"Ποιητικά μόνον οικεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος τη γης ετούτη" Martin Heidegger

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Μετράω πλάγια


Περνούσαν τα έτη σαν βουνά
Αργά παρήλαυναν εμπρός μας
Κι εμείς θυμάμαι τα κοιτούσαμε
Χειροκροτώντας τις πρωτοχρονιές
Με θαυμασμό ή ίσως από φόβο
Όμως εκείνα αδιαφορούσαν
Με το δίκιο τους
Γιατί αυτά ήταν τα έτη
Κι εμείς οι άνθρωποι

(από Ξηρά τροφή)

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Μετράω ανάποδα




Σπιθαμή προς σπιθαμή
τις νύχτες σκάβοντας
κατάκοπη σκαπάνη
ένα κομμάτι πάπυρο
διέσωσα αμετάφραστο
και λίγη σκόνη…



(απόσπασμα από εδώ )

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Causa

Για τέσσερις ανθρώπους συνταιριάζω αυτές τις λέξεις,
Κάποιοι άλλοι ίσως τυχαία τις ακούσουν,
Ω κόσμε, πόσο θλίβομαι για σένα,
Που αυτούς τους τέσσερις ανθρώπους δε γνωρίζεις.

Έζρα Πάουντ, Lustra, μετ. Τάκης Μενδράκος

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Dragoste σε κόκκινο κομμένο.

(Karol Marine)

Στη Βιολέτα

Είδες λοιπόν πώς έγινε; Εκεί, στις άγριες βαλανιδιές, που αδημονούσες πώς και πώς να σκαρφαλώσεις, άρχισαν όλα. Εκεί ακόνισες τα δοντάκια σου –ένας λυπημένος σκίουρος με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια- γιατί το γάλα λιγοστό. Τον θυμάσαι δεν τον θυμάσαι το μαστό της μάννας σου καθώς άστραφτε, και τέτοιο λευκό δεν ξαναβρήκες. Ήταν όμως η σκυφτή αγάπη της γιαγιάς σου που σου έμαθε την καμπύλη. Κι η πλεξούδα σου κρατάει ακόμη μνήμη. Βλέπω τα κλαδιά και τα τρεχάματα πλεγμένα σφιχτά να μην τα χάσεις, καθώς τινάζεις ατίθασα το κεφάλι. Σαν το πουλάρι δεμένο απ’ το σχοινί, που είχατε στην αυλή. Πόσες φορές βρέθηκες στη θέση του. Μετά. Πρώτα στο ίδρυμα, που ήταν έξω ο ουρανός, και μέσα το σκάψιμο. Κι αν δεν σήκωνες το κεφάλι να κοιτάξεις έστω, ήταν γιατί είχες μάθει την καμπύλη της προσήλωσης στο κρυφό κόκκινο. Από τότε. Που διδάχτηκες το μανιχαϊσμό και το ζάρι (μαύρο – κόκκινο) από πρώτο χέρι. Έπειτα παντρεύτηκες. Με τις ευλογίες του Τσαουσέσκου και τη φτώχια προσκέφαλο. Έκανες το παιδί σου, και ήρθε η ώρα να διπλωθείς στον κύκλο σου. Έκοψες με τα δόντια τον ομφάλιο λώρο του, όπως είχες κόψει τότε τον δικό σου. Γιατί η ζωή πρέπει να ζήσει. Δυο πόνοι. Δυο δαγκωνιές η μια πάνω στην άλλη. Σε οδήγησαν στο κέντρο του αίματος. Το είδες ν’ αναβλύζει καυτό απ’ την κοιλιά σου. Έκτοτε όλα ήταν δυνατά. Είχαν το πλάτος των χεριών σου. Η ξενιτιά, η μοναξιά, ο επιούσιος. Σημαία πάντα στο κατάρτι τα ολόμαυρα μαλλιά σου. Πλεγμένα ή ξέπλεκα ανάλογα τον άνεμο. Μα εκείνο το σκοινί παραφυλάει. Κρέμεται απ’ το πόδι σου κομμένο. Kαι σκάλωσε σ’ αυτόν τον ξένο άντρα. Απ’ την Περσία μαγικό χαλί ονειρεύτηκες μια νύχτα τον πατέρα σου, που κάθε χρόνο ξεχνάει τα γενέθλιά σου. Κι ανέβηκες στο παραμύθι. Δεμένη πάλι τώρα από το πόδι στριφογυρίζεις στη μικρή αυλή κλωτσώντας, κι η χαίτη σου αστράφτει μαύρο. Το ξέρω. Πάλι με δαγκωνιές θα κόψεις το σχοινί. Πάλι θα βουτηχτείς στο κόκκινο. Μα τούτη τη φορά δεν θα πονέσεις. Γιατί έχεις δέσει κάβο το γέλιο της κορούλας σου, που τη φωνάζεις με πείσμα Εσμεράλδα, για ν’ ακούει αγάπη (ή πιο ψιθυριστά στον ύπνο: dragoste).

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Μυγοπαγίδα της Αφροδίτης


Είδα την παράσταση “Venus flytrap”, που ξαναπαίζεται αυτόν τον καιρό –πρωτανέβηκε το καλοκαίρι- από τον Θεατρικό Όμιλο Σχεδία, στο Γκάζι. Η παράσταση δανείζεται τον βασικό μύθο από το έργο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τένεσσυ Ουίλιαμς, αλλά τον «μεταγλωττίζει» μέσα από τους σκληρούς ή σπαρακτικούς διαλόγους και μονολόγους των ηρώων. Επικεντρώνοντας στο καταλυτικό πρόσωπο της Κάθριν, και στη σχέση θύτη-θύματος μέσα στο ψυχιατρείο όπου έχει οδηγηθεί για να «θεραπευτεί», επεκτείνεται σε όλες τις σχέσεις εξουσίας, αλληλοεξόντωσης και αυτοκαταστροφής, που αναπτύσσονται μεταξύ των προσώπων εντός ή εκτός των τειχών.

Ο λόγος στα όρια της ποίησης, εξαιρετικά δυνατός και με πολλές αναγνώσεις, βαδίζει συνεχώς στην άκρη του γκρεμού -ή ίσως και στα βάθη του- γιατί κανείς δεν έχει τίποτα πια να χάσει ή να κερδίσει. Και φτάνει στο λυσιμελές όριο του ανθρώπου. Στο απάνθρωπο. Οι ήρωες τελούν υπό διαρκή τρόμο (σωματικό και ψυχικό), εγκλωβισμένοι στην παγίδα της ταυτόχρονης δύναμης και αδυναμίας τους. Νομίζω ότι ο τίτλος –«μυγοπαγίδα της Αφροδίτης»- συνοψίζει την προβληματική του έργου.

Είναι μια παράσταση που σε αρπάζει απ’ το στομάχι, και δεν σ’ αφήνει ούτε μια στιγμή να της ξεφύγεις. Εκτός από το κείμενο, εξαιρετικές είναι και οι ερμηνείες. Οι μονόλογοι της Κάθριν, της αδελφής Ευτυχίας και του Σεμπάστιαν κυριολεκτικά αδυσώπητοι. Το σκηνικό, λιτό και λειτουργικό, όπως το συνηθίζει η «Σχεδία», δεν κλέβει την παράσταση, την υπηρετεί μόνο δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Η σκηνή έναρξης στο δρόμο και η μετατροπή ενός ημιυπαίθριου γκαράζ σε θέατρο που λειτουργεί με ανοιχτές πόρτες και με ελεύθερη είσοδο και έξοδο του κοινού, κάνει τον θεατή χωρίς να το καταλαβαίνει μέτοχο της δράσης, και παίζει με τη σχέση εσωτερικού-εξωτερικού, εντείνοντας υποσυνείδητα το ερώτημα του εγκλεισμού. Ο πιανίστας–συνθέτης, που παίζει ζωντανά στη σκηνή, συντελεί στο να νιώθεις ότι παρευρίσκεσαι σε μια αυτοσχέδια εξομολογητική έκρηξη απελπισίας.

Συνολικά μια παράσταση που δεν διστάζει να πειραματιστεί με «ανοίκεια» μέσα σε όλα τα επίπεδα, και να επιτύχει, χωρίς λεφτά, «κονέ» και επιχορηγήσεις, με μοναδικά όπλα το πάθος, το ταλέντο -ίσως και την ίδια την απόγνωση- όλων των συντελεστών ένα αποτέλεσμα που κερδίζει το στοίχημα.
Το έργο δεν είναι εύκολο, δεν είναι εύπεπτο. Είναι έργο Τέχνης.
Αξίζει να το δείτε.
Παίζεται σήμερα, και θα παιχτεί για τρεις μόνο ακόμη παραστάσεις: 17,18,19/12/2009, Βουτάδων 36, (στάση μετρό Κεραμεικός), ώρα 10:00μ.μ., είσοδος ελεύθερη. Πληροφορίες στο τηλέφωνο: 210 3477448 /

ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Κείμενο: Τζίνα Αποστολοπούλου - Βασίλης Κανελλόπουλος
Σκηνοθεσία: Βασίλης Κανελλόπουλος
Σκηνικά – Κοστούμια: Οδυσσέας Καψάλως
Μουσική: Rodrigo Melo
Παίζουν οι: Μαρίνα Νατιώτη, Κώστας Γεραντώνης, Τζίνα Αποστολοπούλου, Χαίκ Καζαρτζιάν, Όλγα Τσίρκα, Μαργαρίτα Παππά, Κατερίνα Βασιλάκη, Rodrigo Melo, Κωνσταντίνα Σαράντη, Εύα Μπόγρη.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ
Διαβάστε περισσότερα:

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009


Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

Σκέφτομαι και γράφω



Κατά τον πόλεμό του ο καθείς
Φτιάχνει το μνήμα του

------------------

Αρκετά κυνηγήσαμε ανεμόμυλους.
Ήρθε ο καιρός
να πολεμήσουμε ανέμους.

------------------

Οι άνθρωποι κάνουν παιδιά,
για να δανείζονται τα όνειρά τους,
όταν τελειώνουν τα δικά τους.

-ενίοτε τα κλέβουν κιόλας.

------------------

Καντιανός σύνθετος συνθετικός συλλογισμός

Ένα θέλω είναι πάντα μια αλήθεια.
Ένα ψέμα είναι πάντα ένα θέλω.
Άρα
Ένα ψέμα είναι πάντα μια αλήθεια.

------------------

Στην τέχνη όπως και στο έγκλημα
το αποτέλεσμα μετράει, όχι η επιθυμία.

------------------

Συνήθως οι άνθρωποι δεν διακρίνουν τη βλακεία από την αρετή.
Κι αυτό είναι μεγάλο λάθος.
Ενώ αντίθετα διακρίνουν την αρετή από την ομορφιά.
Κι αυτό είναι επίσης μεγάλο λάθος.

-γενικώς οι άνθρωποι κάνουν μεγάλα λάθη.

-------------------

Στην Μήδεια με αγάπη

Όταν το πάθος υπερβαίνει το ένστικτο
Ο άνθρωπος υπερβαίνει το ζώο.


(από Quinta essentia)

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Ζυγιάσου

Μ’ εφτάψυχες πληγές μη παραβγείς. Θα σε σαπίσουν.

Σ’ ετοιμοθάνατο σκυλί δώσε νερό
με οδοιπόρο πιες κρασί τη μάννα του να συγχωρέσεις
χωρίς ελπίδα χορτασμού μ’ αίμα μουριάς πλύνε τα χέρια
Έπειτα γύρισε στον ίδιο τόπο που σ’ αρνήθηκε
να ορκιστείς το όχι

Τρεις εκκλησιές προσκύνησες
κι οι τρεις σου πέταξαν τον οβολό στα μούτρα
μη περιμένεις αρετή
παίξ’ το μονά-ζυγά δικά σου
έτσι κι αλλιώς
η ιστορία σβήνει, δεν γράφει πια τραγούδια
χάσου
στα πανηγύρια της γυφτιάς
μικρός τελάλης άστρων
ο ουρανός θα σε γνωρίσει

Δεν χόρτασε η λύπη μου ζητάει
και δεν χωράει μοιρασιά
τόσα εσύ τόσα ο θάνατος
τ’ όνειρο που χτυπήθηκε στην άσφαλτο
μη ζητάς
να ταριχεύσεις
ημέρεψε την προσευχή
γύρνα το πρόσωπο
δεν έχει η λύπη μπέσα
Άγια Μαρίνα φύλαγε –αυτό μονάχα-
ένα σπιτάκι ξύλινο
και μια ευχούλα χόρτο

Πάνω στη θάλασσα
τα χελιδόνια γράφουν σύνθημα
πώς να διαβάσω;
τα βλέφαρά μου πεταλούδες
πολύχρωμες χρυσές
και μια μικρούλα θλίψη μπλε
να παίζει όλο τριγύρω

Ζυγιάσου
το ένα χέρι πάνω απ’ τη γιορτή
το άλλο πάνω απ’ το βόμβο των δακρύων
πίσω το παραμύθι ανέγγιχτο από τ’ άδικο
εμπρός του γιασεμιού η σιγή ανεβαίνει
Ακολούθησε
μη βλέπεις κάτω
το πλακόστρωτο γεμάτο ανθρώπους
κοιτάζουν τα παπούτσια τους προσηλωμένοι
τα πόδια τους κρατούν σφιχτά δεμένα στο κορμί τους
μη ξαφνικά αποστατήσουν
από μια έκρηξη ντροπής
Συνέχισε
ο ίλιγγος δεν σου ταιριάζει
ούτε η μετάνοια
η Παναγία δεν ξεχνάει ποτέ
κρατά λογαριασμό
θυσία – ικεσία
θυσία – ικεσία
Πέτα το βάρος
η ευωδία δικαιώνει

Ζυγιάσου
πάνω στ’ αόρατο σχοινί
όρθια γλυκάνησος
παιδιά της επαρχίας
τον ήλιο παίζουν τόμπολα
γλιστράνε στο μαχαίρι
Τάξου

στη λαμπερή στιγμή
-ποιος είπε πως πάτησαν το φεγγάρι;
το φέγγος δεν πατιέται-
Γράψε
αγριοστάφυλο πάνω στη θάλασσα
και φύγε χελιδόνι.

Φύγε!

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

ο ελάχιστος κήπος

Από τη στήλη "αλιεύοντας", που έχει μείνει καιρό σιωπηλή, έχω σήμερα να σας συστήσω μια ποιήτρια που με χαρά ανακάλυψα. Η Γιάννα Μπούκοβα, γεννημένη στη Βουλγαρία και εγκατεστημένη στην Ελλάδα, έχει έναν λόγο σαν νυστέρι. Ευθύβολο και κοφτερό, που πιάνει βάθος. Στην Ελλάδα έχει εκδοθεί η ποιητική της συλλογή "Ο ελάχιστος κήπος", από τις εκδόσεις Ίκαρος. Χαρείτε δύο ποιήματά της, σαν δείγμα γραφής, και αναζητείστε τα υπόλοιπα. Πιστεύω πως αξίζει τον κόπο.


Ο ποιητής ολόκληρος στα λευκά

Ένα πρωί ο ποιητής φόρεσε το άσπρο του σακάκι, έβαλε το άσπρο
του καπέλο, έσφιξε τα λουριά στα δύο άσπρα σκυλιά του και βγήκε
στο δρόμο. Και στο περίπτερο, ενώ έπαιρνε τα ρέστα απ΄τα τσιγάρα
ξαφνικά – σ΄ αγαπώ, είπε. Κάτι που πείραξε πολύ εκείνον που
πουλούσε τα τσιγάρα. Του έθιξε την ανδρική του τιμή, την εθνική
του υπόληψη και όλο του το σόι γενεές δεκατέσσερις. Κι ό,τι ήταν
έτοιμος να πεταχτεί επάνω για να βάλει τα πράγματα στη θέση
τους, είδε τον ποιητή να προσπερνάει, με ανθηρή διάθεση, γοητεύοντας
άστοχα όλα τα έντομα, αφήνοντας ξοπίσω του ένα ακανόνιστο
αυλάκι γεμάτο αίματα και τελικές προτάσεις.


Τραφαλγκάρ

Το δέρμα μου μαύρη ήπειρος
Όλο το βράδυ μάζευα τα παιχνίδια μου
τον μικρό πέτρινο παλιάτσο
που ανατριχιάζει τις σκιές
τον γαλάζιο τίγρη με το ρόδο καρφωμένο
στην καρδιά
και το αεροπλάνο που δεν πέταξε ποτέε
πάνω απ’ τον ισημερινό της σιωπής

Κι αφού μιλάω για την παιδική μου ηλικία
ας μην ξεχάσω τον κισσό που ροκάνιζε τη νύχτα τον τοίχο
και γλιστρούσε μέσα στο κρεβάτι μου

Και μια απαλή κόκκινη αυλαία
στο τέλος της πρώτης πράξης

«Σαραγόσα» – έλεγα
όπως θά ‘λεγε κανείς «Στο διάολο»
ή κάποιος άλλος «Άνοιξε, Σουσάμι»
«Καρχηδόνα» –έλεγα – «Τραφαλγκάρ»

Αλλά δεν είχα πια άλλους χάρτες
άλλα χαρτιά δεν είχα στο μανίκι μου
Έβλεπα από πάνω μου σκυμμένο το φεγγάρι
Για αίμα διψούσε και θεάματα

Σίγουρα

σίγουρα υπάρχει εξήγηση
όταν μεγαλώσω


Δείτε και:

http://www.poema.gr/poem.php?id=144&pid=19

http://www.poiein.gr/index.php?s=%CC%F0%EF%F5%EA%EF%E2%E1&submit=%CF%CA

http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/naenamilo/2/18.html

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

καλά-κακά. Διαλέξτε.

Πήγα εχθές στο πρώτο Poetry slam που διοργανώνεται στην Ελλάδα. Τι είναι το Poetry slam; Ένας ποιητικός διαγωνισμός όπου οι ποιητές που συμμετέχουν παρουσιάζουν ζωντανά στη σκηνή με θεατρικό τρόπο κάποιο κείμενό τους. Όταν το έμαθα ενθουσιάστηκα, γιατί από καιρό γυρίζει στο μυαλό μου αυτή η ιδέα της ποιητικής performance, την οποία βρίσκω ιδιαίτερα γοητευτική. Φευ! Τι απογοήτευση! Αυτό που παρακολούθησα δεν ήταν ούτε ποίηση, ούτε θέατρο. Ήταν η ακατάσχετη λογοδιάρροια κάποιων ανθρώπων, που πηγαινοέρχονταν ή στέκονταν στη σκηνή, χωρίς ίχνος θεατρικότητας, ακόμα κι όταν απλώς απήγγειλαν το κομμάτι τους. Ήταν ένας Άγιος Παντελεήμονας ατάλαντων. Τραγικό. Δεν καταλαβαίνω πώς καταφέρνουμε στην Ελλάδα και εξευτελίζουμε κάθε καλή ιδέα. Νομίζω πως φταίει το θράσος μας. Κάποιος που υποτίθεται πως γράφει ποίηση, δεν μπορεί να μην έχει ποτέ του διαβάσει ποίηση. Και κάποιος που υποτίθεται πως παίζει θέατρο, δεν μπορεί να μην έχει δει ποτέ του θέατρο. Αν έχεις διαβάσει ποίηση και έχεις δει θέατρο, δεν είναι δυνατόν να μη καταλαβαίνεις ότι αυτό που κάνεις δεν έχει καμμία σχέση μαζί τους. Ποιος απίστευτος λοιπόν εγωισμός σε οδηγεί στο να ταλαιπωρήσεις 50-100 ανθρώπους που άφησαν το ωραίο τους σπιτάκι, τις δουλειές τους, τις ασχολίες τους, που έχασαν ένα πολύτιμο απόγευμα από τη ζωή τους, για να έρθουν να παρακολουθήσουν Ποίηση και Θέατρο και αντ’ αυτού υπέστησαν ψυχικό και υπαρξιακό κλονισμό; Δεν το καταλαβαίνω. Ειλικρινά μια τέτοια έλλειψη σεβασμού στον άλλον, αλλά και στις τέχνες, που υποτίθεται ότι αγαπάς, με υπερβαίνει. Πιστεύω όμως ότι γι’ αυτά τα φαινόμενα έχουμε ευθύνη κι εμείς, το κοινό, που στο όνομα μιας ψευτοδημοκρατίας και μιας ψευτοευγένειας, αντί να ρίχνουμε ντομάτες και γιουχαίσματα σ’ αυτούς τους θρασείς, τους χειροκροτούμε «πολιτισμένα». Φυσικά μέσα στον αχταρμά υπήρχαν και μια δυο συμπαθείς περιπτώσεις, αλλά αυτό καθόλου δεν αναιρεί τα προηγούμενα. Η όλη βραδιά ήταν ένα ανεκδιήγητο φιάσκο. Λυπήθηκα. Λυπήθηκα βαθύτατα.
Βγήκα στη βροχερή πλατεία των Εξαρχείων με κατεβασμένο το κεφάλι και άρχισα να περιφέρομαι άσκοπα στους δρόμους, προσπαθώντας να συνέλθω. Η νυχτερινή πόλη είναι πάντα γοητευτική. Είδα κάποια εξαιρετικά γκράφιτις -αλλά και τεράστιο πλήθος μουντζουρωμένων νεοκλασικών άρτι αναπαλαιωμένων-, διασταυρώθηκα με αρκετούς μετανάστες που κανένα αίσθημα κινδύνου δεν μου προκάλεσαν, και δεν ενοχλήθηκα καθόλου από την φημολογούμενη αστυνομοκρατία, την οποία εγώ δεν είδα πουθενά. Όλ’ αυτά κάπως με παρηγόρησαν, ώσπου περνώντας έξω από την Έλλη, είδα ότι έπαιζε το «Ακαδημία Πλάτωνος». Μπήκα και το είδα. Ανακούφιση. (νάσαι καλά Γιώργο που μας το σύστησες). Επιτέλους κάτι πραγματικά καλό. Μια ταινία που τολμάει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Ακριβώς. Μια ταινία χωρίς φανφάρες, μελοδραματισμούς και άτεχνους διδακτισμούς, που αποτυπώνει με απόλυτο ρεαλισμό, και μ’ έναν τρόπο που συχνά σε κάνει να γελάς, την τραγελαφική ελληνική στάση απέναντι στο ζήτημα των μεταναστών, αλλά και αναδεικνύει ήρεμα, σοφά θα έλεγα, το βάθος, την αλήθεια και την τραγικότητα του προβλήματος . Ο Α. Καφετζόπουλος, που είχα καιρό να δω, εκπληκτικός. Αλλά και όλες οι υπόλοιπες ερμηνείες απέριττες, πειστικές, αποτελεσματικές, εναρμονισμένες με τη λιτή, ουσιαστική, και με πολύ καλή οικονομία σκηνοθεσία του Φ. Τσίτου.
Ευτυχώς, εκτός από κακά, γίνονται και καλά πράγματα στην Ελλάδα. Το ξεσκαρτάρισμα δικό μας.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

το Τίποτα που Ανθίζει

Το Ολοκαύτωμα, η Ποίηση & ο Paul Celan.

«… το να γράψει κανείς ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρότητα…».
Η γνωστή αυτή φράση του Αντόρνο, μας –ή θα έπρεπε να μας- στοιχειώνει όλους. Ό,τι έγινε εκεί, δεν αφορά και δεν στιγματίζει μόνο εκείνους, τους ναζί, τους Γερμανούς, τους «άλλους». Το να δείξουμε αλλού, και να αποστρέψουμε το βλέμμα, δεν μας διασώζει, ούτε μας απαλλάσσει. Γιατί καθένας θα μπορούσε να ήταν εκεί, εκείνος. «Αυτό» που συνέβη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, δεν ήταν το ανοσιούργημα ενός παράφρονος, αλλά εκατομμυρίων καθημερινών ανθρώπων, ίδιων με όλους εμάς, που πίστεψαν, που ζητωκραύγασαν, που συμμετείχαν έμπρακτα, που αφιονίστηκαν με το παραλήρημα της δόξας και της δύναμης. Η διάσταση και η έκταση του «φαινομένου» δεν αφήνει περιθώρια ελαφρυντικών. Η ανθρωπότητα τότε ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με το θηρίο που βρυχάται στα υπόγειά της. Ξέβρασε τη λάσπη που κρύβει στα σωθικά της. Κι αυτό είναι κάτι που την σημάδεψε για πάντα. Είναι μια αβυσσαλέα ρήξη του ανθρώπινου «εγώ» με τον εαυτό του. Έκτοτε αυτό το «εγώ» κρέμεται στην ακρότητα της ύπαρξής του, από μια κλωστή. Μια κλωστή αμφιβολίας. Μετά την φρικαλεότητα του ναζισμού κανείς δεν μπορεί - ούτε δικαιούται- να είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Κανείς δεν μπορεί –ούτε δικαιούται- να είναι σίγουρος για το έδαφος πάνω στο οποίο πατάει. Κανείς δεν μπορεί –ούτε δικαιούται- να διαβεβαιώνει για το «νόημα», για ένα όποιο νόημα.
Το Ολοκαύτωμα σκέπασε ολόκληρο τον κόσμο με τη στάχτη του, μια στάχτη, που ποτέ η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει να πετάξει από πάνω της.

Ο Paul Celan, που έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους μεταπολεμικούς ποιητές, είναι ολόκληρος, από την κορυφή ως τα νύχια, από την αρχή ως το τέλος, σκεπασμένος με αυτή τη στάχτη. Συσσωματώνει στη ζωή και το λόγο του εκείνη την αβυσσαλέα ρήξη, εκείνη την καταλυτική αμφιβολία, εκείνο το αγιάτρευτο τραύμα της ανθρωπότητας.
Μεγαλωμένος στο ειρηνικό, πολυπολιτισμικό περιβάλλον του Τσερνόβιτς, από μητέρα Γερμανίδα και πατέρα Εβραίο, ήταν πρωτοετής φοιτητής τον Ιούλιο του 1939, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, που τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του. Το ’41 τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν το Τσερνόβιτς, και οι γονείς του οδηγούνται σε στρατόπεδα εξόντωσης. Ο πατέρας του πεθαίνει από τις κακουχίες, και η μητέρα του που λατρεύει, και που τον έχει εκθρέψει με την γερμανική κλασική παιδεία, εκτελείται με μια σφαίρα στον αυχένα. Ο ίδιος εκτοπίζεται σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Όταν οι φίλοι του τον ρωτούν τι κάνει στο στρατόπεδο, απαντά μονολεκτικά: «σκάβω». Παράλληλα γράφει ποιήματα, στη γλώσσα της μητέρας του και των δολοφόνων της, την γερμανική, που είναι ταυτόχρονα γι’ αυτόν γλώσσα πατρίδα και γλώσσα εξορία. Αργότερα θα πει:

Ήταν χώμα μέσα τους, και
αυτοί έσκαβαν,

Αυτοί έσκαβαν κι έσκαβαν, έτσι περνούσε
η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δεν δοξάζανε Θεό,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήθελε,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήξερε.

Αυτοί έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια
δεν έγιναν σοφοί, δεν εφεύραν κανένα τραγούδι,
δεν επινόησαν καμιά γλώσσα.
Αυτοί έσκαβαν.

Ήρθε μια γαλήνη, ήρθε και μια θύελλα,
ήθαν οι θάλασσες όλες.
Εγώ σκάβω, εσύ σκάβεις, σκάβει και το σκουλήκι,
κι αυτό τραγουδάει εκεί λέει: αυτοί σκάβουν.

Ω ένα, ω ουδένα, ω κανένα, ω εσύ:
πού πήγαινε, αφού στο πουθενά πήγαινε;
Ω εσύ σκάβεις κι εγώ σκάβω, και σκάβω μέσα μου ως εσένα,
και στο δάχτυλό μας ξυπνάει το δαχτυλίδι.


Με την ήττα των Γερμανών η περιπέτεια δεν τελειώνει. Ο γενέθλιος τόπος γίνεται σοβιετική επαρχία, που οι Ρώσοι θέλουν να εκκαθαρίσουν από τις μειονότητες των Εβραίων και των Ρουμάνων. Έτσι φεύγει για το Βουκουρέστι, απ’ όπου μετά από λίγα χρόνια, λόγω σκλήρυνσης του καθεστώτος, θα αναγκαστεί να ξαναφύγει κρυφά, και μέσω Βουδαπέστης να φτάσει στη Βιέννη, όπου δεν κατορθώνει να πάρει άδεια παραμονής. Καταλήγει στο Παρίσι, όπου εγκαθίσταται πλέον μόνιμα, τον Ιούλιο του 1948. Εκεί σπουδάζει, εργάζεται, γράφει ποίηση, ταξιδεύει, αναγνωρίζεται και βραβεύεται για το έργο του, μέχρι τον Απρίλιο του 1970, οπότε σε ηλικία πενήντα ετών, με διαταραγμένες τις φρένες, πέφτει στον Σηκουάνα και δίνει τέλος στην ζωή του.
Από τα νεκρά χείλη του, είναι σαν να ανεβαίνει ο «Ψαλμός»:

Κανένας δεν μας πλάθει ξανά από χώμα και πηλό,
κανένας δεν ευλογεί τη σκόνη μας.
Κανένας.

Δόξα σοι ο Κανένας.
Για την αγάπη σου θέλουμε
ανθίσει.
Σ’ εσέναν
απέναντι.

Ένα Τίποτα
ήμαστε, είμαστε, για πάντα
θα μείνουμε, που ανθίζει:
του Τίποτα, του
Κανενός το ρόδο.

Με
το στύλο φως ψυχής,
το στήμονα έρημο ουρανού,
τη στεφάνη κόκκινη
από τη λέξη πορφύρα, που τραγουδούσαμε
πάνω, ω πάνω
απ’ τ’ αγκάθι.


(από τη συλλογή «του κανενός το ρόδο», μετ. Χρήστος Λάζος)

Ο Paul Celan διαλέγεται με την ίδια του τη ζωή, με την ποίηση και το θάνατό του, με τον Αντόρνο, τον επίσης Εβραίο φιλόσοφο, που δεν συνάντησε στο ραντεβού, που μία και μοναδική φορά κανόνισαν, λες μέχρι κι αυτή η αποτυχημένη συνάντηση να επισφραγίζει την, παρά την αμοιβαία έλξη και αλληλεγγύη, διαφωνία τους.
Γιατί ο Paul Celan με την ίδια την τραγική του μοίρα επιτείνει την σκοτεινή απόφανση του στοχαστή, αλλά και απαντά ταυτόχρονα. Και η απάντησή του είναι καταφατική. Παρά την τραγική του ζωή και τον τραγικό του θάνατο, που είναι η επιτομή της τραγικότητας του ίδιου του ανθρώπου, ο Τσέλαν λέει:
Ναι, μπορεί να υπάρξει ποίηση μετά το Άουσβιτς. Μόνο που ποτέ δεν θα μπορέσει να είναι πάλι όπως ήταν πριν απ’ αυτό.
Η ποίηση μετά το Ολοκαύτωμα δεν μπορεί να είναι παρά το Τίποτα που ανθίζει.
Όπως και κάθε τι το ανθρώπινο…


Δείτε ακόμη:



Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

αντικατοπτρισμός

Ξυπνώ με φοίνικες στα μάτια μου
Ψηλούς όσο το μπόι της απόστασης
Που με χωρίζει από την πεζότητα των βημάτων μου
Με χαιρετούν φορτωμένοι φεγγάρια ασύντακτα
Άλλοτε κόκκινα, άλλοτε χρυσά, άλλοτε αχνά γαλάζια
Πνιγμένα στην υγρασία που ανεβαίνει πηχτή
Από τη ζεστασιά του χώματος
Οι ιθαγενείς εκεί κρυφοί
Χαμένοι μέσα στην καρδιά τους
Τρυφερή σαν καρπός φωτεινής νύχτας
Και το χαμόγελό τους ποτίζει τον υγρό αέρα
Με χρυσίζουσες ριπές
Τα μαύρα τους μαλλιά αστράφτουν
Υγεία ξεχασμένη από την εποχή των αθώων λίθων
Και κολυμπάει της αιώνιας σοφίας ο ιχθύς
Στα βαθιά τους μάτια
Οι άνθρωποι εκεί φύτρωσαν στην άμμο μαζί με τους φοίνικες
Κι αναδεύουν τα χέρια τους μόνο προς τον ουρανό
Καθώς συλλέγουν από τα φρούτα το γάλα της ζωής
Ή ανοίγοντας τις αγκαλιές τους στα ευγενικά καλάμια
Τα σπίτια τους αυτά μόνο πλέουν στο νερό
Δεμένα προσωρινά απ’ τον κορμό της φοινικιάς
Έτοιμα πάντα για το μεγάλο ταξίδι
Μα πνίγονται πάντα στο ίδιο νερό που τους γέννησε
Ίδια κι απαράλλαχτα μ’ όλους εμάς
Που καρφώνουμε τα σπίτια μας στο χώμα
Να μην τα πάρει ο άνεμος

Μόνο που είναι πιο ήσυχο να λιώνεις στο νερό
Αντί στο χώμα



(από arabesque)

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Δύο αφηγήσεις

(Neda Doany)

Η ευλογημένη των νεκρών

Άρχισε να τραβάει προς τον ορίζοντα. Στη μια της μασχάλη είχε κάνει φωλιά μια χελιδονομάννα. Στην άλλη ένα μικρό φίδι. Προχωρούσε προσέχοντας τις κινήσεις των χεριών της, μη χαλάσει τις φωλιές. Ανησυχούσε και να μη διαταράξει την ασφάλεια της άγνοιας. Τα αυγά κινδύνευαν εκατέρωθεν. Ευτυχώς, σκεφτόταν, η θέση δεν διευκολύνει την αποκάλυψη. Είναι εκ διαμέτρου αντίθετα. Η αριστερή της πλευρά ήταν από άμμο. Η δεξιά από κλαδιά. Στη μέση έτρεχε ένας ποταμός. Ξεκινούσε από τη ρίζα του μετώπου και την διέτρεχε ως κάτω, με διακλαδώσεις στα χέρια και τα πόδια. Τον είχε ονομάσει Αλ Ασάρ, χωρίς να ξέρει γιατί. Έβρισκε στον δρόμο της αγριόχορτα καθώς προχωρούσε, και τα ξερίζωνε μηχανικά. Στα φρύδια της πού και πού έπεφτε χιόνι. Το τίναζε με βιαστικές κινήσεις και τότε κινδύνευαν οι φωλιές να χαλάσουν. Κάποιες φορές χιόνιζε και στον ύπνο της. Ξυπνούσε με κρυστάλλους να κρέμονται μπρος στα μάτια της, λούζοντας τις βλεφαρίδες της σιγά-σιγά, καθώς ο ήλιος ανέβαινε.
...............................................
Η συνέχεια εδώ

(Lucian Freud)

Αναμονή

Τα μαλλιά του μάκραιναν ακατάστατα κι επίμονα. Τσουλούφια πετάγονταν δεξιά κι αριστερά, σαν κλαδιά γέρικου κέδρου. Και τον σκέπαζαν. Ώρες - ώρες του φαινόταν πως και τα δάχτυλά του μάκραιναν έτσι ανεξέλεγκτα, αλλά πάλι δεν ήταν σίγουρος. Όμως όλο και περισσότερο ένοιωθε να κολλάει πάνω στα έπιπλα που καθόταν, καθώς η σάρκα του –έπρεπε πια να το παραδεχτεί- είχε αρχίσει να αποσυντίθεται. Ευτυχώς δεν πονούσε, έτσι που έλιωνε αργά, μόνο που τον ενοχλούσαν όλοι αυτοί οι λεκέδες πάνω στον καναπέ, στις καρέκλες, στο στρώμα, παντού.
..........................................
Η συνέχεια εδώ

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Πολιτισμός ή βαρβαρότητα;

Κι όμως. Είναι διαφορετικοί. Πολύ διαφορετικοί απ’ ό,τι μέχρι τώρα έχουμε ζήσει. Από κάθε άποψη. Ο λόγος, οι φυσιογνωμίες, τα βιογραφικά, η κουλτούρα, η νοοτροπία, ο τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς των νέων πολιτικών ηγετών δεν έχουν καμμία σχέση με όσα ξέραμε. Φαίνεται ότι το «οι άριστοι, όχι οι αρεστοί», ήδη υλοποιείται.
Τόσο τα πρόσωπα, όσο και η πρόταση, εμπνέουν εμπιστοσύνη, όχι μόνο για την έξοδο από το αδιέξοδο στο οποίο έχουμε περιέλθει, αλλά και για την προοπτική της εξέλιξης αυτού του τόπου. Προτεραιότητα στις κοινωνικές και δημοκρατικές αξίες, στον άνθρωπο, στο περιβάλλον, στην ποιότητα, στην έρευνα, στον πολιτισμό, στην λειτουργία των θεσμών, στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Μ’ έναν λόγο όλα όσα επί χρόνια πιστεύαμε και περιμέναμε, πέρα από αγκυλώσεις και ιδεοληψίες. Φυσικά όλα χρήζουν επαλήθευσης στην πράξη. Αλλά όλα τα πρώτα δείγματα γραφής αυτών των δύο πρώτων ημερών της νέας διακυβέρνησης επιβεβαιώνουν μέχρι στιγμής το ειλικρινές των προθέσεων, αλλά και την ικανότητα και την αποφαστιστικότητα υλοποίησης.
Γι’ αυτό ας σοβαρευτούμε.
Ίσως δεν το συνειδητοποιούμε, αλλά ζούμε ιστορικές στιγμές.
Γιατί απ' τη μια οι καιροί είναι πραγματικά και πολύπλευρα δύσκολοι, οι εξελίξεις ραγδαίες, και η απαίτηση για νέες προσεγγίσεις, στάσεις και αντιλήψεις επιτακτική .
Απ' την άλλη ξέρουμε όλοι ότι στην Ελλάδα εδώ και καιρό έχει πάρει το πάνω χέρι η βαρβαρότητα. Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα θαύμα, για να ξαναπάρει το πάνω χέρι ο Πολιτισμός, με την ευρύτατη έννοια.
Τα θαύματα όμως δεν γίνονται παρά αν τα πιστέψουμε πολλοί και με πάθος.
Ας ευχηθούμε και ας προσπαθήσουμε λοιπόν να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων όχι μόνο αυτοί που θα κυβερνήσουν, αλλά κι εμείς όλοι.
Γιατί, εκεί που έχουμε φτάσει, πιο πολύ αμφιβάλλω για το αν εμείς, ο «κυρίαρχος λαός» θα ανταποκριθούμε στις προσδοκίες των πολιτικών μας ταγών, παρά εκείνοι στις δικές μας.

Καλή δύναμη σε όλους μας!

(Στις φωτογραφίες είναι τα ανίψια μου. Ας έχουμε όλοι στο νου μας τα παιδιά μας, στην κάθε πράξη ή παράλειψή μας. Στο κάθε ναι και στο κάθε όχι μας.)

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Προ του χείλους... του γκρεμού, της κάλπης, της απόγνωσης, ή ό,τι άλλο θέλετε...

(αφιερωμένο σ' όλη την παρέα,
που δεν το σκάει απ' τ' όνειρο)


Παλεύω
Με σφυριά τους ανθρώπους και τις μέρες βαριές
Να σκαλίσω παράθυρο λέξη-λέξη χτυπάω
Στα χέρια μου ρόζοι να πετάξουν κλαδιά

Βαρεθήκατε να μ’ ακούτε
Το ξέρω

Κούραση κλείνει τα μάτια
Γλυκά παγώνει ο θάνατος Δεν θα πάψω
Δεν θα πάψω. Σας χρωστώ ένα λουλούδι
Μου χρωστάτε μι’ απάντηση
Δεν μπορείτε να φύγετε τώρα
Θα μας κάψει το χιόνι

Είναι ύπνος ο θάνατος
Που μαυλίζει
Το ξέρω
Σα φίδι γλιστράει στο αίμα μου

Σας μιλώ

Να μένουμε ξάγρυπνοι
Έχουμε κλήρο στην άνοιξη
Τον πληρώσαμε μ’ έρωτα

Δεν θ’ αφήσω κανέναν
Να το σκάσει απ’ τ’ όνειρο
Σας κλειδώνω στο πάθος μου

Με βρισιές και γροθιές
Να πονάμε

Μέχρις ότου απλώσουμε δάκρυα
Στ’ άγονα χώματα
Να βλαστήσουνε άνθρωποι



12/11/00

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

(αφιερωμένο στη Τζίνα)

Δεν υποτάσσεται το χάος σου λέω.

Η μικρή Αλίκη έκατσε κάτω κι έκλαψε
για πολλοστή φορά
μέσα στη χώρα των τραυμάτων.

Δεν νίκησε.

Τα όνειρα τρέχουν πάντα προς τα πίσω
να δείχνουν το πένθος.

Την κόλασή σου δεν θα την νικήσεις.
Όμως μπορείς να την κερδίσεις.

από "ξηρά τροφή"

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Salto mortalis

(Κλεάνθης Βασδώκας)


Μολύβια καλοξυσμένα
καρφωμένα στη ράχη του πτώματος
αντιστρόφως ανάλογο
ένα φτερό βουτάει στο μελανοδοχείο
έξω βρέχει
βροχή αστήρικτη
τα πομπώδη επιχειρήματά της
εξαντλούνται γρήγορα
σ’ ένα βιαστικό πότισμα
οι δεξαμενές άδειασαν
-όλες οι δεξαμενές-
διψάμε άκρως νατουραλιστικά
το φτερό μάς κοιτάζει αμήχανο
και ξαπλώνει
να χαρεί έναν δίκαιο ύπνο
................

η συνέχεια εδώ

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

καντάδα προς... ναυτιλομένους

Έναρξη σχολικής χρονιάς, που υποθέτω γιορτάζεται ακόμη με προσευχές, αγιασμούς, εθνικούς ύμνους και όλα τα συναφή.
Μαζί λοιπόν με τις ευχές για καλή αρχή, έχω να σας προτείνω έναν... εναλλακτικό Ύμνο εις την Ελευθερία: την ποίηση του Δ. Σολωμού όπως τραγουδήθηκε σαν τρυφερή κι ερωτική καντάδα από τους ζακυνθινούς, πριν μελοποιηθεί σαν εθνικό εμβατήριο από τον Ν. Μάντζαρο.



γιατί... ελευθερία χωρίς έρωτα, και έρωτας χωρίς ελευθερία δεν γίνεται...

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Μπόρα φθινοπωρινή

(Μαριέλα Κωνσταντινίδου)

Μπόρα φθινοπωρινή / γρήγορα / να μαζέψω τις καρέκλες από την βεράντα / όρθια στην πόρτα μια ανάσα / δροσιά παλιού Σεπτέμβρη / εισπνοή / ανάκατα με στάχτη / εκπνοή / έφυγαν οι φωτιές / αστράφτει / πλημμύρες έρχονται / τι τρέμεις; /
δεν θάρθουν ως το τσιμεντένιο μας κουτί / θα σταματήσει το κακό μακριά από 'δω / ακόμα τρέμεις σαν χαρτί; / σου λέω μη φοβάσαι / καταλαβαίνω / εσύ δεν ξέρεις από σπίτι / είσαι μονάχα ένα σκυλί / που βάζει την ουρά κάτω απ' τα σκέλια μπρος στην οργή του ουρανού / μα εγώ θα ενημερωθώ / θα δω στην τηλεόραση όλη την συμφορά λεπτό-λεπτό / ύστερα θα ψηφίσω με SMS τον πρώτο πυροσβέστη / μετά με κάλπη τον καταλληλότερο σε κρίσεις μεταμέλειας / έπειτα θ' αγοράσω ελεύθερα τις μάσκες μας / και θ' αναπνεύσουμε εκ του ασφαλούς τη στάχτη / μα τι σου λέω; / εσύ τρέμεις / καλά / στάσου να κλείσω τις καρέκλες μια στιγμή / κι έρχομαι να κρυφτούμε κάτω απ' το κρεβάτι / αστράφτει /


από το ημερολόγιο

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

Εγκαίνια


Το φθινόπωρο φέρνει σε πολλούς μελαγχολία. Εγώ αντίθετα το καλοδέχομαι πάντα με σχέδια και διάθεση δημιουργική. Έτσι και φέτος. Αυτή η ανακουφιστική δροσούλα –μετά και από τις πρόσφατες εφιαλτικά πυρωμένες μέρες- είναι ό,τι πρέπει για το άνοιγμα της χειμερινής σαιζόν, για να βάλω μπροστά πράγματα που γέννησε η καλοκαιρινή ραστώνη. Δεν βρίσκω άλλωστε καλύτερο τρόπο ν’ απαντώ σ’ όλα τα δυσάρεστα που μας κατακλύζουν, από την εμμονή σε ό,τι μας κάνει να νιώθουμε αληθινοί, σε ό,τι μας βοηθάει να μην ξεχνάμε ό,τι ονειρευτήκαμε.
Για το καλό ξεκίνημα λοιπόν μιας ακόμη χρονιάς, που θέλω να ελπίζω ότι θα είναι παραγωγική, έχω κιόλας έτοιμη μια καινούρια γωνιά στο διαδίκτυο –που θα λειτουργεί φυσικά παράλληλα και συμπληρωματικά με αυτό το μπλογκ-,
έναν ιστότοπο με δική μου αποκλειστικά δουλειά, όπου μπορείτε να με βρείτε όσοι θέλετε, πιο οργανωμένη, πιο επικεντρωμένη και πιο δημιουργική -ελπίζω.

Καλό φθινόπωρο λοιπόν, και το εξαίσιο «με την πρώτη σταγόνα της βροχής» του Ο.Ελύτη στην μοναδική μελοποίηση του Μ. Χατζιδάκη, αφιερωμένο εκ βάθους καρδίας σε όλους εσάς τους καλούς φίλους αυτής της γειτονιάς, που με έχετε συγκινήσει με την αγάπη σας.
Θα περιμένω με χαρά τις επισκέψεις και τις εντυπώσεις σας.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

Ζήτω που καήκαμε!


Επιστροφή σε μια εφιαλτική Αθήνα. Παντού μυρίζει καμμένο, ο ουρανός σκεπασμένος από καπνούς, στον αέρα στάχτες, και μια Κυβέρνηση που όπως όλοι θα παρατηρήσατε, φροντίζει να... περνάει απαρατήρητη! Αν μη τι άλλο είναι διακριτικοί, πρέπει να το ομολογήσουμε. Ως φαίνεται, μόνο για το κάπνισμα τούς είπαν οι Ευρωπαίοι ότι βλάπτει σοβαρά την υγεία. Για τις πυρκαγιές ξέχασαν να τους πουν...

Καλό μας... ασφυκτικό φθινόπωρο λοιπόν φίλοι μου, και από αύριο τρέξτε όλοι για φιάλες οξυγόνου, γιατί στον αέρα μάλλον θα υπάρχει μια μικρή έλλειψη. Μια καλή ιδέα, τώρα που το σκέφτομαι, είναι και το να πουλήσουμε τα αυτοκίνητά μας -έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούμε να πληρώνουμε τους φόρους- και να αγοράσουμε από ένα πυροσβεστικό ο καθένας, γιατί όπως πάνε τα πράγματα, αν δεν φυλάξεις το σπίτι σου, θα πέσει να... καεί, στην σημερινή ωργανωμένη και πολιτισμένη Ελλάδα! Ε, θα καθυστερούμε λίγο στη δουλειά μας, αλλά θα έχουμε ωραίους κατακόκκινους δρόμους! Ε; πώς σας φαίνεται;

Καλώς σας ξαναβρίσκω, και εις άλλα με υγείαν! (αν επιζήσουμε...)

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

το τραγούδι της Άλης

Εποχή ΑΛΗ-τεία-Σ το καλοκαίρι, και οι στίχοι που ακολουθούν αφιερωμένοι στους πάντα και παντού πλάνητες και πλανεμένους...
Αναχωρώ κι εγώ για τους αγαπημένους μου πιο νότιους, πιο ζεστούς και πιο θαλασσινούς τόπους.
Καλό καλοκαίρι λοιπόν γλυκείς μου, και καλές περιπλανήσεις και παραπλανήσεις. Ή αλλιώς… τις πιο ωραίες… πλάνες! :)

(aqua' s)

-σαν πρόσωπο ανέτελλε- έμοιαζε άλλοτε Βελλερεφόντης άγουρος
κι η τραγωδία αγέννητη
άλλοτε Προμηθέας διωγμένος –σαν πρόσωπο έδυε-
να σέρνεται η πίστη πίσω του αλαφιασμένη
μέσ’ απ’ τη θάλασσα βουτούσε
κι ήτανε ψάρι αστραφτερό –σαν κύμα ανέτελλε-
έσβηνε πέρα στους φακούς ανεστραμμένο κιάλι
κι όλο μουρμούριζε κάτι που έλαμπε
κι αναρριχόταν μόνος
στις σκοτεινές πηγές και τα κρεβάτια ασθενής
–σαν κρίμα έδυε- γυμνός
τώρα σφαζόταν τώρα σκότωνε
κι ακολουθούσε τη γραμμή του εκτροχιασμού
το τραίνο πάντα σφύριζε ωστόσο
εκείνη την ανάλαφρη στροφή που τραγουδούσε στην καλή του επιστρέφοντας
κι αρπάζονταν στους κήπους τα πουλιά με τα φαντάσματα –σαν άνεμος ανέτελλε-
κι έπεφταν μ’ αλεξίπτωτα οι τελευταίοι πολεμιστές
να παραδώσουν δέντρα στους βομβαρδισμένους
νεογνά
μέσ’ απ’ την καταιγίδα
έριχνε μια κλεφτή ματιά και έσπαγε –σαν μελωδία έδυε- απ’ τα βουνά
που κουβαλούσε
και ρίζωνε στα γκράφιτι –ανέτελλε Θησέας-
και στους clochars των Αθηνών μηρύκαζε χρησμούς
γλιστρούσε
ανάμεσα στα δάχτυλά του ένα στριφτό τσιγάρο από παλιούς καπνούς
να μην τον πάρουν δάκρυα και φύγουν μακριά –Ιάσων έδυε –
πριν το ταξίδι
στριφογύριζε
στα μπλε-ρουά σκεπάσματα δενόταν μοναχός στα κύματα
και τiς αυγές ξεσπούσε ανίκητος
παρασυρμένος από φοβερές νηστείες θανάτου
χτυπούσε
το σώμα της νεκρής επάνω στα παντζούρια –σαν πυρετός ανέτελλε-
μετανιωμένος
κι έτρεχε μέσ’ στη νύχτα
να βρει ν’ αχνίζει
θηλυκό ψωμί
που έκαιγε σε φούρνο πρωινό
σουσάμι άνοιξε –σαν λάθος έδυε- γινόταν μάγος
–σαν έρωτας ανέτελλε- πνοή πάνω στο τζάμι
και σκόρπια κελαηδίσματα
ξυπνούσε νέος
να παίξει πάλι με τους βώλους τους κρυστάλλινους
και την κρατούσε σαν Σαλώμη
απ’ τ’ απαλό φουστάνι πριν χαθεί στο πάντα
–άνθρωπος έδυε-
τότε που αυτή τον αγαπούσε ως το θάνατο παντού
–μύθος ανέτελλε.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Συνοπτικά

Ένα πρωί
βγήκε στην πόρτα του σπιτιού της
και έδωσε στον παλιατζή
ό,τι είχε και δεν είχε
λόγια παλιά
και μισοφόρια τετριμμένα
την πολυθρόνα του παππού
τ' αλφαβητάρι
φωτογραφίες κίτρινες χλωμές
κι εφημερίδες με ειδήσεις σκονισμένες
μέχρι και την γραμμή της Μοίρας
στην παλάμη της που ήταν χαραγμένη

έπειτα έφυγε


(από το... σεντούκι, κάποιοι πολύ παλιοί -αλλά αγαπημένοι- στίχοι)

Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Απολογητικόν υπόμνημα...

Εποχή απουσιών για κάποιους… άτακτους…, ευτυχώς όμως οι επιμελείς της παρέας κρατούν καλά και επάξια τον χορό. Τώρα για «δικαιολόγηση» απουσιών τι να… προσκομίσω; Τον… πυρετό της προετοιμασίας του επερχόμενου καλοκαιριού που με τραβάει απ’ το μανίκι; Τον σωρό των εκκρεμοτήτων που χρονίζουν και επιτέλους πρέπει κάποτε να κλείσουν για να… πάμε για κολύμπι; Το ότι με χτύπησε το καινούριο μου πέδιλο και υποφέρω; (ε, μετά κι απ’ αυτό ελπίζω να με λυπηθείτε και να μη με μαλώσετε πολύ…:))) Κατά βάση πιστεύω ότι οι απουσίες ποτέ δεν δικαιολογούνται. Απλά συμβαίνουν. Αναπόφευκτα… Ξαναδίνω όμως το παρόν, για να μην ανησυχείτε –ναι, ναι, το ξέρω πως με αγαπάτε- και για να σας πω πως κι εγώ με τον δικό μου τρόπο είμαι πάντα παρούσα και καθόλου δεν σας έχω ξεχάσει…
Και για να μην νομίζετε ότι τεμπελιάζω, ένα μικρό δείγμα των δραστηριοτήτων αυτής της εποχής. Εικαστικά και πάλι, μαθήματα και πάλι, αυτή τη φορά όμως από τα εργαστήρια ζωγραφικής του Δήμου Ηλιούπολης. Πολλά εργαστήρια –παιδιών, εφήβων, ενηλίκων, σκιτσογραφίας, αγιογραφίας, ίσως να ξεχνάω και κάτι-, με τετραετή φοίτηση παρακαλώ, με πολλούς μαθητές και πολλούς δασκάλους. Πρωτοετής λοιπόν κι εγώ φέτος (σχέδιο, μολύβι, κάρβουνο), με δασκάλα την εξαίρετη Γιούλη Γκικοπούλου, τέλος χρονιάς, και οι μαθητές εκθέτουμε! Στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης της Ηλιούπολης, από 3/6 έως 10/6, τα εγκαίνια την Τετάρτη στις 7.30, και αυτές τις μέρες στήνουμε. Η δική μου συμμετοχή το παρακάτω πρώτο μου κάρβουνο. Μόνο αυτό πρόλαβα να κάνω, αφού πιο πολλές ήταν οι απουσίες από τις παρουσίες καταπώς το… συνηθίζω. Η εμπειρία όμως ήταν υπέροχη. Η Γιούλη δεν δίστασε να μας ρίξει γρήγορα στα βαθιά, μας έστησε απέναντι σε ζωντανά θέματα, και με ψυχραιμία και… στοργή μας μύησε στα μυστικά. Από τη μεριά μου να πω μόνο ότι πολύ τ’ αγάπησα αυτά τα… παλιοπάπουτσα, αλλά και το κάρβουνο, που είναι ένα υλικό πολύ πιο «πλαστικό» από το μολύβι.
Όποιος μπορεί ας έρθει να απολαύσει από κοντά τις δημιουργίες μας (φυσικά υπάρχουν και ακρυλικά, και λάδια και ακουαρέλες, έργα των μαθητών των επόμενων ετών), θα είμαστε εκεί, κάθε απόγευμα 6-9. Ίσως παρασυρθείτε και αποφασίσετε να πιάσετε μολύβια και πινέλα. Εγώ πάντως δεν θα σταματήσω να σας το προτείνω!

Τρίτη 19 Μαΐου 2009

Εικαστικό καφενείο


Ε, να λοιπόν, κάτι καινούριο, πρωτότυπο και πραγματικά διαδραστικό. Μαθήματα ζωγραφικής από το διαδίκτυο! Η φίλη μας Μαριέλα Κωνσταντινίδου είχε την ιδέα, και το κέφι να την υλοποιήσει. Πήρα γεύση από τα πρώτα μαθήματα και βρήκα το εγχείρημα ευχάριστο, δημιουργικό, αλλά και πολύ … βολικό! Αλλιώς είναι να πρέπει να τρέχεις στο εργαστήρι του δασκάλου μια, δυο ή περισσότερες φορές την εβδομάδα, κι αλλιώς να τον έχεις στο σπίτι σου! Να παίρνεις ωραία και καλά τα μαθήματα στο email σου (θεωρία και πράξη), να σου δίνει τις ασκήσεις σου, να τις διορθώνει στη συνέχεια, να σου δίνει οδηγίες και συμβουλές, κι εσύ να τα κάνεις όλα με την ησυχία σου, στον χώρο σου, με τη μουσική σου, τον καφέ ή το ποτό σου, όποτε έχεις χρόνο και διάθεση. Είναι πραγματική όαση αυτές οι ώρες. Άσε που έτσι καταργείται ο περιορισμός της απόστασης. Η επαρχία όπως ξέρουμε δεν παρέχει δυστυχώς και πολλές δυνατότητες αξιοποίησης των ταλέντων και ικανοτήτων. Μ’ αυτόν τον τρόπο όπου κι αν μένεις μπορείς να δουλέψεις, να μάθεις και να δημιουργήσεις. Τολμήστε το, δοκιμάστε το –τα τρία πρώτα μαθήματα είναι δωρεάν έτσι κι αλλιώς. Η γνωριμία με τα χρώματα και τα πινέλα είναι σίγουρα γοητευτική. Άσε που νιώθεις πάλι παιδί! Τι καλύτερο;
(το έργο στην αρχή είναι φυσικά της... δασκάλας.)

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

Χαρούμενα ψαράκια πηδούν έξω απ' το έργο

(άσκηση 1η)

Τρίβω μαλακά τις βλεφαρίδες / αφαιρώ τη μάσκαρα / σβήνω το βάρος / απλές κινήσεις αφαιρούν τον θάνατο / η ζωή φοβάται / μόνο ο θάνατος δικαιούται να συγχαίρει / ελεύθερος - μόνο - αυτός / από τον φόβο / πιο δύσκολο να είσαι / χαρούμενος παρά θλιμμένος / ποιος δεν το ξέρει; / την ώρα που φοράει το καινούριο του πουκάμισο / το ταξίδι αρχίζει πάντα από το τέλος / δεν τάμαθες; / ο Ευγένιος έφυγε / ο Καραγκιόζης μένει / πηδώ έξω απ’ τη μάσκα σου / πριν με προφτάσει η θλίψη

Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

Συμβολή στη μνήμη...


Δεν ξέρω τι δικαιώνει έναν ποιητή. Η πλατιά απήχηση του λόγου του; Η αναγνώριση της αξίας του έργου του από τους επαίοντες; Ο κραδασμός που ίσως προκαλέσει ένας μόνο στίχος του σε έστω και έναν μοναδικό αναγνώστη;
Γεγονός είναι ότι οι περισσότεροι έχουμε γνωρίσει και αγαπήσει τον Γιάννη Ρίτσο σαν τον στρατευμένο ποιητή, που συνάρμοσε τον εμπνευσμένο λόγο του με το συλλογικό όραμα, που τροφοδότησε με συγκίνηση και πάθος τους λαϊκούς αγώνες της πρόσφατης ταραγμένης ιστορίας μας.
Εγώ όμως αγαπώ περισσότερο τον «άλλο» Ρίτσο –γιατί υπάρχει κι αυτός-, τον στοχαστικό, τον χαμηλόφωνο, τον σχεδόν εξομολογητικό. Εκείνον που τολμά να αποκαλύψει την πιο βαθιά υπαρξιακή του αγωνία, να βυθίσει το ποιητικό του νυστέρι στο τραγικό αδιέξοδο της ανθρώπινης μοίρας, στη ματαιότητα και το θάνατο.
Εκατό χρόνια από τη γέννησή του, και ο Μάιος γενέθλιος μήνας τον ποιητή, κι εγώ διαλέγω να τον τιμήσω με ένα έργο του λιγότερο γνωστό, λιγότερο επικό, λιγότερο –ή μάλλον καθόλου- «επαναστατικό». Ένα έργο που ανατέμνει τρυφερά και πολύ ανθρώπινα μια αντιηρωική μορφή, αυτή της αδελφής της Ηλέκτρας, την Χρυσόθεμι, που έζησε στη σκιά των τρομερών γεγονότων του βασιλικού οίκου της, και τώρα, σ’ αυτόν τον χαμηλότονο και εξομολογητικό ποιητικό μονόλογο, αναστοχάζεται όλη αυτή τη θύελλα μέσα απ’ την οποία πέρασε σιωπηλή, σχεδόν διάφανη, σχεδόν ανύπαρκτη.
Η αρχική μου πρόθεση ήταν να διαλέξω δυο-τρία σύντομα αποσπάσματα. Δεν τα κατάφερα. Παρ’ όλο που τελικά τα αποσπάσματα είναι εκτενή, και πάλι αισθάνομαι ότι αδικώ τον πλούσιο, γεμάτο εικόνες, αίσθημα, ατμόσφαιρα ποιητικό λόγο. Ας λειτουργήσει λοιπόν αυτή η παράθεση σαν έναυσμα για την ανάγνωση ολόκληρου του έργου. Με την βεβαιότητα –κόντρα στην περιρρέουσα αντίληψη- ότι ο ποιητικός λόγος καθόλου δεν κουράζει –το αντίθετο μάλιστα- σας εύχομαι καλή απόλαυση.


Πώς έγινε και με θυμήθηκαν; Εμένα κανένας ποτέ δε με θυμάται. Κανένας
ποτέ δε με πρόσεξε. Παράπονο δεν έχω. Καλά μου ήταν όλα, κι ίσως καλύτερα έτσι.
Ξέρετε, στο πέρασμα του χρόνου, τα πάντα, όσο πικρά ή και τρομερά, μας φαίνονται σαν απαραίτητα,
σαν χρήσιμα κι όμορφα μάλιστα. Και τούτο το τραχύ βουνό από πάνω μου
ήταν μια συντροφιά –μια προστασία σχεδόν,- ντυνόμουν τον ίσκιο του.

Λοιπόν, μες από την αφάνειά μου, χαιρόμουν να βλέπω και ν’ ακούω. Μπορούσα
να ονειρεύομαι ελεύθερα. Ήταν όμορφα, αλήθεια –σα νάζησα
έξω απ’ την ιστορία, σ’ έναν δικό μου ανέγγιχτο, απόλυτο χώρο, προφυλαγμένη, και παρούσα ωστόσο. (…)

Προς τι, λοιπόν, η επέμβασή μας; Πολύ νωρίς διδάχτηκα
πως τίποτε κανένας δεν μπορεί να αποτρέψει. Τα βράδια
το ζεστό χνώτο απ’ τους τοίχους των σπιτιών ξεχύνεται στο δρόμο
η σκιά ενός πελώριου αλόγου ατμίζεται στο φεγγαρόφωτο. Αν τούτο
δεν είναι
απάντηση σε τίποτε, θαρρώ πως δεν υπάρχει απάντηση.

Μεγάλα φέρετρα περάσαν από τούτη την πύλη –μεγάλα σαν καράβια
νεκροί με επίσημες στολές, με ψηλά κράνη, σκεπασμένοι με σημαίες
και λουλούδια,
κι άλλοι γυμνοί, ντυμένοι μόνο την ωχρότητά τους και την απορία τους,
κι ένα σφαγμένο κορίτσι, μ’ ένα τεράστιο, κάτασπρο πέπλο. Ο αέρας
ανέβασε ψηλά το πέπλο, τόδεσε πάνω σ’ ένα σύννεφο ανοιξιάτικο
κι έμεινε εκεί, να κυματίζει ερημικό, φέγγοντας πότε-πότε
με γαλανές ανταύγειες το προαύλιο και τη σκάλα. (…)

Έφυγαν. Τίποτα δεν έχει μείνει. Όλα τα ξόδεψαν για το όνομά τους
Κι όχι για τον εαυτό τους –(μήπως τάχα κι εμείς;). Δεν μετανιώσαν.
Άλλωστε ήταν αργά κάθε φορά να μετανιώσουν. Δεν χρειαζόταν.

Στο γυρισμό απ’ το κοιμητήρι, όλοι κοιτούσαμε κάτου στο χώμα.
Γινόταν μια μεγάλη παύση τόσο που θα νόμιζε κανένας
Πως όπου νάναι θα σκεφτόμαστε κάτι επιτέλους.
Κι άξαφνα
Ακούγονταν χιλιάδες δυνατές οπλές κάτω στον κάμπο και στους δρόμους-
Οι καβαλλάρηδες ξεπρόβαιναν πίσω απ’ τις λεύκες. Κλείναν τα περάσματα.
Σημαίες μεσίστιες κι άλλες αναπεπταμένες μες στο ντουφεκίδι.

Δεν ήξερες ποιοι φτάναν και ποιοι φεύγαν –τι γινόταν. Άλλοι τρέχαν,
άλλοι κρυβόνταν, άλλοι κάτι γράφανε στο γόνατό τους, άλλοι αυτοκτονούσαν,
άλλοι εκτελούνταν τα χαράματα μπροστά στο γυμνό τοίχο του τουβλάδικου, (…)
άλλοι ζυγιάζαν τα μικρά παιδιά τους.
Κάποιος έφερε να ζυγιάσει ένα πουλί. Το πουλί πέταξε. Βγήκε απ’ την πόρτα.
Εκείνος φώναξε: «Δεν έχει βάρος, δεν έχω βάρος, δεν έχουμε βάρος.
Χανόμαστε. Χαθήκαμε. Χάσαμε το βάρος μας. Πετάμε»-
κι άνοιγε διάπλατα τα χέρια του σα νάταν όντως να πετάξει.
Το γέλιο του ακουγόταν πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, κοντά στο ποτάμι.

Ύστερα τίποτα. Μήτε κατάρες πια και μήτε επευφημίες. Μόνη μορφή ελευθερίας
απόμεινε η σιωπή. Στα εγκαταλελειμμένα περιβόλια
θεριεύαν οι τσουκνίδες, τα σπερδούκλια και κάτι παράξενα αγκάθια
με άγνωστα χρυσαφιά λουλούδια σαν αστέρια ερήμωσης. Τα πηγάδια στερέψαν-
αν έριχνες μια πέτρα χτυπούσε στην πέτρα, κι ο ήχος συνεχιζόταν
σ’ ένα ατελεύτητο βάθος ως την άλλη μεριά. Κι αν κοιταζόσουν μέσα,
ένα μονάχο μάτι, σκοτεινό, χωρίς τσίνορα, σε κοιτούσε κατάματα,
κάνοντας κοίλο ολόκληρο το πρόσωπό σου σα μια ξέβαθη τρύπα.

Αργότερα έπιασαν μεγάλα κρύα. Κοπάδια λύκοι κατεβαίναν
στα χωριά και στην πόλη. Όλοι κλειδώνονταν στα σπίτια. Χιόνισε κιόλας.
Ένα απερίγραπτο άσπρο είχε σκεπάσει τις στέγες, τα δέντρα, τη μνήμη,
σαν ευλάβεια, σαν άφεση, -καθώς εκείνο το πέπλο που σας έλεγα-
και πίσω του διακρίνονταν όλο το μαύρο, ατεμάχιστο, ανώδυνο, ήρεμο.

Τα ξημερώματα βρίσκαν στους δρόμους ψόφια πρόβατα, σκυλιά, γαϊδούρια,
κάτι λιγνά, περίλυπα άλογα. Τα μελίσσια είχαν αφήσει τις κυψέλες τους.
Το καλαμπόκι, το κριθάρι, το στάρι ακριβαίνανε. Ωστόσο,
κάποιο πρωινό, που άνοιξα τα παντζούρια, είδα τριγύρω στη μάντρα του κήπου
ένα σωρό παιδιάστικους, χάρτινους ανεμόμυλους. Μπορεί και νάταν
αυτός που πήγε να ζυγιάσει το πουλί. Στο δρόμο ακούστηκε πάλι
ένα παιδί να διαλαλεί κουλούρια –η φωνή του και το άρωμα
από ζεστό ψωμί και σουσάμι ξανάδινε σχήμα στα δέντρα, στις πόρτες,
στα χέρια και στα πρόσωπα. Το διάφανο πρωινό φεγγάρι
αποτραβιότανε με βήματα ένοχα, τριανταφυλλένια,
πλάι σε μια σιδερένια σκάλα υπηρεσίας, στριφτή, σκουριασμένη.

Φώναξα τότε τη μεγάλη αδελφή μου. «Κοίτα, κοίτα», της είπα. Μετρούσα:
«δυο, τρεις, εφτά, δεκάξη, δεκαεννέα», τους ανεμόμυλους. Εκείνη
στράφηκε προς τα εκεί. Δεν είδε τίποτε. Γύρισε και με κοίταξε
κι αμέσως έφυγε οργισμένη. Εγώ λυπήθηκα σα νάχα φταίξει.
Έσκυψα πάλι απ’ το παράθυρο. Τίποτε, αλήθεια. οι ανεμόμυλοι είχαν φύγει. (…)

Μια μέρα
Χύθηκε το νερό στο φόρεμα της αδελφής μου, -
μια λουλακιά ζωγραφιά σχεδιάστηκε πάνω του. «Δωσ’ το μου να στο πλύνω», φώναξα.
«Δεν είναι τίποτα, -λέει- το νερό δε λεκιάζει». «Δώσ’ το μου, δώσ’ το μου»,
φώναξα πάλι. Όλοι με κοίταζαν. Σώπασα. Κι η ζωγραφιά μεγάλωνε,
γέμιζε ολόκληρο το φόρεμα, τα χέρια της, τα πόδια της, το πρόσωπό της-
η αδελφή μου είχε γίνει γαλάζια. Μόνο η άκρη απ’ το ένα της σαντάλι
απόμεινε λευκή. Κανείς δε βλέπει τα ολοφάνερα. Τα άλλα-
ω, τα άλλα –ποια;- μετακινήσεις, ασχολίες, χειρονομίες
μες στο αμετάβλητο και αμετακίνητο, που λένε. Δεν βλέπουν καθόλου.
Καλύτερα τάχα; Χειρότερα; -Ποιος ξέρει;- Δε βλέπουν.

Αποτραβήχτηκα εδώ πέρα. Είναι ήσυχα. Μήτε ο απόηχος δε φτάνει
απ’ τις γεννήσεις, τους γάμους, τους θανάτους. Κουράστηκα. Τα ίδια και τα ίδια-
άλλοι ανεβαίνουν, άλλοι κατεβαίνουν –ίδιοι οι πρώτοι κι οι δεύτεροι κι οι τρίτοι,
(κι οι πιο καλοί, σαν φτάσουνε στην εξουσία –ξέρετε). Ένας τοίχος
με σκουριασμένους γάντζους ως επάνω ψηλά, μες στη νύχτα. Ποτέ μου
δεν κατάφερα να πιαστώ σ’ ένα γάντζο ν’ ανέβω –δεν προσπάθησα, βέβαια.
Ξεχνιόμουνα κοιτάζοντας ένα άστρο διαλυμένο στο νερό σα μια σταγόνα λεμόνι
μέσα στο τσάι, -ξάνθαινε κάπως το σκοτάδι. Όλοι φοβόμασταν. Κι ίσως πιότερο εκείνοι.

Ωστόσο αυτή η κουραστική επανάληψη, στο τέλος-τέλος, σαν να μεταλλάζει
σε κάτι ωραίο και σχεδόν υγιεινό –σου δίνει την εντύπωση, έτσι κάπως, του φευγαλέου και του ανεξάντλητου ταυτόχρονα –μια γαλήνια διάρκεια,
κάτι άγνωστο και οικείο, -σε αλαφρώνει – μια ιδέα τρομερής αιωνιότητας-
αιωνιότητας ωστόσο.
Ένα ήσυχο χαμόγελο κρέμεται μέσα μας,
όπως κρεμάμε σ’ ένα έρημο δωμάτιο έναν πίνακα –μιαν αρχαία ναυμαχία
σε σκοτεινό πράσινο χρώμα, νύχτα, με χρυσά και κόκκινα στίγματα στην άκρη,
μπροστά, στην αμμουδιά, διακρίνεται ένας γέρος χωλός ναυτικός. Έχει ανάψει
λίγη φωτιά κι έχει στημένη σε δυο πέτρες τη χύτρα του –
έτσι μονάχος, έτσι απόμαχος, σαν έξω απ’ τον κόσμο,
στεριώνοντας τον κόσμο πάνω σε δυο πέτρες καπνισμένες.
Αισθάνεσαι μια μυρωδιά ψαρόσουπας σ’ αυτόν τον πίνακα,
μια μυρωδιά ταπεινοσύνης και βουβής ελευθερίας –της μόνης.
Το σάλιο σού γεμίζει το στόμα –νιώθεις πάλι να πεινάς – και σ’ αρέσει.

Για τ’ άλλα –μήτε μάθαμε τι φταίει, ποιος φταίει. Από τα πριν τραβηγμένος ο κλήρος.
(…)

Γι’ αυτό σας έλεγα –ω, ναι, τα πάντα ήταν όμορφα- ποιο νόημα τάχα
νάχει κι η θλίψη κι η χαρά μες στο αδιαίρετο τίποτα; -ποια σημασία
μέσα σ’ αυτό το ευτυχισμένα αδιάφορο τοπίο, -όχι αδιάφορο-
ένας απέραντος ευδιάθετος θάνατος- και λέω «ευδιάθετος»
ίσως μεταβιβάζοντάς του τη δική μου πρόσκαιρη διάθεση
αυτού του αποψινού περίλαμπρου λυκόφωτος –τι χρώματα, θε μου-
ή παίρνοντας εγώ τη θέση του (τη βολική, πραγματική μου θέση),
έτσι σα νάναι ο μυστικός καθρέφτης μας που μας δείχνει αδιάψευστο,
ολόκληρο το πρόσωπό μας, καθάριο, αδιάπτωτο, ωραίο,
σχεδόν αθάνατο –μα τι σχεδόν;- πράγματι αθάνατο.

Μέσα σε μια μεγάλη κάμαρα ακατοίκητη, κρεμόταν από χρόνια,
ένας παλιός καθρέφτης με χρυσή κορνίζα. Στην κάμαρα εκείνη
δεν έμπαινε κανείς. Πετούσαν ανάκατα εκεί μέσα
ό,τι άχρηστο και παλιωμένο –λάμπες, πολυθρόνες, κηροπήγια, τραπεζάκια,
πορτραίτα πατρογονικά κι άλλα καθαιρεμένων στρατηγών, ποιητών, φιλοσόφων,
ανθοδοχεία κρυστάλλινα με παράξενα σχήματα, τρίποδες, μπρούντζινα μαγκάλια,
μεγάλες προσωπίδες, γύψινες, μετάλλινες, κι άλλες μικρές από μαύρο βελούδο,
ταριχευμένα κεφάλια ελαφιών κι άγριων ζώων, ταριχευμένα
πολύχρωμα πουλιά, γαλάζια και χρυσά, με γαμψά ράμφη –τ’ όνομά τους δεν τόξερα-
κρεμάστρες, πανοπλίες, κονσόλες και βαριά παραπετάσματα
σε πορφυρό συνήθως ή βαθυπράσινο χρώμα. Ήταν εκεί το καταφύγιό μου.

Μύριζε σκοροφαγωμένο ρούχο, σκόνη και δροσιά. Λοιπόν, ο καθρέφτης,
κρεμάμενος ψηλά στον τοίχο, συγκέντρωνε ολόκληρο το φως –ήταν το μάτι
της τυφλής, πολυδαίδαλης κάμαρας.
Το μάτι εκείνο
βασίλευε ήρεμο, αβασίλευτο, πάνω απ’ την αχρηστία και την ερήμωση,
την αθανάτιζε μάλιστα –μνήμη ιερή σε βαθειά λησμοσύνη. Κάποιο δείλι,
ανέβηκα σ’ ένα σεντούκι και κοιτάχτηκα μες στον καθέφτη –τίποτα δεν είδα-
τίποτα, μόνο φως, -ένα φως σκοτεινό, σα νάμουν ή ίδια
ολόκληρη από φως –κι ήμουν, στ’ αλήθεια. Κατάλαβα, τότε,
(ή, μάλλον, θυμήθηκα) πως πάντοτε ήμουν φως. Μια αράχνη
σεργιάνιζε στο φέγγος του καθρέφτη και στο πρόσωπό μου. Δεν τρόμαξα διόλου.

Η αράχνη δεν ήμουν εγώ. Ένα ξένο, λεπτότατο σώμα γλυστρούσε
πάνω στο κρύσταλλο, με αμέτρητα, γωνιώδη πόδια, -τάβλεπα μεγεθυσμένα
με τις αργές αιχμές τους. Σε κίνηση αργή, σε χρόνο αργό, σχεδόν ακίνητον. Λίγο-λίγο
ξεχώρισα και το υλικό μου πρόσωπο, ρόδινο και μαβί, σκιώδες,
τα μάτια ένα πράσινο θαλάσσιο, εκστατικό, και γύρω μου πάντα
το ακαθόριστο φως, -φωτοστεφανωμένη μες στην παραμέληση, μέσα στη μοναξιά μου,
μες στην αφάνειά μου. Δεν μπόρεσα ν’ αντέξω
τούτη τη μυστική ευτυχία: νάμαι ολόφωτη, μ’ ένα λεπτό προσωπείο πραγματικότητας
τριανταφυλλένιο και μαβί. Πήδηξα κάτω απ’ το σεντούκι,
άρπαξα ένα παμπάλαιο κλειδί παρατημένο σε κάποιον μαρμάρινο νιπτήρα,
τόσφιξα και το φίλησα. Και τότε, στον πυλώνα απ’ έξω, αντήχησε το κέρας
των κυνηγών, περίεργα μελαγχολικό και κουρασμένο –τελεσίδικο.

Βράδιαζε αργά, κι έφεγγε πάντα ο καθρέφτης στον τοίχο.
Η αράχνη είχε φύγει. Αισθανόμουν ακόμη να φέγγω απ’ τα μέσα,
μοναχική, ταυτισμένη μαζί του, ερωτευμένη,
κρατώντας το κλειδί του υπογείου στα δυο μου χέρια.
Για τούτο
σας έλεγα πως παίρνω τη θέση του (την πιο πραγματική μου θέση)
τη θέση του θανάτου μου –δηλαδή του θανάτου.
Τώρα γνωρίζετε
πως ήμουν προνομιούχος. Ναι. Γι’ αυτό ντρεπόμουν, είχα τύψεις,
ντρέπομαι τώρα ακόμη πιο πολύ που το εξομολογούμαι. Τι προνόμια τάχα;

Γνώρισα την ωραία ματαιότητα, την ήρεμη, την περίπου χαρούμενη
ξάπλωσα μέσα της ή πάνω της, όπως το καλοκαίρι σε μια θημωνιά, παρατηρώντας
το βραδινό ουρανό, τα δάση, τα γαλάζια βουνά, μυρίζοντας άπληστα
τη ζεστή δρόσο, το θυμάρι, το άχυρο, το μακρινό ποτάμι,
την ευωδιά των θερισμένων σταχυών –όχι καθόλου με την έννοια
του ψωμιού, του νερού, της χρησιμότητας, -με την έννοια μονάχα
ενός γενικού θερισμού, πραϋντικού, ενώ από λόφο σε λόφο,
από αμπέλι σε αμπέλι, τα σκυλιά των γεωργών και των βοσκών αλυχτούσαν
μια ολόλευκη παντάνασσα πανσέληνο με σταυρωμένα χέρια, δίχως βρέφος.

Ήταν μια γεύση –δεν ξέρω- από βαθύ γαλάζιο διαλυμένο-
μια γεύση υπαρκτής ανυπαρξίας, υπογραμμισμένης κάποτε
από τη μετακίνηση κάποιου πουλιού στον ύπνο του –μια σιγαλιά πολύβοη-
κι εγώ ήμουν ολόκληρη η σιωπή και μέρος της σιωπής. Δάγκωνα ένα μυρτόκλωνο
μη και φωνάξω. Γιατί τόνιωθα: το στόμα μου μεγάλωνε
θαυμαστικό, για μια μεγάλη κραυγή, και τα δόντια μου
αραίωναν κι αυτά, χωρίζονταν, για ν’ αφήσουν διέξοδο
σ’ εκείνη την κραυγή. Την κράτησα. Διαλύθηκε εντός μου.
Αυτή ‘ταν η σιωπή. Κι εγώ ήμουν αέρινη –μπορούσα να πετάξω. (…)

Έφυγαν όλοι. Τώρα κάθομαι εδώ και κοιτάω και ξεχνάω και θυμάμαι.
Τα πάντα ήταν καλά. Δε μου χρειάζεται τίποτε, -χορταστική ολιγάρκεια.
βάζω τα χέρια μου στα γόνατά μου, αγγίζω το κενό, κρατιέμαι
απ’ το κενό. Στέκομαι ακόμη ορθή σ’ ένα εξαίσιο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι,
πιασμένη απ’ τα κάγκελα –μετέωρη σχεδόν. Σε τούτα τα κάγκελα,
μετάλλινα, λεία, αντιλαμβάνομαι τις αλλαγές του καιρού, το κρύο, τη ζέστη,
την υγρασία, τ’ αστέρια –εικονικές αλλαγές. Ένα σπουργίτι, πότε-πότε,
κάθεται εκεί και με κοιτάει –γνωριζόμαστε. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε. (…)

Τι δύσκολα πούναι τα λόγια –δε νομίζετε; - ο σωστός μας λόγος
μονάχα στον εαυτό μας απευθύνεται ή, τουλάχιστον,
μονάχα ο εαυτός μας τον ακούει σωστά. Όλα τ’ άλλα
μικρές ή μεγάλες προφάσεις, παζαρέματα, μεταμφιέσεις. (…)

Μονάχα ο έρωτας, που λένε κι η ομορφιά, αντιστέκονται κάπως στο χρόνο-
παρ’ όλο που ούτε τόνα ούτε τ’ άλλο ξέρω τι σημαίνουν –ένα κάτι σαν ψαύσιμο ελαφρό στον αυχένα. (…)

Η κάθε μέρα κάτι μας αφήνει για τη νύχτα –είναι δύσκολος κάποτε ο ύπνος
αν κάτι ωραίο δεν έχεις ν’ αντιπαραθέσεις στο σκοτάδι που ενεδρεύει.(…)

Γι’ αυτό κι η ευχαριστία μου κι η προσευχή μου πριν απ’ τον ύπνο,
κι ο καλός ύπνος, και τ’ όμορφο ξύπνήμα, κι ο καλός θάνατος,
-με το καλό ναρθεί – παράπονο δεν έχω, -τον γνώρισα,
είμαστε φίλοι πια, σ’ αυτόν χρωστάω τα περισσότερα:
το νόημα της ζωής –θέλω να πω την έλλειψη κάθε νοήματος. Πολύ αργά το μαθαίνουμε-
ένα άγγιγμα ήσυχου φτερού –και το φτερό διαποτισμένο από ύψος-
έτσι λέμε τουλάχιστον –δικαιολογίες, μεταστροφές, θλιμμένες πανουργίες. (…)

Τις νύχτες
κοιτάω μακριά στην πολιτεία τις μεγάλες πολύχρωμες ρεκλάμες,
καμμιά φορά σβήνω τη λάμπα –αφήνω να φωτίζεται το δωμάτιό μου
από τον έξω μακρινό φωτισμό –πότε γαλάζιο ή κίτρινο ή μενεξεδένιο,
πότε τριανταφυλλί ή βερυκοκκί, -μια ξένη κάμαρα, με ξένα φώτα-
ξένη κι εγώ με την επίγνωση του μακρινού και του άφταστου, με τη βαθύτατη εκείνη
επίγνωση της ήμερης γενικής ξενητειάς, σα μυστική φιλία
με όλους και με όλα, -μια και τίποτα πια δεν μας αγγίζει
κι ούτε μπορεί, φυσικά, να μας προσβάλει –μια θεσπέσια φαντασμαγορία.

Κι η κάμαρά μου –καράβι χρυσό –μενεξεδένιο- ταξιδεύοντας μέσα στη νύχτα,
κι εγώ κατάμονη μες στο καράβι –καθόλου, μα καθόλου θλιμμένη, -
ούτε τιμόνι, ούτε κουπί –ξέροντας τα άχρηστο (και μάλιστα επιζήμιο)
του τιμονιού, του κουπιού, της πυξίδας.
Θυμάμαι
εκείνη τη μεγάλη νύχτα –την παραμονή του φόνου: Ο αδελφός μου
στάθηκε μια στιγμή στο κεφαλόσκαλο έξω της μαρμάρινης σκάλας,
κοίταξε αμίλητος τον ουρανό, με το κεφάλι του όμορφα υψωμένο:
«Μόνα κουπιά μας –είπε- ίσως νάναι τ’ αστέρια. Μα κι εκείνα
δεν τα κρατάμε εμείς, -πώς θα μπορούσε;». Τον ένιωσα αμέσως.
Η μεγάλη αδελφή μου δεν κατάλαβε. Τούδωσε το σπαθί κρυμμένο κάτω απ’ την ποδιά της. (…)

Ύστερα φτάσαν τα μεγάλα ποντίκια, η σκουριά, ο ξυλοφάγος, ο σκόρος-
με τον καιρό αποθρασυνθήκανε, μασούσαν ολοφάνερα τα ξύλα, τους τοίχους,
τα υφάσματα, τα σίδερα –τίποτα δεν μπορούσες να φυλάξεις.
Τους τα παραχωρήσαμε, λοιπόν, κι εμείς, -δε μας ένοιαζε διόλου, -
μήτε που ακούγαμε το ατέλειωτο ροκάνισμά τους. Αυτή ακριβώς την ώρα
ανακαλύψαμε το αδούλωτο μέσα στην πλήρη παράδοση.
Πελώριοι αρουραίοι
σκύβανε στα μεγάλα κιούπια, πίνανε το λάδι, σκαρφαλώναν στο ταβάνι,
έτρωγαν τα φιτίλια απ’ τις καντήλες, ροκανίζαν με απληστία
τα παπούτσια μας κάτω απ’ τα κρεβάτια.
Κι ήταν στιγμές που θαρρούσες
πως κάποιοι περπατούσαν κάτω, χαμηλά, στα υπόγεια, μες στο χώμα,
κι εμείς, ασάλευτες, ψηλά, πάνω απ’ τις μάταιες κινήσεις,
πάνω απ’ το φόβο της φθοράς, σαν άφθαρτες, σαν τελειωμένες. (…)

Όλα αποσύρθηκαν με τον καιρό σαν τα ποντίκια, σαν τους αυλοκόλακες, τους υπηρέτες
ή σαν τα κύματα πιότερο. Μόνο μια μυρωδιά από αλάτι έχει απομείνει,
η μυρωδιά μιας διάρκειας, μαζί μ’ εμάς, χωρίς εμάς, -τι σημαίνει;-
κείνο το αλάτι στο ψωμί, στο νερό, στον αέρα-
αυτό που λέμε ελευθερία, χωρίς να ξέρουμε ποτέ τι ζητάμε και τι είναι. (…)

Έτσι πέρασαν τα χρόνια, (πώς πέρασαν; -δεν τόνοιωσα), κι εγώ
πάντα στο περιθώριο των συμβάντων, -είμαι τάχατε εγώ που έχω ζήσει, μη ζώντας,
τόσες και τόσες ζωές, και την ίδια τη ζωή μου; Μια φορά μόνον,
σαν ήτανε τιμωρημένη για το πείσμα της η μεγάλη αδελφή μου,
της πήγα κρυφά τροφή και νερό.
Πολύ ευχαριστήθηκα
που κάποιον θα μπορούσα να νοιαστώ, που κάποιος είχε την ανάγκη μου.
Μ’ άρεσε
κι όλη η ετοιμασία, το μυστήριο, ο κίνδυνος. Δεν τα κατάφερα.

Με πιάσαν μπρος στην πόρτα. Με τιμώρησαν και μένα.
Ήταν μια ξέχωρη χαρά νάχω τιμωρηθεί για κάποιον και για κάτι,
εγώ, η τιμωρημένη πάντα από τον ίδιο τον εαυτό μου, ν’ αξιωθώ επιτέλους
μια τιμωρία για μια πράξη –ήμουν πολύ περήφανη για τούτο.
Έβλεπα πια τα πράγματα κι εμένα σε μια σχέση φανερή προς τους άλλους. (…)

Όσο για τη μητέρα, -η δύστυχη ποτέ δεν τιμωρήθηκε. Εκείνη
μονάχα τιμωρούσε (και θαρρώ πως μόνον οι τιμωρημένοι
έχουν καιρό και τρόπο να σκεφτούν. Μόνο οι τιμωρημένοι
μεγαλώνουν σωστά –κι ας μη φαίνεται- διατηρώντας ως το τέλος
όλα τα στάδια της αύξησής τους).
Η άμοιρη μητέρα
τα πλήρωσε όλα μονομιάς. Ποτέ δεν την είδα να κλαίει
ή να παρακαλεί. Μόνο, την ύστατη στιγμή, τα σκοτεινά της μάτια
σταμάτησαν πελώρια, σαστισμένα, πανέμορφα, σαν μεμιάς να συλλάβαν
όλο το νόημα της ζωής, όλη τη ματαιότητα της όποιας εξουσίας,
ίσως κι όλο το νόημα της ομορφιάς –πάντοτε ανέφικτης, κι ωστόσο βιωμένης.

«Η αίσθηση του ωραίου» -θυμάμαι πούλεγε ο παιδαγωγός μας- «συνυφαίνεται πάντα
με την έννοια του μάταιου». Και μονάχα το ωραίο θαρρώ μπορεί ν’ αντέξει
άντικρυ σ’ όλο το μάταιο κι ανεξήγητο, χωρίς ελπίδα
δικαίωσης ή ανάστασης. –Α, εκείνη η ευγενική ανιδιοτέλεια. Η αδελφή μου
δεν ανεχόταν το ανεξήγητο, -κι ίσως γι’ αυτό παραλόϊσε. Μονάχα
στα τελευταία της χρόνια τόρριξε στο πλέξιμο –φανέλες, κάλτσες,
γάντια, κασκόλ, -όχι που κρύωνε- δε φόρεσε ποτέ κανένα,
γέμισε μια κασέλα ολάκερη –καθόταν πάνω της τα βράδια
σκυφτή, με σταυρωμένα χέρια –ω, ναι, θα κρύωνε- δεν τα φορούσε

Κάποτε, πάνω στην αρρώστια της, όταν σωθήκαν οι κλωστές της,
ξήλωσε μια παλιά, ετοιμόρροπη, λινή κουβέρτα
κλωστή-κλωστή –κοβόταν- κόμπο-κόμπο, κι έφτιαξε με τη βελόνα
έναν περίφημο άθλο καρτερίας –ένα μικρό πετσετάκι- μου το χάρισε
(παρ’ όλο το χαμένο λογικό της, είχε θυμηθεί πως ήταν τα γενέθλιά μου).
Ποτέ δεν έλαβα πολυτιμότερο δώρο. Τόχω πάντα κοντά μου. Κι αλήθεια,
κάθε όμορφο πράγμα έχει μια ατέλειωτη προϊστορία και χιλιάδες αθώρητους κόμπους
και μια μικρή βελόνα υπομονής με χιλιοτρυπημένα δάχτυλα. Ίσως
η άλλη όψη του ωραίου νάναι η αγιότητα, -ποιος ξέρει;- τίποτα δεν έχω μάθει. (…)

Πέρασαν πια τα χρόνια. Αλάφρωσα πολύ, παραβάρυνα. Χαίρομαι
αυτή την ελαφρότητα κι αυτό το βάρος. Ένα βαθύ χαμόγελο
με ανασηκώνει απ’ τις μασκάλες. Δεν πατώ στο χώμα –ντρέπομαι
μη και με δει κανείς να περπατώ στον κήπο σαν πουλί. Ντρέπομαι
γι’ αυτή την παιδική μου ελαφρότητα. Αράζω εδώ στο παράθυρο
με τις βροχές, με τις λιακάδες, -δεν χόρτασα ακόμη να βλέπω. (…)

Λοιπόν, δε χόρτασα. Ξεχνιέμαι ακόμη κοιτώντας ένα σύννεφο στη δύση,
ένα παράξενο σύννεφο σαν καμωμένο από μικρά καθρεφτάκια της τσέπης, -
μου ρίχνει τις λάμψεις του στα μάτια, δε μ’ αφήνει να σοβαρευτώ, παρ’ ότι
αισθάνομαι την έλευση της νύχτας πίσω απ’ όλες τις λάμψεις, παρ’ ότι
είναι μια γεύση διάχυτη στον αέρα από στάχτη και τριμμένη κανέλα. (…)

Τίποτα πια δεν περιμένω. Εδώ τελειώνω. (…)

Α, ναι, περίμενα πως κάποιος, κάποτε, θαρχόταν να πάρει
το ύφασμα εκείνο και το μυστικό της ύφανσης –η ίδια εγώ να το αποθέσω
πάνω στα γόνατά του, όπως τώρα, σ’ εσάς, αυτά τα λόγια,
σα νάχει μόνο αυτό μια σημασία.
Πολύ σας κούρασα, καλή μου φίλη.
Κι εγώ είμαι κουρασμένη. Συγχωρήστε με. Τώρα μπορώ να φύγω,
ευτυχισμένα κουρασμένη, δίχως όνειρα πια κι επιθυμίες
μόνο με την απέραντη κι εξαίσια επιθυμία να ζητώ συγγνώμη
απ’ όλους κι απ’ όλα.
Συγγνώμη. Συγγνώμη. Συγχωρήστε με
εμένα την ασήμαντη, που για πράξη καμμία
να περηφανευτώ δεν έχω –τίποτε. Μονάχα τούτη η αναγάλλια
να σας ζητώ συγγνώμη, -ευχαριστώ- κι η υστάτη μου συγγνώμη
για μένανε την ίδια –από καιρό προετοιμασμένη κι ίσως δικαιωμένη.

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Ιατρείον ασμάτων

Στη Στέλλα Βλαχογιάννη έχω ήδη αναφερθεί σε παλαιότερη ανάρτησή μου, με αφορμή μια συζήτηση στον Δήμο Υμηττού για το έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Η Στέλλα δηλώνει –και είναι φυσικά- δημοσιογράφος. Όμως για μένα είναι πάνω απ’ όλα ένας βαθύτατα ποιητικός άνθρωπος. Μια γυναίκα παλλόμενη, μια ψυχή σημαδεμένη, αλλά όχι ηττημένη. Ο λόγος της, γραπτός και προφορικός, πάντα αιχμηρός και ταυτόχρονα βαθύς, ουσιαστικός, ευαίσθητος. Η παρουσία της, ραδιοφωνική, έντυπη ή ζωντανή αναδεικνύει έναν άνθρωπο με δύναμη ζωής, με πάθος, με πίστη, με αλήθεια. Τη Στέλλα την γνωρίζω κυρίως από τα κείμενά της και από τον λόγο της στην καθιερωμένη από χρόνια εκπομπή της στο Δεύτερο Πρόγραμμα, κάθε Τετάρτη βράδυ, στις 12 τη νύχτα, το «Ιατρείον ασμάτων». Όποτε μπορώ κάθομαι σαν τους παλιούς καλούς καιρούς δίπλα στο ραδιόφωνο, και ακούω τη ζεστή και ανεπιτήδευτη φωνή της, τις προσεγμένες και απρόσβλητες από έξωθεν-άνωθεν εντολές, μουσικές επιλογές της, και εισπνέω πολιτισμό. Γνώση, ευγένεια, καθαρή ματιά, καλλιεργημένο μουσικό αισθητήριο και μια τρυφερή μελαγχολία που τοξεύει στο κέντρο της καρδιάς και της συγκίνησης. Κι ακόμη μια φωνή ασυμβίβαστη και ανυποχώρητη. Με δυο λόγια μια φωνή υγιής, εν μέσω νοσούντων καιρών. Άξιο λοιπόν το όνομα της εκπομπής, και όλης της γης οι… «ασθενούντες» όλο και κάποιο φάρμακο θα βρουν σ’ αυτήν, για να βγάλουν την νύχτα. Αύριο βλέπουμε… (καλά δεν λέω γιατρέ μου;)
Ήταν λοιπόν μεγάλη η χαρά μου όταν την ανακάλυψα σερφάροντας και στα μέρη μας. Η Στέλλα έστησε το δικό της στέκι στη μπλογκόσφαιρα και «εκπέμπει» και από εδώ τα κείμενά της. Η διεύθυνση όπου μπορείτε να την απολαύσετε κρατάει τον… ευαγή τίτλο: Ιατρείον ασμάτων. Δεν έχετε παρά να προστρέξετε προς ίασιν και τέρψιν.
Εγώ σας δίνω σήμερα δυο δείγματα γραφής σαν μια σύντομη σύσταση με τον λόγο της. Το ένα προέρχεται από βιβλίο της με κείμενά της από τις ραδιοφωνικές της εκπομπές, και με τίτλο ομώνυμο της εκπομπής, και το άλλο από την ποιητική της συλλογή «Η θλίψη του σώματος» -και τα δύο από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος.
Χαρείτε τα.


Η παλιά εικόνα μας μένει αλλού. Στον τόπο που υπήρξε, για την ακρίβεια. Δεν μας ακολούθησε στη λαιμητόμο των αστικών τοπίων. Έμεινε εκεί πίσω, συνεχίζει να πηγαίνει σχολείο, τα απογεύματα ης Κυριακής σινεμά με τη Βουγιουκλάκη, φροντιστήριο και αγγλικά τα βράδια, τα καλοκαίρια μπάνιο και υποβρύχιο στο παραλιακό ζαχαροπλαστείο που δεν έχει γίνει ακόμα καφετέρια, ενώ Χριστούγεννα και Πάσχα νιώθει έναν ατέλειωτο πνιγμό που δεν μπορεί να μεγαλώσει, να φύγει, να αλλάξει. Η παλιά εικόνα μας βγαίνει βόλτα τα βράδια στους δρόμους και στις πλατείες που παίζαμε κρυφτό, κι αν καμιά φορά σκοντάψει και χτυπήσει το γόνατο, τρέχει με κλάματα στο πατρικό και χτυπάει επίμονα το κουδούνι. Της ανοίγουν ξένοι, -τι θέλετε; τη ρωτούν κι κείνη στην αρχή τα χάνει. Μετά βρίσκει τα λόγια της και εξηγεί: -Εσείς δεν με ξέρετε, με ξέρει όμως το σπίτι.

(από το «Ιατρείον ασμάτων»)



Τα πουλιά

Τα πουλιά είναι μάρτυρες και τρέφονται με χρόνια,
κορίτσι μικρό παιδί ανίδεο αυτοί που θα ‘ρθουν
ξέρουν τα όνειρά σου, σκιές στα βήματα γυναίκες της λύπης,
η μάνα σου η θειά σου, κι οι άλλοι που θα σε πετάξουν στον
εαυτό σου και θα φύγουν και θα έρθουν κι όλο σου το
παράπονο μια μέρα χώμα στεγνό φιλί τ’ αέρα, μετά εσύ θα
περπατάς τις απουσίες θα διατάζεις στα μάτια σου που δεν
έχουν από μέσα.


(από το «Η θλίψη του σώματος»)

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Να τους χαιρόμαστε!

(Qiang Huang)

«Όπου Γιώργος και μάλαμα», λέει το τραγούδι, και πώς γίνεται βρε παιδί μου και αληθεύει ετούτη η ρήση. Λες και διαλέγει κάποια πρόνοια πού θα πάει το όνομα, μη πάει χαμένη η χάρη του Άι Γιώργη. Αλλά κι εκείνοι την χαρίζουνε απλόχερα, έτσι γενναιόδωροι πούναι πλασμένοι, τούτη τη χάρη. Να τους χαιρόμαστε λοιπόν εμείς οι τυχεροί που έλαχε να τους έχουμε δικούς και φίλους. Μια αγκαλιά αγάπη ανταποδίδουμε και όλες οι χαρές δικές τους!

Μικρό δωράκι από καρδιάς, τα λόγια του Ελύτη, από το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», με την ευχή να λάμπουν πάντα σαν «καθαρή διάφανη μέρα» και σαν γλυκείς ευωδιαστοί απρίληδες :)

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.

Σου ‘ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.

Κυριακή 19 Απριλίου 2009

ευχητήρια κάρτα

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

(Ηλιογράφος)


Ας ήταν να ‘ρχεται αστερισμός
εκείνη η λιτανεία
σαν μια μικρή τριανταφυλλιά
γεμάτη σκουλαρίκια
απ’ τ’ ανοιχτά της Πασχαλιάς
καθώς φυσάει αυγή
και φεύγουν
άκακα πουλιά οι αποδημίες
προς τη Δύση

Ας ήταν να ‘ρχεται
αυτό που κράτησε
για τόπι την ανάσταση
και φλόγα από κερί
στο φρέσκο μέτωπο
ας ήταν τώρα
εωθινή ευχή ν’ ανθίσει

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

ΕνΤροπία

Από τις τρύπες της σιωπής
επίμονα και διαπεραστικά.
Σειρήνες.

Με προειδοποιούν ή με καλούν
του κόσμου τα στοιχειά;
Έρχεται κίνδυνος ή πειρασμός;
Οδύνη ή ηδονή επίκειται;

Μέσα σε πόλεμο το σώμα συντελείται.

Από το τραύμα στην επούλωση
να έρθει το άλλο τραύμα.
Κι ανάμεσα κρησφύγετα
έφοδοι και πολιορκίες.

Πεδίο μάχης αυτό το σώμα που έπεσε και κρατάει
ορθώνεται σαν πύργος σιωπηλός
μετά από χρόνια. Μη γελιέσαι.
Στα τείχη του χτισμένοι ζωντανοί όσοι νικήθηκαν
τα χέρια τους προβάλλουν κάθε τόσο
απ’ τις σχισμές επίμονα να ζήσουν
κομμάτια σάρκας τούς πετάω στα κρυφά
κατάντησαν θηρία. Και στις αυλές του
συμπόσια και συνωμοσίες
να κοροϊδεύουν τον καιρό μέχρι την άλλη μάχη.

Γι’ αυτό τ’ αυτιά ορθώνω συσπειρώνομαι
σαν τίγρη που ελάφι ή κυνηγό παραφυλάει
όταν ακούω σειρήνες.

Ξέρω. Έρχεται πόλεμος.
Ίσως εξέγερση των σκλάβων.
Ίσως εχθροί κατακτητές.
Δεν έχει σημασία.
Πάντα εμφύλιος αυτός ο πόλεμος.

Πάντα εμφύλιος όταν ηχούν
του κόσμου τα στοιχειά
σειρήνες.

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Άνθρωπος ή γάιδαρος?

Η είδηση είναι από την σελίδα του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ. Την μεταφέρω αυτούσια. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα δικά σας...



Ο ΚΛΑΡΕΝΣ καταδικάστηκε για δύο λάχανα.

Από την Μελίνα Αυγερινού, ξεναγό του Καταφυγίου της Καφέ Αρκούδας.

Σε χωριό της δυτικής Μακεδονίας, ήταν ένας γάιδαρος… δεμένος σε ένα δέντρο, κουρασμένος και πεινασμένος. Τα παιδιά του χωριού τον έλυσαν γιατί τον λυπήθηκαν. Ο γάιδαρος μπήκε στον πρώτο κήπο που βρήκε με ανοιχτή την πόρτα κι έφαγε δυο λάχανα. Ο ιδιοκτήτης του κήπου αντί να τον διώξει και να κλείσει την πόρτα, τον ξυλοκόπησε άγρια. Η αιτία της βίαιης αντίδρασης ήταν η ‘παραβατική’ συμπεριφορά του γαιδάρου, που μπήκε απρόσκλητος στον κήπο κι έφαγε δυο λάχανα. Ο ιδιοκτήτης του γαιδάρου, μη ξέροντας τι να κανει, στράφηκε για βοήθεια στους ανθρώπους του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ.
Διστακτικοί εμείς, καθώς δεν ξέραμε πως να βοηθήσουμε αρχικά, μεταφέραμε το τραυματισμένο ζώο -που κείτονταν ανήμπορο στη μέση του δρόμου-, στις εγκαταστάσεις του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ. Μετά από 10 μέρες σκληρού αγώνα των εθελοντων, φίλων, εργαζομένων και κτηνιάτρων του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ, κι αφού το ζώο ακόμη δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, τον μεταφέραμε για πιο ειδική φροντίδα σε Ειδικό Καταφύγιο στα Τρίκαλα.
Εκεί, μετά από συνολικά δεκαέξι μέρες, ο Κλάρενς υπέκυψε στα σοβαρά τραύματά του.

Τέτοιου είδους συμπεριφορές, δεν ταιριάζουν στον 21ο μας αιώνα. Η φύση δεν μας ανήκει, εμείς της ανήκουμε, γι’ αυτό ας φροντίσουμε να συνυπάρξουμε αρμονικά με τους συγκάτοικούς μας σε αυτόν τον πλανήτη.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Οι "ξένοι"

(Βούλα Παπαϊωάννου)


Αφού τα είπα και ξεθύμανα, επανέρχομαι σε ό,τι αυτό το μπλογκ συνηθίζει: στα όμορφα πράγματα που υπάρχουν γύρω μας.
Σήμερα, ημέρα που γιορτάζει η ποίηση, και κάνει την είσοδό της η άνοιξη, θα σας μιλήσω για κάτι εξόχως ποιητικό και ανοιξιάτικο.
Εδώ και λίγες μέρες μένουν κοντά μας δυο νέοι άνθρωποι, ένας Κούρδος και μια Ρουμάνα, με την κορούλα τους, την Εσμεράλδα. Θα πείτε και τι το ιδιαίτερο έχει αυτό; Εκ πρώτης όψεως κανένα. Όμως αυτοί οι τρεις άνθρωποι αποπνέουν μια γλυκύτητα που καιρό έχω να συναντήσω στους βολεμένους συμπατριώτες μας. Άνθρωποι κυνηγημένοι, που μέχρι πρότινος ζούσαν στοιβαγμένοι, οι τρεις τους κι ένας ακόμη άνεργος ξάδελφός τους, σε «καμαρούλα μια σταλιά» στην κυριολεξία –αδυνατώ να φανταστώ πώς-, χωρίς θέρμανση, μαγειρεύοντας σε πετρογκάζ, ψάχνοντας για το μεροκάματο με το κυάλι. Σε κατάσταση απόγνωσης για να μην πολυλογώ. Τέτοια, που ήταν έτοιμοι να γυρίσουν στο Κουρδιστάν, κι ας πήγαινε ο Αράμ φυλακή, με το που θα πάταγε το πόδι του εκεί –πολιτικός πρόσφυγας γαρ. «Τουλάχιστον θα γλυτώναμε το ένα πιάτο, μου λέει, η Βάλη κάτι θα έβρισκε να κάνει, και ίσως, αν ήμουν τυχερός, θα έβγαινα σε μερικά χρόνια, και θα ζούσαμε πάλι μαζί.» Η ιστορία τους; Εκείνος παντρεμένος στη πατρίδα του, έφυγε για να μην τον πιάσουν, και ξαναγύρισε μία μόνο φορά, για την ταφή του δεκάχρονου γιου του, που σκοτώθηκε σε βομβαρδισμό. Εκείνη χωρισμένη, με έναν γιο δέκα οκτώ ετών, που ζει και δουλεύει στη Ρουμανία –δεν τολμάει να του προτείνει να έρθει εδώ, όπως είναι τα πράγματα-, ήρθε στην Ελλάδα για να μπορέσει να επιβιώσει. Μπορείτε να φανταστείτε το πόσο δύσκολο ήταν και για τους δύο να τα καταφέρουν στις εχθρικές και δύσκολες συνθήκες της… «φιλόξενης» πατρίδας μας. Κι όμως τα κατάφεραν. Το εντυπωσιακό ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό. Είναι το ότι δεν χορταίνεις να βλέπεις τα μάτια και το χαμόγελό τους. Δυο όμορφοι, υγιείς, νέοι άνθρωποι, που τους κοιτάζεις και πουθενά στο βλέμμα τους δεν διαβάζεις κακεντρέχεια, πονηριά, ούτε καν θλίψη. Βλέπεις πάντα δυο καθαρά μάτια, που σε κοιτάζουν ευγενικά, ήρεμα, λαμπερά, καλοπροαίρετα. Καμμιά μεμψιμοιρία, καμμιά δουλικότητα, καμμιά καχυποψία. Πρόθυμοι να προσφέρουν όπου και όπως μπορούν, πάντα ωστόσο με μια φυσική αξιοπρέπεια που δεν χρειάζεται να αποδείξουν, να δουλέψουν τίμια και ευσυνείδητα, χωρίς τις γνωστές κουτοπονηριές της δικής μας… «περήφανης» ράτσας, να χαρούν με ό,τι όμορφο τους χαρίζει η τύχη, χωρίς τη διαρκή γκρίνια και μιζέρια που τρέχει απ’ τα μπατζάκια των απανταχού «αδικημένων» συμπολιτών μας. Γνωρίστηκαν εδώ, αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν και έκαναν το κοριτσάκι τους. Ένα υπέροχο, χαρούμενο πλασματάκι που όλο χαμογελάει. Τους βλέπω μαζί, τόσο ήρεμους, τόσο αληθινούς, τόσο πλήρεις, τώρα που η ζωή τούς άναψε ένα φως, να στήνουν το σπιτικό τους πραγματάκι – πραγματάκι, να στήνουν τη ζωή τους στιγμή – στιγμή, να στήνουν την αγάπη τους χαμόγελο - χαμόγελο, κι αισθάνομαι να με επισκέπτεται η ομορφιά αυτοπροσώπως.
Ειλικρινά δεν βρίσκω τίποτα πιο ταιριαστό να πω γι’ αυτή τη μέρα της γιορτής.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

Τα νεύρα μου!


«Τι σ’ εκνευρίζει;» ρωτάει το Μεριλάκι…. Ουουουου πολλά! πάρα πολλά! Ναι, ναι, είμαι ιδιότροπη! Το λέω εξ αρχής να το ξέρετε. Ας πω μερικά έτσι στην τύχη.

Οι γυναίκες που ντύνονται σαν… χριστουγεννιάτικα δέντρα!
Αλλά και οι πενηντάρες που επιμένουν να νομίζουν πως «ο χρόνος δεν περνάει από πάνω τους» και εξακολουθούν να ντύνονται σαν εικοσάρες…
Οι «όμορφοι μάτσο» που θεωρούν… αχαριστία να μην αρέσουν παιδί μου, αρέσουν, σ’ όλον τον γυναικείο πληθυσμό.
Τα σπίτια που οι ένοικοί τους έχουν πετάξει ό,τι θύμιζε πως κάποτε ήταν άνθρωποι, και είναι στημένα σαν να περιμένουν τον φωτογράφο από το Art et dècoration.
Η Κατερίνα Παπακώστα.
Όσοι σε πλησιάζουν στην ουρά σε… απόσταση εφαψία, νομίζοντας ότι έτσι θα… φτάσουν πιο γρήγορα στο ταμείο!
Τα σκουπίδια στην παραλία, τα δάση, κι όλες τις άλλες φυσικές ομορφιές της ωραίας μας πατρίδας…
Οι φωνασκίες παντού και πάντα.
Ο λαϊκισμός του Λαζόπουλου.
Τα πιτσιρίκια που οι μαμάδες τους τα έχουν κάνει να πιστεύουν ότι ο κόσμος όλος είναι στα πόδια τους. (ξέρετε, εκείνα που σε γεμίζουν άμμους όταν γαλήνια κάνεις την ηλιοθεραπεία σου, ή κάνουν την ταβέρνα λούνα παρκ με τα κυνηγητά και τ’ αυτοκινητάκια τους, τα χαριτωμένα μου…)
Οι αριστεροί δημόσιοι υπάλληλοι που μπήκαν με ρουσφέτι, λουφάρουν ασύστολα, φέρονται στους ανθρώπους σαν σκουπίδια, και θέλουν από πάνω ν’ αλλάξουν την κοινωνία (για να την κάνουν σαν τα μούτρα τους;;;;;).
Οι άντρες που πλακώνονται στα τηλέφωνα και τις προσκλήσεις μέχρι να καταλάβουν ότι δεν… κι έπειτα πού τους είδατε, πού τους απαντήσατε…
Οι άντρες που δεν ξέρουν να φτιάξουν μια πρίζα.
Οι ακροαματικότητες του Τριανταφυλλόπουλου.
Οι γυναίκες που δεν μπορούν, βρε παιδί μου, να χάσουν με τίποτα τα κιλά που πήραν στην εγκυμοσύνη, και παχαίνουν με… τον αέρα…
Οι γυναίκες που κάνουν παιδί για να κρατήσουν τον άντρα τους.
Οι άντρες που σου λένε συνέχεια «πάμε όπου θέλεις εσύ.»
Οι αντρικές βερμούδες όλη μέρα κι όλη νύχτα το καλοκαίρι, βρε δε ‘πα να ‘ναι το πιο σικ εστιατόριο.
Όσοι καβαλάνε μια λωρίδα και δεν πάνε ούτε αριστερά, ούτε δεξιά.
Ο ρατσισμός των μη καπνιζόντων.
Όσοι ενοχλούνται από τα γαυγίσματα και τα κελαηδίσματα, ενώ σου έχουν χώσει στ’ αυτί το ερκοντίσιόν τους που μουγκρίζει σαν εργοστάσιο.
Οι ξερόλες που λένε αβάσταχτες κοινοτοπίες με ύφος νομπελίστα.
Οι φελλοί που νομίζουν ότι έχουν αισθητική, ενίοτε δε ότι είναι καλλιτέχνες και οι ίδιοι… και κάνουν εκθέσεις κι άλλα τέτοια κοσμικά…
Όσοι κλέβουν αναπτήρες, κι έπειτα εγώ παθαίνω πανικό: μια φωτιά βρε παιδιά! Μια φωτιά!
Οι απανταχού ψυχολόγοι που στο όνομα της απενεχοποίησης, κάνουν τους ανθρώπους γαϊδάρους.
Οι κλήσεις της τροχαίας για ένα ασήμαντο, πλην αναγκαίο, παράνομο παρκαρισματάκι…
Το μετρό που σταματάει στις 12, και τρέξε να το προφτάσουμε, ή ψάξε για ταξί νυχτιάτικα.
Οι απεργοί της Ακρόπολης.
Ο εαυτός μου που δεν μπορεί να βολευτεί πουθενά!!!

Κι άλλα πολλά!! -σας το είπα,.δεν σας το είπα; είμαι ιδιότροπη!:))))) -
αλλά σταματάω γιατί κουράστηκα.
Με τις υγείες μας :)