"Ποιητικά μόνον οικεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος τη γης ετούτη" Martin Heidegger

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

πέρας

Παραμερίζεις τη βαριά κουρτίνα
Μπαίνει ένα πολτώδες φως
Στην ατμόσφαιρα
Ένα σούρουπο αχνό ηλεκτρικό
Και κουρασμένος ουρανός
Πίσω απ’ τους τοίχους
Ψιθυριστοί μονόλογοι
Που βρωμάνε άπλυτα δόντια
Πιο πέρα
Η ανάσα από δεντρολίβανο
Ενός λυπημένου
Δίπλα ένα αγόρι
Ψάχνει τ’ όνειρό του κάτω από το κρεβάτι
Πιο ‘κει γέροι που λιώνουν
Νοσοκόμες που βρίζουν
Ο αέρας τρίζει μια παράξενη αρρώστια
Γεμάτη μυίγες
Και ψόφιες καρδιές
Έπειτα έρχεται η νύχτα
Με σιγανά χτυπήματα στις πόρτες
Αφήνει ένα κανάτι γάλα
Κρυφά ανοίγεις και το παίρνεις
Ελπίζοντας πως σήμερα θα κοιμηθείς
Χωρίς εφιάλτες
Δίπλα στον εαυτό σου που πεθαίνει
Υπολογίζεις τις μέρες και τις νύχτες
Που θα συνεχιστεί αυτό
Χάνεις το λογαριασμό
Όπως όταν μετράς τα μυρμήγκια
Μιας μυρμηγκοφωλιάς
Διαπιστώνεις πως «όλα κινούνται»
Και βάζεις τις παντόφλες σου
Για να μετρήσεις τα πόδια σου
Τα μυρμήγκια κατοικούν πια στο μυαλό σου
Και δεν τολμάς να κοιμηθείς
Στο τέλος εκείνη η επίμονη επιθυμία
Που ποτέ δεν κατοίκησε
Γίνεται η μοναδική σου κόρη
Τη βλέπεις να μεγαλώνει παρθένα
Γεμίζει το κάδρο
Με βλέμμα sfumato
Χαμογελάει
Με το τελευταίο σου νόημα
Η Μόνα Λίζα σου
Απλώνει στο παράθυρο δέντρα
Που σβήνουν κάθε νόημα
Ο Μιχαήλ Άγγελος πλησιάζει αργά
Βγάζει ένα μαχαίρι και σε κόβει
Κοιμάσαι δίπλα στους εφιάλτες
Γυμνός ο εαυτός σου


(από arabesque)

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Έκτωρ Κακναβάτος, ένας Ποιητής Υψικάμινος

Μέσα στην εκλογική παμφωνία αναχώρησε στις 9/11/2010 ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος, σαν να θέλησε με την κορύφωση της σιωπής του, μ’ αυτή την ευθυτενή παύση, να ενορχηστρώσει τη χαοτική περιδίνηση της εποχής. Όπως έκανε πάντα και με την ποιητική του φωνή.
Φωνή αμάλγαμα ακατάλυτης εφηβείας και καταλυτικής σοφίας. Ένα εκρηκτικό μείγμα πίστης και πίκρας. Οργής κι επιθυμίας. Είναι ο ποιητής που «σφαγμένη εντός του μια ερώτηση δε λέει να σωπάσει» .
Μια φωνή γεμάτη σύμφωνα που κονταροχτυπιούνται (όπως κάνουν και στο ιδιόνομά του τα «κάπα» και τα «ταυ»), γεμάτη εκθαμβωτικές παραφυάδες συμβόλων, ιστορίας και γλώσσας, γεμάτη σπινθήρες και αριστοτεχνικά άλματα από τις κορυφογραμμές του νου στο ζέον υποσυνείδητο, και από εκεί στην «πάμφωτη αταξία» του υπερκείμενου και υποκείμενου των πάντων χάους.
Υπερρεαλιστής που δεν υπέκυψε ωστόσο ποτέ στους ανερμάτιστους συνειρμούς του ασυνειδήτου. Αντίθετα εκτόξευσε τη λάβα του πάνω στη συνείδηση για να την φωτίσει και να την οπλίσει. «Η ποίηση –λέει- όχημα εκ βαθέων, παραβιάζοντας τα σύνορα του ελεγχόμενου λόγου, αναγγέλλει τον παφλασμό του θαύματος.» Και αλλού: «Ποιητική ζωή = πλάτεμα της συνείδησης, κατάδυση στο υπόστρωμά της, στο μάγμα της και στην κίνησή του προς τη μορφογένεση.»
Η εκπληκτική λεκτική του ελευθερία, η τολμηρή του ακροβασία στα ακρότατα όρια της γλώσσας ήταν πάντα στοχευμένη και εύστοχη. Η γλώσσα, όπως και ο κόσμος, στην ποίησή του είναι ένα μαγικό βουνό που αλλάζει διαρκώς μορφές, σπηλιές, ξέφωτα και μονοπάτια, γκρεμούς και κορυφές. Ένα παλλόμενο σύμπαν ανεξιχνίαστων νοημάτων. Και ο ποιητής είναι ο προφήτης που κατοικεί στα έγκατά του και σκάβει μέχρι να βγει στο φως. «Δεν είναι που υπάρχουν τα πράγματα έτσι που υπάρχουν, αλλά που μπορούν να υπάρχουν και αλλιώς χάρη στους ποιητές.» Αυτό έκανε ο Κακναβάτος. Δεν έπαιζε με την ποίηση. Ιερουργούσε. Λόγος υψικάμινος. Λόγος υπερβατικός. Λόγος ανυπότακτος, που βράζει πάνω στο καζάνι της ανθρώπινης ύπαρξης –«ρωτώ γι’ αυτά και τα’ άλλα που αποσιωπήθηκαν / για την πληγή μας / που έγινε ακατοίκητη» -, και μετατρέπεται σε ριπή. Σε βλέμμα σαρωτικό και αποκαλυπτικό των μύχιων του Κόσμου -«με τρεις σφαίρες στην κοιλιά / έβγαλ’ από μέσα μου το χαοτικό καλντερίμι» -, για να καταλήξει «μόνο τον αγέρα λέω αγέρα / γιατί μόνον ελόγου του μπορεί και είναι ο μύθος του» . Κι εσύ, ο αναγνώστης, ο συνομιλητής του «Άκουγες το πάλεμα που εντός του κάνανε οι λέξεις / ίσαμε που ‘βγαινε καπνός απ’ τις σιωπές του…»
Γιατί ο Κακναβάτος δεν παραδόθηκε ποτέ. Σε τίποτα και σε κανέναν. Ούτε στις σειρήνες της δημοσιότητας, ούτε στους «κύκλους» που απονέμουν τα βραβεία και τους τίτλους, ούτε καν καλά-καλά στον έκθαμβο αναγνώστη του «μιας κι ήταν όλος έξω του αγέρα / μιας κι ήταν πέρα» .
Γι’ αυτό είναι από τις μεγαλύτερες τιμές της ζωής μου –ίσως η μεγαλύτερη- οι λίγες κουβέντες του στο τηλέφωνο, όταν του ταχυδρόμησα, με δέος και χτυποκάρδι το πρώτο μου βιβλίο, ζητώντας τη γνώμη του: «Αυτό είναι ποίηση! Έχω πολλά να σας πω… μπράβο σας!» Η συγκίνησή μου δεν με άφησε να αρθρώσω πολλά. Το μόνο που κατάφερα ήταν να τον παρακαλέσω για μια επίσκεψη, για να τον γνωρίσω από κοντά, αλλά η υγεία του δεν του το επέτρεπε «Δεν πηγαίνω πια στο γραφείο μου… έχω κινητικά προβλήματα… ίσως αργότερα…», μου είπε. Αλλά αυτό το «αργότερα» δυστυχώς δεν ήρθε… Τον πρόλαβαν τα κουπιά του Ηράκλειτου :


Το λιοπύρι ανάσκελα στην άμμο
στο πεζούλι της Νίσυρος
αφημένο το εσώρουχο της θάλασσας


Και ξάφνου όρθια
Κι ακίνητα τα κουπιά του Ηράκλειτου
… που αν χτυπήσουν πάλι τα νερά
θα ‘ναι που
θα ‘χουν πια διαβεί τα μάτια σου
και το σάστισμα θα ‘χει κοπάσει


Διάβηκαν πια τα μάτια του, αλλά μας έμεινε η ευλογία του:


«Σκοπός της ζωής μας είναι η αχανής εμβέλεια της κάθε μας ευχής».


Όσο για μένα, δεν μπορώ να κρύψω ούτε τη λύπη, ούτε το θαυμασμό, ούτε την ευγνωμοσύνη μου. Ο Κακναβάτος ήταν κάτι παραπάνω από ένας ακόμη μεγάλος ποιητής. Ήταν για μένα μύστης. Μετά τον Κάλβο, που ξεκλείδωσε στα παιδικά ακόμη μάτια μου τον θαυμαστό κόσμο της ποίησης, ο Κακναβάτος -μαζί με τον Σεφέρη και τον Ελύτη-, ήταν αυτός που μου μίλησε σε μια γλώσσα που πίστεψα έκτοτε σαν τη μοναδική αληθινή. Ήταν αυτός που με μαχαίρωσε μια για πάντα με τη φωνή του:




………
Μην ξεχνάς, σε μια ριξιά στο ζάρι τα ‘παιξα όλα μου
πες για το τίποτα, στο έτσι,
ακόμα και τον κλήρο μου στην ονειρούπολη
ίσα να ιδώ που ο θυμός μου μαργαριτάρι άφωνο
γίνεται σύννεφο κι ύστερα χειροβομβίδα.
Να πεις κι αυτό για μένα: ήτανε ποταμός
σαράντα οργιές του βάθους που κύλαε τα ίσα πάνου
μόνο σαν ξέρασε τη λύσσα του απόθανε.
Αυτό να πεις σα βραδιαστούνε
και χάσουνε το δρόμο τους οι πολυεδρικοί
οι φωνακλάδες
οι διεφθαρμένοι.




Το λιγότερο λοιπόν που μπορώ να κάνω σήμερα, που η απώλειά του γίνεται μαύρη κηλίδα στη ζωή μας, είναι να πω σ’ αυτούς που χάσανε το δρόμο τους, στους πολυεδρικούς, τους φωνακλάδες, τους διεφθαρμένους, πως εκείνος:




Ήτανε ποταμός σαράντα οργιές του βάθους,


που κύλαε τα ίσα πάνου.


Μόνο σαν ξέρασε τη λύσσα του απόθανε.



Εδώ μπορείτε να ακούσετε απαγγελίες ποιημάτων του:

http://poiein.podomatic.com/player/web/2010-11-17T12_07_54-08_00

http://poiein.podomatic.com/entry/index/2010-11-17T12_07_54-08_00


Κλείνω την ελάχιστη αυτή αναφορά με λίγα ποιήματά του από τη «Διήγηση» (Ποιήματα, τ.Α, 1943-1974)


Ρήγμα στον κρόταφο


Με τι ακόμα να μετρούσα της γενιάς μου
το εμβαδόν;
Με τι άλλο.
Ο πλανήτης έτριζε από αιμοφιλία
απ’ της γενιάς μου όλα τα έναστρα
τις εννιά στοίβες όνειρα που έδωσα
όλα σπάνιες πέτρες
να φύγει ο κόμπος στο λαιμό.
Ο πλανήτης έτριζε
με τις περήφανες σιωπές μου
τα συνομήλικα μου σχήματα τις φωταψίες
τα μανάλια που
ακόμα φέγγουνε όλα σ’ εκκλησιές κρυφές.


Όμως το ρήγμα στον κρόταφο
απ’ τη ριπή σου πίκρα
εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση
στον κρόταφο.


(1967)




Η φυλή μου εμένα με το ανέφικτο


Ο στόμφος εκούρασε• σύμφωνοι.
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως την παραμόρφωση•
και πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο που με του αστούς μακάρια πια
παρακμάζει• σωστά.
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
– συγγνώμη• ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις• λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε,
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.
Χα…


Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφικτο;
και που ανηφορίζει;
Κι ακόμα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Αφήνω που, αυτό μας έλλειπε,
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια.


(1968)




Λέγοντας πέτρες


Αλλιώς δε γίνονταν ως φαίνεται.
Αρχή αρχή ακέραιος και βόνασος
ύστερα χίλια κομμάτια με την άρνηση
κλασματικός ακόμα υπήρχες
συνεχίστηκες σημάδι από πουλιά
ή τρία δάχτυλα
σμιχτά του μόσχου χαράζοντας γητειές
κ’ ευθείες κάθετες, ώσπου χαμήλωνες
τσακίδια και μαδάρες καταμεσί των αριθμών
ώσπου μετριόσουνα
μετριόσουνα που δεν έλεε να σωπάσεις…
… χαρτογραφούσες τον πηλό αυτόν το δαίμονα
τη φτερούγα μέσα σου που έτρεμε κ’ εμίλειε
λέγοντας πέτρα περπατώντας θάματα
φωνάζοντας: σώστε το παράλογο
το άλλο σας εντόσθιο που άρπαξε το σκυλί
και χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία…


Όλην τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι
κόκκινο•
το πρωί σε βρήκανε μες στ’ αποτσίγαρα.


(1969)




Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο


Η φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δυο σύμφωνα
ο δρόμος στένευε με λέξεις ψόφιες
που μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.


Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ


Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα
το πρόβλημα του Αίγισθου:
διαβήτες, Κλυταιμνήστρες, τρίγωνα
τα τσιγάρα μου που τελείωσαν
το πρόβλημα της αποχέτευσης
σε διαμερίσματα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΑ – ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η μόνη λύση σε Μυκήνες.


Κόφ’ το λοιπόν να τελειώνουμε.


(1968)




Τροχιά

Τώρα μεσ’ απ’ το στήθος μου περνάς
με ανοίγματα ερημιάς
αφήνοντας χρυσά νομίσματα
σαν ήλιος μεσ’ από κοφίνια
που τα ξεπάτωσε η σιωπή,
αμνημόνευτη αλλιώς σ’ αυτούς τους τόπους.


Για κείνο το άσπρο ανάμεσα του τρία
και του τέσσερα χρεώθηκα βροχές
το αίμα δυο ασβών πίσω από σκοίνα
και μια γονυκλισία μέρες του Ακαθίστου,
να μην είναι θάνατος ούτε ενωμοτία
του Σεπτέμβρη
ούτε η μπόλια του μεσημεριού
απλωμένη ανάμεσα του ύπνου των αλόγων.


Έτσι θα περιμένεις Μάη Ιούλιο
ίσως και Αύγουστο
κάνε δυο δεκαετίες με κολεόπτερα και βάλε
μπορεί και αιώνα
μήγαρις βγω από νερά αλλοιωμένος
και γίνει φως και γίνει σκότος
ημέρα πρώτη της δημιουργίας.


(1972)




Η όψη σου ὅταν ρωτᾶς


Θυμήσου· τὸ μαχαίρι μου ἀσκεῖται
συνέχεια στὸ δίκαιον.
Ρωτᾶς γιὰ τὴ ρωγμὴ στὸν τοῖχο
ποὺ στάζει τὸν ἀμίλητο.
Ρωτᾶς γιὰ ἔξοδο, γιὰ τὴ ρωγμή σου.
Ἡ ὄψη σου ὅταν ρωτᾶς νησὶ τῆς ἄβυσσος.
Πῶς σέρνεται μὲ τὴ λαβωματιὰ σὲ θάμνα
καὶ ἀχνάρια πίσω του τὰ αἵματα;


Αὐτὸ ποὺ τρίζει μέσα στὴ σιωπὴ
εἶναι τὸ μονοπάτι σου
ποὺ τώρα μόνο πάει καὶ πάει.


(1967)





Σύντομο βιογραφικό


Γεννηµένος στον Πειραιά το 1920 από κεφαλονίτες γονείς, σπούδασε Μαθηµατικά στο Πανεπιστήµιο Αθηνών. Το πραγµατικό όνοµά του ήταν Γιώργος Κοντογιώργης, και το πρώτο του ποίηµα δηµοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Κατεύθυνση» το 1943.
Στην Κατοχή πήρε µέρος στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την Απελευθέρωση, το 1947, εξορίστηκε πρώτα στην Ικαρία και µετά στη Μακρόνησο – απ’ όπου επέστρεψε το 1949 –, γεγονός που κατέστησε απαγορευτικό τον διορισµό του στη Μέση Εκπαίδευση.
∆ούλεψε όµως στην ιδιωτική εκπαίδευση – από το 1958 έως το 1962 είχε και δικό του φροντιστήριο στη Σύρο – ώσπου, το 1979, διορίζεται για πρώτη φορά στο ∆ηµόσιο, από το οποίο συνταξιοδοτήθηκε το 1986.
Τη δεκαετία του 1980 είχε τη θέση του εκπαιδευτικού συµβούλου στο υπουργείο Παιδείας. Υπήρξε επίσης ιδρυτικό µέλος και αντιπρόεδρος κατά τη διετία 1984-1986 της Εταιρείας Συγγραφέων.
Υπήρξε θαυµαστής και µελετητής της Πυρηνικής Φυσικής, της Φιλοσοφίας, της αρχαίας και της βυζαντινής ποίησης – από τον Πίνδαρο µέχριτον Ρωµανό τον Μελωδό – καθώς και του δηµοτικού τραγουδιού.




Εργογραφία


Fuga, Αθήνα, (ιδιωτ. έκδοση), 1943, Αθήνα, Κείμενα, 1972


Διασπορά, Αθήνα, Πρώτη Ύλη, 1961


Η κλίμακα του λίθου, Αθήνα, Ζάρβανος, 1964


Τετραψήφιο, Αθήνα, Κείμενα, 1971


Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή, Αθήνα, Κείμενα, 1972


Διήγηση, Αθήνα, Συντεχνία, 1974, Αθήνα, Κείμενα, 1981


Η κλίμακα του λίθου - Διασπορά, Αθήνα, Καστανιώτης, 1977


Οδός Λαιστρυγόνων, Αθήνα, Κείμενα, 1978


Τα μαχαίρια της Κίρκης, Αθήνα, Κείμενα, 1981


Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας, Αθήνα, Κείμενα, 1981


In perpetuum, Αθήνα, Κείμενα, 1983, σελ. 64, (2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης)


Κιβώτιο ταχυτήτων, Αθήνα, Κείμενα, 1987


Ποιήματα Α΄ τόμος (1943-1974), Αθήνα, Aγρα, 1990


Ποιήματα Β΄ τόμος (1978-1987), Αθήνα, Aγρα, 1990


Για τον "Μεγάλο Ανατολικό" (δοκίμιο), Αθήνα, Aγρα, 1991


Οικισμοί του Μενεσθέα Καστελάνου του Μυστρός, Αθήνα, Aγρα, 1995


Χαοτικά, Αθήνα, Aγρα, 1997


Ακαρεί, Αθήνα, Aγρα, 2001


Υψικαμινίζουσες νεοπλασίες, Αθήνα, Aγρα, 2001


Στα πρόσω ιαχής, Αθήνα, Άγρα, 2005


Βραχέα και μακρά» Για την ποίηση / Γλώσσα και λόγος, Αθήνα, Άγρα, 2005






Μεταφράσεις των έργων του


Ποιήματά του περιέχονται στην ανθολογία Contemporary Greek Poetry, [tr.by] Kimon Friar, Athens, Greek Ministry of Culture, 1985, 488 pp.


Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα: αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, ρουμανικά, ολλανδικά και ρωσικά.


Μεταφραστικό του έργο:


Joyce Mansour, Ερωτικά, Αθήνα, Συντεχνία, 1975. Αθήνα, Κείμενα, 1978, σελ. 48


Joyce Mansour, Rapaces. Όρνια, Αθήνα, Κείμενα, 1987, σελ. 62


Marcel Schwob, Vies Imaginaires, Φανταστικοί βίοι, Αθήνα, Aγρα, 1987, σελ. 176


Joyce Mansour, Jules Cesar, Η Ιούλιος Καίσαρ, Αθήνα, Ρόπτρον, 1990, σελ. 70


Joyce Mansour, Cries, Dechirures, Rapaces, Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια, Αθήνα, Aγρα, 1994, σελ. 148, ISBN: 960-325-093-7


Julien Gracq, Andre Breton. Επάνοδος στον Μπρετόν, Αθήνα, Aγρα, 1997, σελ. 24, ΙSBN: 960-325-200-Χ


Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε και στις παρακάτω διευθύνσεις:

http://www.poiein.gr/archives/date/2010/11/18

http://www.sarantakos.com/nkk.html

http://vanessa111.wordpress.com/2010/09/03/%CE%B5%CE%BA%CF%84%CF%89%CF%81-%CE%BA%CE%B1%CE%BA%CE%BD%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-1943-1987/

http://library.panteion.gr:8080/dspace/bitstream/123456789/2031/1/mihail_OYTOPIA_30.pdf

http://e-dromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=3178:%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CF%84%CE%B5-%CE%B5%CF%85%CE%B8%CF%85%CF%84%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CF%81%CE%B9%CE%AC-%CE%B1%CF%80%E2%80


http://www.aristerovima.gr/details.php?id=1135


http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=580958

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Ήρθε η ώρα της σποράς

αφιερωμένο σ' αυτούς που ξανανάβουν τα μάτια
και σ' όλους όσους προπορεύονται
κρυφά
μέσα στη νύχτα των λεόντων


Οι προσκυνητές καταφθάνουν από παντού
Κρατούν χρώματα τυλιγμένα σε όμορφα πακέτα


Από πίσω έρχονται οι εχθροί
Πεζοί ή πάνω σε χαλασμένα ποδήλατα
Δεν κρατούν τίποτα
Έρχονται φορτωμένοι μάτια περιπολικά


Γελώ δυνατά
Και το γέλιο μου ρίχνει κουρτίνες φωτός


Φυλάω τα χρώματα γι’ αργότερα
Τώρα επείγει να σκοτώσω
Ριπές
Τους βλέπω έναν-έναν να πέφτει τσιρίζοντας
μια μυρωδιά ναφθαλίνης


Τελευταίοι έρχονται –ευτυχώς- οι μάγοι
Πάνω σε καμήλες όπως τότε
Ποδοπατούν τη ναφθαλίνη με αρχοντιά
Και στρώνουν παντού μια ωραία τυφλότητα
Από πράσινο φρεσκοκομμένο χορτάρι


Διπλώνω με προσοχή το χάρτη μου
Να μη χυθεί το φως
Που θα πέσει άπλετο αύριο
Φορώ τα καινούρια μου μεταξωτά χρώματα


Ήρθε η ώρα της σποράς


Σου είπα κάποτε
Μπορώ να σβήνω τα μάτια
Και να τα ξανανάβω όταν έρθει η ώρα


Με ακολουθείς μέσα στη νύχτα των λεόντων
Κι ίσως είσαι εσύ που προπορεύεσαι
Κρυφά
Σπέρνουμε μάτια στα παρτέρια
Έπειτα καθόμαστε στο μώλο
Κατάχαμα όπως παιδιά
Κουνώντας τα πόδια πάνω απ’ το νερό
Και περιμένουμε την ανατολή


Ο ήλιος εδώ βγαίνει πάντα από τη θάλασσα
Πυρωμένο ρόδο


(από "arabesque")

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Theatrum vitae

Είτε μας αρέσει είτε όχι, η πολιτική είναι ορθολογισμός και ρεαλισμός. Είναι διαχείριση της καθημερινότητας και των αντίθετων ανθρώπινων συμφερόντων. Χρειάζεται σύνεση, ψυχραιμία και σωφροσύνη. Χρειάζεται ακόμη μεγαλοψυχία και αρετή. Απ’ όλους. Κάθετα και οριζόντια.
Μην τα μπερδεύουμε. Τη φαντασία πολλοί τη θέλησαν στην εξουσία, αλλά ουδείς το κατάφερε. Γιατί απλώς δεν γίνεται. Η φαντασία κατοικεί αλλού. Τόπος της η πολυτέλεια. Η πολυτέλεια του να ερωτεύεσαι, του να ονειρεύεσαι, του να δημιουργείς όμορφα αν και περιττά πράγματα. Μην ακούτε τι λέει ο Αριστοτέλης και ο Καρτέσιος. Ο άνθρωπος είναι πολιτικό (=κοινωνικό) ον, επειδή μόνο με την συμβίωση και με κανόνες που τη διέπουν μπορεί να επιβιώσει. Προϊόν της ανάγκης λοιπόν η πολιτική (όπως και η ηθική). Για τον ίδιο λόγο είναι και λογικό ον. Προϊόν της ανάγκης επομένως και η λογική. Γι’ αυτό άλλωστε υποτυπώδη κοινωνική ζωή (κάποτε και πιο εύρυθμη), όπως και λογική λειτουργία, έχουν και τα ζώα. Η ποιοτική (και όχι ποσοτική) διαφορά του ανθρώπου από τους άλλους κατοίκους του πλανήτη δεν έγκειται ούτε στην κοινωνική (πολιτική ή ηθική) του υπόσταση, ούτε στη λογική του σκέψη. Αλλά στην ικανότητά του να υπερβαίνει την ανάγκη. Και να μεταβαίνει στο χώρο του πολυτελούς. Δηλαδή του περιττού. Από εκεί εκκινεί τόσο η κόλασή του (πλεονεξία, κυνήγι ευτελούς υλικής ευμάρειας) όσο και ο παράδεισός του (πνευματική, ψυχική, αισθητική απόλαυση).

Μια μέρα λοιπόν μετά τις εκλογές, όπου εκδηλώσαμε την κοινωνική μας υπόσταση σε όλο της το εύρος (από την άκρα ευτέλεια έως την υψηλότερη σύνεση), και αφού ήρθε η καρδιά μας στη θέση της, γιατί πολλά παίχτηκαν και κρίθηκαν εχτές (μέχρι και το αν σε λίγο καιρό θα τρώγαμε όλοι με συσσίτιο φασόλια μαυρομάτικα για κυριακάτικο και... μπλιγούρι για καθημερινό…), ας ισορροπήσουμε με λίγη ανθρώπινη πολυτέλεια.

Σας παρουσιάζω σήμερα το καινούριο μου μπλογκ, όπου θα εκθέτω τα δημιουργήματα της φαντασίας μου, με χρήση των χεριών μου και ευτελών (ανακυκλώσιμων ως επί το πλείστον) υλικών. Γιατί η ομορφιά της ζωής φωλιάζει παντού. Και κυρίως στο βλέμμα μας. Όλα τ’ άλλα είναι απλώς επιβίωση.


Your pictures and fotos in a slideshow on MySpace, eBay, Facebook or your website!view all pictures of this slideshow