"Ποιητικά μόνον οικεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος τη γης ετούτη" Martin Heidegger

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

trailer

Όλα αρχίζουν από μια ερώτηση
Που απρόσκλητη χτυπάει το παντζούρι
Νύχτα βροχής
Μονότονα

Ποιος κύκλος η γνώση ή η τρέλα;

Χωρίς ανάπαυση

Ποια πόρτα ανοίγει το αόρατο να φύγει;
Και η ποινή πώς κλείνει;

Αλλόκοτη φωνή
Χρόνος υδράργυρος βαρύς να καμπυλώνει

Ασύντακτο ένα τριαντάφυλλο
Τα πέταλά του συρράπτει αλλοπρόσαλλα
Σε μυρωδιά από αίμα και παιδί.

Κι η σύρραξη αρχίζει. Χωρίς εχθρό
Εσύ και πρόσωπα της μοίρας
Φτιαγμένα από βροχή να στάζουν

Από παντού σαν φύλλα…



(Η συνέχεια εδώ)

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Διαλεκτικός... λυρισμός


(Γ. Κούρος)

«Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;»

Έχουν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια, όταν ο Ελύτης έγραφε:
«Μπαίνοντας ο 20ος αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Όλα είναι κατειλημμένα –ως και τ’ άστρα. Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία, όπως στην εποχή του Τζέγκις Χαν, και δεν ερωτεύονται ούτε κατ’ ιδέαν.»
Αν έτσι αισθανόταν ο ποιητής τη δεκαετία του ’70, μπορούμε να φανταστούμε πόσο «άστεγος και περιττός» νιώθει ο σημερινός ποιητής. Τόσο ώστε κάποιοι να μιλούν ακόμη και για το τέλος της Ποίησης. Μεταξύ αυτών και άνθρωποι που σέβομαι βαθύτατα, όπως ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης. Σε ένα δοκίμιό του αναρωτιέται: «Ποια είναι λοιπόν η ηλικία της ποίησης σήμερα; Η ποίηση δεν υπήρξε από πάντα. Δεν υπήρξε για πάντα. Υπήρξε από κάποτε και κάποτε θα τελειώσει. Όσο για σήμερα η ποίηση λιγοστεύει.»
Πνέει τα λοίσθια λοιπόν η ποίηση; Ίσως και να είναι έτσι.
Θα επιχειρήσω ωστόσο μια μικρή, κατά μία μόνο λέξη, παραλλαγή στα λόγια του Λεοντάρη, που φωτίζει –ή σκιάζει- διαφορετικά το ερώτημα:
«Ποια είναι λοιπόν η ηλικία του ανθρώπου σήμερα; Ο άνθρωπος δεν υπήρξε από πάντα. Δεν υπήρξε για πάντα. Υπήρξε από κάποτε και κάποτε θα τελειώσει. Όσο για σήμερα ο άνθρωπος λιγοστεύει». Να κάτι στο οποίο θα συμφωνήσουμε φοβάμαι όλοι.
.................

(η συνέχεια εδώ)

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

"Έγραφε με ματωμένα χέρια"

Ας κάνουμε λοιπόν κάτι σαν μίνι συλλογικό αφιέρωμα!
....................................
Με αφορμή τις αναρτήσεις της Γριστρούλας, και του Γιώργου, έκανα μια βόλτα στο διαδίκτυο για αναφορές στον Άρη Αλεξάνδρου. Βρήκα μια συνέντευξη της γυναίκας του Καίτης Δρόσου, με αφορμή την επανέκδοση του "Κιβωτίου" στα γαλλικά. Μου άρεσε, και ιδού:
...................................
«Θυμάμαι ότι έγραφε και τα χέρια του ήταν ματωμένα. Εγραφε τα βράδια μετά τη δουλειά. Στο τελευταίο κεφάλαιο είχε πυρετό».
Η Καίτη Δρόσου γυρνάει πίσω στα δύσκολα χρόνια του Παρισιού, τότε που ολοκληρώθηκε το «Κιβώτιο». Μιλάει με ψυχραιμία και ειλικρίνεια, που με φέρνει σε αμηχανία. Η ίδια έκανε την καθαρίστρια και ο Αλεξάνδρου το «garcon». Ενα είδος ανθρώπου για όλες τις βαριές δουλειές. Παραπονέθηκε ποτέ; «Ποτέ. Αυτό είναι σλάβικο. Οι Ρώσοι πεθαίνουν χωρίς να βγάλουν λέξη. Μιλιά».
Εφυγαν από την Αθήνα λίγο μετά τη χούντα. Ο άνθρωπος που είχε γνωρίσει, όπως γράφει και η Λίζυ Τσιριμώκου, «την αμείλικτη καταδίωξη από το κράτος της Δεξιάς, το ανάθεμα και την κατασυκοφάντηση από την επίσημη Αριστερά», ζει στο Παρίσι μέσα στην πιο απόλυτη μοναξιά.Μα το Παρίσι ήταν τότε γεμάτο Ελληνες πολιτικούς εξόριστους. «Δεν θυμάμαι να ήρθε κανείς να μας βρει. Ετσι όπως ζούσαμε με τον Αρη έπρεπε ο άλλος να 'ρθει. Μας είχε μείνει από τα χρόνια του διωγμού, που ήταν, άλλωστε, όλη μας η ζωή. Εάν είχες κάνει εξορία και έβλεπες ανθρώπους στο δρόμο, έπρεπε αυτοί να σου μιλήσουν πρώτοι. Γιατί δεν ήξερες αν σε ακολουθεί χαφιές. Επειτα, όλοι οι Ελληνες του Παρισιού έκαναν πολιτική. Επρεπε να δώσουμε γην και ύδωρ στον Κολιγιάννη. Δεν θέλαμε, είχαμε πάρει αποστάσεις από το κόμμα. Να κάνουμε τι; Να κατεβαίνουμε τα μπουλβάρ με τις ελληνικές σημαίες; Τον Γάλλο, άλλωστε, δεν τον εκπλήσσεις με τίποτα».
-Δεν τον πόναγε τον Αρη Αλεξάνδρου η χούντα; «Αφάνταστα. Μα με τι άλλο πέρα από την πολιτική ασχολήθηκε ο Αρης σε όλη του τη ζωή; Ολο του το έργο είναι πολιτικό. Αλλά από ένα σημείο και ύστερα δεν ξαναδιάβασε ούτε εφημερίδα. Ούτε στη Γαλλία. Εγώ έπαιρνα τη "Μοντ". Ούτε που την κοίταγε. "Εγώ αυτό που θέλω θα το δω ξαφνικά μπροστά μου πρωτοσέλιδο. ΕΠΕΣΕ Η ΧΟΥΝΤΑ", μου έλεγε. Στην Ελλάδα ούτε για καλοκαίρι δεν ξανάρθαμε. Οταν έπεσε η χούντα ήρθαμε το 1976 και κάναμε διακοπές με τον Ρίτσο στη Σάμο και μετά ξαναφύγαμε».
Ο Αρης Αλεξάνδρου πέθανε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1978 στα 56 του χρόνια. Το «Κιβώτιο» είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από τον «Κέδρο» το 1975, αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Στη Γαλλία είχε κυκλοφορήσει λίγο πριν από το θάνατό του.«Λίγες μέρες πριν πεθάνει το είχε δει στη βιτρίνα του Γκαλιμάρ και του είχαν στείλει και λίγα αντίτυπα», θυμάται η Καίτη Δρόσου. «Η πρώτη γαλλική κριτική δημοσιεύτηκε τη μέρα της κηδείας του. Ο Αρης έφυγε χωρίς να καταλάβει τίποτα από την απήχηση που θα είχε το "Κιβώτιο". Αλλά και για την τύχη του στην Ελλάδα δεν είχε καλύτερη γνώμη. Μέχρι να μας πει η κυρία Κρανάκη ότι έχει κάνει αίσθηση, ο Αρης νόμιζε ότι είχε πάει πάτο».
Είχε αρχίσει να το γράφει στην Ελλάδα, το 1966. Οταν ο Αρης Αλεξάνδρου και η Καίτη Δρόσου έφυγαν για το Παρίσι δεν πήραν μαζί τους τα πρώτα χειρόγραφα. Οταν το ξανάπιασε μετά από περίπου τέσσερα χρόνια ο Γιάννης Ρίτσος εξεπλάγη που μπόρεσε να ξαναβρεί το ίδιο στιλ, τον ίδιο τόνο.
Ενα γράμμα του Ρίτσου με ημερομηνία αποστολής 19 Οκτωβρίου 1972, Σάμος, κλείνει την καινούργια γαλλική έκδοση του «Κιβωτίου».Μεταφράζω από τα γαλλικά.
«(...) Σχετικά τώρα με το "Κιβώτιο", α, αγαπητέ μου Αρη, τι εξαιρετικό μυθιστόρημα. Οσο πιο πολύ προχωράει τόσο περισσότερο απελευθερώνεται από "ορισμένες δυστυχείς ιστορικές εμπειρίες" και εισέρχεται στο παγκόσμιο πεδίο του καθολικού ανικανοποίητου όλων για όλα, σ' αυτό το βαθύ και για πάντα ανεξερεύνητο πεδίο της "αποτυχίας ζωής και δημιουργίας"...».
Το «Κιβώτιο», αυτό το «αντι-έπος της δογματικής αριστεράς, αποστασιοποιημένο από τα ανδραγαθήματα, τα ηχηρά συνθήματα, τους γενναίους αγωνιστές με τα λάβαρα και τα φυσεκλίκια», όπως γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου, ανήκει σήμερα στις πρώτες πρώτες θέσεις του κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Και, το σημαντικότερο ίσως, έρχεται συνέχεια σε επαφή με νέους αναγνώστες. Η Καίτη Δρόσου θυμάται τη Νανά Καλιανέση του «Κέδρου» να της λέει: «Ξέρεις ότι έχω δύο μεγάλες επιτυχίες, τον Βάρναλη και τον Ρίτσο. Αλλά βιβλίο που να πουλάει κάθε μέρα, κάθε μέρα σαν το "Κιβώτιο", δεν έχω».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 19/05/2003

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Να αγαπήσουμε αυτούς που αγαπάμε!

Μετά από ένα άγριο κρυολόγημα που με κρεβάτωσε πρωτοχρονιάτικα, αποφάσισα να κόψω κι εγώ την πίτα του μπλογκ, έτσι για το καλό. Και το φλουρί έπεσε στον… Διονύση Σαββόπουλο! Αυτόν τον ιδιοφυή έφηβο, που μέσα από τα μυωπικά του γυαλιά κατάφερνε πάντα να βλέπει αρκετές δεκαετίες μπροστά, και που είχαμε την μεγάλη τύχη να είμαστε σύγχρονοί του. Ο Δ.Σ. είναι από τους σημαντικότερους δημιουργούς της εποχής που κλείνει, και αν και ο ίδιος πάντα δήλωνε σεμνά τραγουδοποιός, στην πραγματικότητα είναι μεγάλος ποιητής και σπουδαίος συνθέτης ταυτόχρονα. Την εμβέλεια, την διεισδυτικότητα, την ποιότητα και την αξία του έργου του θα τα συνειδητοποιήσουμε όταν θα έχει φύγει –ως είθισται. Μέχρι τότε, και ενώ τον έχουμε ακόμη κοντά μας, ας επωφελούμαστε από τις πάντα οξύνοες επισημάνσεις του. Αντί άλλων ευχών επιλέγω τα πιο «ζουμερά» σημεία από τη συνέντευξη που έδωσε στην Κάλλια Αναγνωστάκη (για την Realnews)


-Σας πάει η σημερινή εποχή;
Αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μου. Με παραξενεύει, με αγχώνει έτσι όπως λειτουργεί. Με την τεχνολογία νιώθω νεάντερταλ. Όμως με γοητεύουν τα παιδιά, εκεί ανάμεσα στα 15 και τα 25, που ζουν αυτό το μαγικό ταξίδι. Το χυμώδες του χαρακτήρα τους. Η πρώτη γενιά που στερείται την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Στα σίξτις μάς λείπανε πολλά και δεν μας έλειπε τίποτα. Είχες την εντύπωση πως τα πάντα μπορούν να ειπωθούν και τα πάντα μπορούν να γίνουν. Το άκουγες ακόμα και στο σόλο της ηλεκτρικής κιθάρας του Χέντριξ. Σήμερα έχουμε τα πάντα και μας λείπουν όλα. Ζούμε την εποχή της απελπισίας διότι έχουμε έλλειψη νοήματος. Η πολιτική έχει γίνει θεραπαινίδα της οικονομίας. Αφηρημένες έννοιες, οι οθόνες, τα κουμπιά, το πάρε-δώσε του χρήματος έχουν καπελώσει κάθε έννοια κοινωνικής συνάφειας. Σηκώνουμε πανό διαμαρτυρίας χωρίς πολιτική πρόταση. Μέχρι ν’ αλλάξει αυτή η αφύσικη και νοσηρή κατάσταση, δεν θα ’μαστε πολύ καλά...

-Τι προτείνετε;
Παλιά, οι διάφορες ελίτ που υπήρχαν στην Ελλάδα συμμάζευαν τα πράγματα, αν και τον πολύ κόσμο τον είχαν παρατημένο στην εκκλησία και στα κόμματα. Το ’81, με το ΠαΣοΚ, απέκτησαν πρόσβαση στην εξουσία και οι «απόκληροι», που ήταν λυτρωτικό για τον τόπο. Μόνο που αυτός ο
κόσμος ήταν ανεκπαίδευτος, με αποτέλεσμα έναν ομιχλώδη προοδευτισμό για πάρα πολλά χρόνια. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι ομάδες «ελίτ» που να είναι μαζί με τον πολύ κόσμο. Σ’ αυτούς και στην ευαισθησία τους στηρίζω τις ελπίδες μου.
Σήμερα, όποιος έχει να πει κάτι το απευθύνει σε κυψέλες συγκίνησης, σε πυρήνες, σε ομάδες στο διαδίκτυο...

-Τι εύχεστε για το 2010;
Να προσέξουμε το σπίτι μας, τον πλανήτη. Nα αγαπήσουμε αυτούς που αγαπάμε. Δεν αρκεί να αγαπάς. Πρέπει να έχεις συνείδηση αυτού του πράγματος.

(Οι υπογραμμίσεις δικές μου)


ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

Μετράω κατακόρυφα


Άγρια χτυπήματα του τακουνιού στο ξύλο
Συστρέφονταν ο χρόνος της
Αδιαπραγμάτευτος
Γύρω από άξονα αόρατο αφρίζοντας
Ασφυκτικός απ’ την πολλή ανάσα
Όχι σαν όλους τους χορούς
Όλο κρυφά μαχαίρια τούτος
Μα κρύβονταν τα αίματα
Στο πορφυρό φουστάνι