μεγάλες μητέρες των σημερινών ευρωπαϊκών γλωσσών, η Ελληνική έχει αποδεδειγμένη ηλικία 4000 ετών, δεδομένου ότι τα πιο παλιά ευρήματα χρονολογούνται από το 2000 π.Χ.

Τα αντίστοιχα ιστορικά στοιχεία μάς πηγαίνουν για την Λατινική στον 3ο π.Χ. αι. Από την Λατινική προήλθαν οι λεγόμενες «ρομανικές» γλώσσες, δηλαδή η σύγχρονη ιταλική, η γαλλική, η ισπανική, η πορτογαλική και άλλες.
Οι λατινογενείς γλώσσες εμφανίστηκαν περί τον 7ο-8ο μ.Χ. αι., παίρνοντας τη θέση της λατινικής, η οποία εξαφανίζεται, ή, αν θέλετε, επιζεί ως κυτταρική μόνο μνήμη μέσα στις θυγατέρες της, όχι όμως μετεξελισσόμενη η ίδια σε ό,τι είναι σήμερα η ιταλική ή η γαλλική για παράδειγμα γλώσσα.

Η Γερμανική εμφανίζεται με τρεις επιμέρους μορφές: την γοτθική που έζησε από τον 6ο έως τον 16ο μ.Χ. αι., την βόρεια γερμανική που είναι οι σκανδιναβικές γλώσσες, με παλιότερα μνημεία κατά τον 9ο μ.Χ. αι., και την δυτική γερμανική, της οποίας οι σημαντικότερες «κόρες» που επιζούν μέχρι τις μέρες μας, είναι η Ολλανδική, η (κυρίως) γερμανική, που πρωτομιλιέται τον 7ο μ.Χ. αι., και η αγγλική, η οποία εμφανίζεται τον 4ο μ.Χ. αι.
Η αγγλική, αν και όχι κατ’ αρχήν λατινογενής, δέχτηκε πολύ ισχυρές επιρροές από την γαλλική, μέσω των Νορμανδών, λαού σκανδιναβικής καταγωγής, αλλά γλωσσικά εκγαλλισμένου, με αποτέλεσμα το μισό περίπου λεξιλόγιό της να προέρχεται από την γαλλική, και μ’ αυτόν τον τρόπο να συγγενεύει τελικά μαζί της σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Σ’ αυτά ακριβώς τα ιστορικά στοιχεία βρίσκεται πιστεύω η ρίζα και η εξήγηση της διαφοροποίησης της ελληνικής γλώσσας από τις άλλες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες που παρήγαγαν αξιόλογο πολιτισμό.
Στο ότι δηλαδή αφ’ ενός μεν είναι πρωτογενής γλώσσα, και μάλιστα η πιο «υπερήλικη» από τις άλλες δύο ομόλογές της, αφ’ ετέρου δε στο ότι η ιστορική συγκυρία τής επέτρεψε να έχει μια διαδρομή στον χρόνο, που δεν διακόπηκε από βίαιους ή ειρηνικούς θανάτους, διασπάσεις, αλλοιώσεις κ.λ.π., όπως έγινε με τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Μια πορεία αυτόνομη, διαρκή και σχετικά ομαλή, με συνεχείς φυσικά μετατροπές και προσαρμογές στις ανάγκες των καιρών, διατηρώντας ωστόσο τον κύριο κορμό της αναλλοίωτο και εξελισσόμενη αφ’ εαυτής, από το 2000 π.Χ. ως τις μέρες μας, κουβαλώντας μαζί της, καταγεγραμμένη στο σώμα της, όλη αυτή την μακραίωνη πορεία και ζωή της.
«Η έννοια της συνέχειας στην ελληνική γλώσσα δεν αποτελεί ευσεβή πόθο ή κούφιο ηχηρό σύνθημα, αλλά ζωντανή πραγματικότητα…» λέει ο Γ. Μπαμπινιώτης.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε τι γράφει σχετικά ο Γερμανός ιστορικοσυγκριτικός γλωσσολόγος H. Steinthal: «Η νέα ελληνική γλώσσα είναι από τα πιο θαυμαστά πράγματα στην ιστορία των γλωσσών. Όχι μόνο προς τις ρομανικές γλώσσες, που προήλθαν από την Λατινική, δεν επιτρέπεται να την συγκρίνουμε, αλλά ούτε προς την νέα Γερμανική, διότι η σχέση της προς την αρχαία Ελληνική διαφέρει από την σχέση της νέας Γερμανικής προς την παλιότερη… Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως η νέα Ελληνική συνδέεται με την αρχαία πολύ στενότερα απ’ όσο η σύγχρονη Γερμανική προς την Γερμανική του Καρόλου του μεγάλου…»

(τα αποσπάσματα είναι από την «Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας» του Γ. Μπαμπινιώτη)
(συνεχίζεται...)

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

Την γλώσσα μού έδωσαν ελληνική (μέρος 1)

Ενώ αναρωτιόμουν για το κατά πόσον προσφέρεται ένας χώρος όπως είναι το μπλογκ, για να αναρτήσω κάποιες σκέψεις για την «γλώσσα-πατρίδα», στην οποία είχε αναφερθεί και ο Θερσίτης πριν λίγο καιρό, και τις οποίες είχα υποσχεθεί σε συζήτηση που άνοιξε με αφορμή προηγούμενή μου ανάρτηση, διάβασα το ποστ της Χίμαιρας (aurora borealis) για τα greeklish, και ενθουσιάστηκα. Η αντίδραση μιας κοπέλας 16 ετών σε αυτή την βάναυση εκφορά του γραπτού μας λόγου είναι εντυπωσιακή, γιατί δεν στηρίζεται στην αναλυτική επιστημονική γνώση ή στον αποδεικτικό στοχασμό, αλλά πηγάζει από ένα υγιές «πολιτισμικό ένστικτο» -αν μου επιτρέπεται ο όρος- που καθώς φαίνεται δεν έχουν χάσει οι νέοι άνθρωποι, κι ας βομβαρδίζονται καθημερινά από τα υποπροϊόντα της σύγχρονης μαζικής «κουλτούρας» και από την γενικευμένη αισθητική και ηθική χυδαιότητα.
Η αντίδραση αυτή της Χίμαιρας, την οποία πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να πω ότι επικροτώ, και φυσικά υιοθετώ ως προς το περιεχόμενο και για το δικό μου μπλογκ, με βοήθησε να ξεπεράσω τις επιφυλάξεις μου για το αναπόφευκτα μακροσκελές του κειμένου που θα ακολουθήσει, και να σταθώ στο πλευρό εκείνων, και ιδιαίτερα των νέων, που ανησυχούν και σκέφτονται, ενισχύοντας τον σχετικό προβληματισμό με κάποια επιπλέον επιχειρήματα πάνω στο θέμα της γλώσσας.

Σε προηγούμενη ανάρτηση ( με τίτλο «η ποιητική πολυσημία των λέξεων της ελληνικής» ) είχα αναφερθεί τελείως επιγραμματικά –δίνοντας κατά βάση τον λόγο στον μεγάλο έλληνα στοχαστή Κ. Καστοριάδη και σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κατά την γνώμη μου κείμενό του, στο οποίο και πάλι παραπέμπω-, στην πολυσημία των λέξεων της γλώσσας μας. Με αυτήν την «σπονδυλωτή» –λόγω της ιδιαιτερότητας του χώρου- ανάρτηση, θα επιχειρήσω μια περισσότερο διεξοδική, αν και όχι εξαντλητική, γιατί το ζήτημα είναι τεράστιο, προσέγγιση της ιδιαιτερότητας που χαρακτηρίζει τη σημασιοδότηση της ελληνικής γλώσσας.

Επειδή όμως συνήθως όταν οι Έλληνες μιλούν για τον ελληνικό πολιτισμό σε σχέση με άλλους πολιτισμούς, εμφορούνται από αισθήματα είτε αλαζονικά είτε συμπλεγματικά, σε κάθε περίπτωση δηλαδή αισθήματα ακραία και άδικα, θέλοντας να μιλήσω για την ελληνική γλώσσα, πρέπει κατ’ αρχήν να δηλώσω, ότι ο τρόπος που στέκομαι απέναντι στο ελληνικό γλωσσικό φαινόμενο, είναι αυτός του θαυμασμού και σεβασμού απέναντι σε ο,τιδήποτε σημαντικό έχει δημιουργήσει το ανθρώπινο πνεύμα, όποιας καταγωγής και προέλευσης. Θεωρώ τον οποιονδήποτε εθνικισμό απλώς φτώχια ψυχής και σκέψης. Δεν ντρέπομαι ωστόσο να πω ότι στην εκτίμηση και απόλαυση της ελληνικής πνευματικής παραγωγής, προστίθενται η φυσική αγάπη για ό,τι τρέχει μέσα στις ίδιες μου τις φλέβες –και ο πολιτισμός μας, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε το ξέρουμε είτε όχι, τρέχει στις φλέβες μας-, καθώς και το αίσθημα ευθύνης για την διαφύλαξη και περαιτέρω καλλιέργεια των θησαυρών που μας έχουν παραδοθεί.
Έναν τέτοιο θησαυρό θεωρώ την γλώσσα μας, που βέβαια, όπως καλά γνωρίζουμε, πολλοί μεγάλοι δημιουργοί και διανοητές, έλληνες και ξένοι, έχουν τιμήσει. Αν υπάρχει ένας ιδιαίτερος λόγος για τον οποίο αισθάνομαι ότι πρέπει στις μέρες μας να ξανασκεφτούμε και να επανεκτιμήσουμε την αξία της ελληνικής γλώσσας είναι το ότι σήμερα το γλωσσικό μας σύμπαν κλυδωνίζεται περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλες εποχές, γιατί πλήττεται ισχυρά από νέους παράγοντες και ύπουλους εχθρούς. Δεν μου αρέσει η κινδυνολογία, αλλά δεν μπορώ να μην επισημάνω την ραγδαία επέκταση και επικυριαρχία της αγγλικής γλώσσας σε όλες ανεξαίρετα τις εθνικές γλώσσες του δυτικού τουλάχιστον κόσμου, μέσω κυρίως του Δούρειου Ίππου της τεχνολογίας. Πιστεύω ότι η ελληνική γλώσσα αποτελούσε επί χιλιετίες τα τείχη του ελληνικού πολιτισμού και σήμερα κινδυνεύει να αλωθεί εκ των έσω. Δεδομένης μάλιστα της παγκοσμιοποίησης όχι μόνο των οικονομικών συναλλαγών, αλλά και των κοινωνικών, ιδεολογικών, πνευματικών κ.λ.π. ανταλλαγών, η δυνατότητα ανεξέλεγκτης εισροής ιδεών, συμπεριφορών και εν γένει πολιτισμικών στοιχείων από κάθε σημείο του πλανήτη είναι προφανής.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι αντιτίθεμαι είτε στην τεχνολογία που διανοίγει τεράστιους ορίζοντες στην επικοινωνία και στην γνώση, είτε στην οικουμενικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας, σκέψης και δημιουργίας, που μπορεί να οδηγήσει σε πολύ ενδιαφέρουσες γονιμοποιήσεις. Κάθε άλλο. Λέω μόνο ότι ειδικά στις παρούσες και μέλλουσες νέες συνθήκες θα πρέπει να είμαστε, όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά όλοι οι λαοί και οι πολιτισμοί, σε εγρήγορση και επαγρύπνηση για να μη χαθούν μέσα στην θύελλα των εξελίξεων πολύτιμα πολιτισμικά αγαθά, που η μέχρι τώρα πιο αργή και πιο ελεγχόμενη διαδρομή της ανθρωπότητας διέσωσε, ένα από τα οποία θεωρώ και την ελληνική γλώσσα.

(συνεχίζεται...)