Το Ολοκαύτωμα, η Ποίηση & ο Paul Celan.
«… το να γράψει κανείς ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρότητα…».
Η γνωστή αυτή φράση του Αντόρνο, μας –ή θα έπρεπε να μας- στοιχειώνει όλους. Ό,τι έγινε εκεί, δεν αφορά και δεν στιγματίζει μόνο εκείνους, τους ναζί, τους Γερμανούς, τους «άλλους». Το να δείξουμε αλλού, και να αποστρέψουμε το βλέμμα, δεν μας διασώζει, ούτε μας απαλλάσσει. Γιατί καθένας θα μπορούσε να ήταν εκεί, εκείνος. «Αυτό» που συνέβη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, δεν ήταν το ανοσιούργημα ενός παράφρονος, αλλά εκατομμυρίων καθημερινών ανθρώπων, ίδιων με όλους εμάς, που πίστεψαν, που ζητωκραύγασαν, που συμμετείχαν έμπρακτα, που αφιονίστηκαν με το παραλήρημα της δόξας και της δύναμης. Η διάσταση και η έκταση του «φαινομένου» δεν αφήνει περιθώρια ελαφρυντικών. Η ανθρωπότητα τότε ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με το θηρίο που βρυχάται στα υπόγειά της. Ξέβρασε τη λάσπη που κρύβει στα σωθικά της. Κι αυτό είναι κάτι που την σημάδεψε για πάντα. Είναι μια αβυσσαλέα ρήξη του ανθρώπινου «εγώ» με τον εαυτό του. Έκτοτε αυτό το «εγώ» κρέμεται στην ακρότητα της ύπαρξής του, από μια κλωστή. Μια κλωστή αμφιβολίας. Μετά την φρικαλεότητα του ναζισμού κανείς δεν μπορεί - ούτε δικαιούται- να είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Κανείς δεν μπορεί –ούτε δικαιούται- να είναι σίγουρος για το έδαφος πάνω στο οποίο πατάει. Κανείς δεν μπορεί –ούτε δικαιούται- να διαβεβαιώνει για το «νόημα», για ένα όποιο νόημα.
Το Ολοκαύτωμα σκέπασε ολόκληρο τον κόσμο με τη στάχτη του, μια στάχτη, που ποτέ η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει να πετάξει από πάνω της.
Ο Paul Celan, που έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους μεταπολεμικούς ποιητές, είναι ολόκληρος, από την κορυφή ως τα νύχια, από την αρχή ως το τέλος, σκεπασμένος με αυτή τη στάχτη. Συσσωματώνει στη ζωή και το λόγο του εκείνη την αβυσσαλέα ρήξη, εκείνη την καταλυτική αμφιβολία, εκείνο το αγιάτρευτο τραύμα της ανθρωπότητας.
Μεγαλωμένος στο ειρηνικό, πολυπολιτισμικό περιβάλλον του Τσερνόβιτς, από μητέρα Γερμανίδα και πατέρα Εβραίο, ήταν πρωτοετής φοιτητής τον Ιούλιο του 1939, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, που τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του. Το ’41 τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν το Τσερνόβιτς, και οι γονείς του οδηγούνται σε στρατόπεδα εξόντωσης. Ο πατέρας του πεθαίνει από τις κακουχίες, και η μητέρα του που λατρεύει, και που τον έχει εκθρέψει με την γερμανική κλασική παιδεία, εκτελείται με μια σφαίρα στον αυχένα. Ο ίδιος εκτοπίζεται σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Όταν οι φίλοι του τον ρωτούν τι κάνει στο στρατόπεδο, απαντά μονολεκτικά: «σκάβω». Παράλληλα γράφει ποιήματα, στη γλώσσα της μητέρας του και των δολοφόνων της, την γερμανική, που είναι ταυτόχρονα γι’ αυτόν γλώσσα πατρίδα και γλώσσα εξορία. Αργότερα θα πει:
Ήταν χώμα μέσα τους, και
αυτοί έσκαβαν,
Αυτοί έσκαβαν κι έσκαβαν, έτσι περνούσε
η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δεν δοξάζανε Θεό,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήθελε,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήξερε.
Αυτοί έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια
δεν έγιναν σοφοί, δεν εφεύραν κανένα τραγούδι,
δεν επινόησαν καμιά γλώσσα.
Αυτοί έσκαβαν.
Ήρθε μια γαλήνη, ήρθε και μια θύελλα,
ήθαν οι θάλασσες όλες.
Εγώ σκάβω, εσύ σκάβεις, σκάβει και το σκουλήκι,
κι αυτό τραγουδάει εκεί λέει: αυτοί σκάβουν.
Ω ένα, ω ουδένα, ω κανένα, ω εσύ:
πού πήγαινε, αφού στο πουθενά πήγαινε;
Ω εσύ σκάβεις κι εγώ σκάβω, και σκάβω μέσα μου ως εσένα,
και στο δάχτυλό μας ξυπνάει το δαχτυλίδι.
Με την ήττα των Γερμανών η περιπέτεια δεν τελειώνει. Ο γενέθλιος τόπος γίνεται σοβιετική επαρχία, που οι Ρώσοι θέλουν να εκκαθαρίσουν από τις μειονότητες των Εβραίων και των Ρουμάνων. Έτσι φεύγει για το Βουκουρέστι, απ’ όπου μετά από λίγα χρόνια, λόγω σκλήρυνσης του καθεστώτος, θα αναγκαστεί να ξαναφύγει κρυφά, και μέσω Βουδαπέστης να φτάσει στη Βιέννη, όπου δεν κατορθώνει να πάρει άδεια παραμονής. Καταλήγει στο Παρίσι, όπου εγκαθίσταται πλέον μόνιμα, τον Ιούλιο του 1948. Εκεί σπουδάζει, εργάζεται, γράφει ποίηση, ταξιδεύει, αναγνωρίζεται και βραβεύεται για το έργο του, μέχρι τον Απρίλιο του 1970, οπότε σε ηλικία πενήντα ετών, με διαταραγμένες τις φρένες, πέφτει στον Σηκουάνα και δίνει τέλος στην ζωή του.
Από τα νεκρά χείλη του, είναι σαν να ανεβαίνει ο «Ψαλμός»:
Κανένας δεν μας πλάθει ξανά από χώμα και πηλό,
κανένας δεν ευλογεί τη σκόνη μας.
Κανένας.
Δόξα σοι ο Κανένας.
Για την αγάπη σου θέλουμε
ανθίσει.
Σ’ εσέναν
απέναντι.
Ένα Τίποτα
ήμαστε, είμαστε, για πάντα
θα μείνουμε, που ανθίζει:
του Τίποτα, του
Κανενός το ρόδο.
Με
το στύλο φως ψυχής,
το στήμονα έρημο ουρανού,
τη στεφάνη κόκκινη
από τη λέξη πορφύρα, που τραγουδούσαμε
πάνω, ω πάνω
απ’ τ’ αγκάθι.
(από τη συλλογή «του κανενός το ρόδο», μετ. Χρήστος Λάζος)
Ο Paul Celan διαλέγεται με την ίδια του τη ζωή, με την ποίηση και το θάνατό του, με τον Αντόρνο, τον επίσης Εβραίο φιλόσοφο, που δεν συνάντησε στο ραντεβού, που μία και μοναδική φορά κανόνισαν, λες μέχρι κι αυτή η αποτυχημένη συνάντηση να επισφραγίζει την, παρά την αμοιβαία έλξη και αλληλεγγύη, διαφωνία τους.
Γιατί ο Paul Celan με την ίδια την τραγική του μοίρα επιτείνει την σκοτεινή απόφανση του στοχαστή, αλλά και απαντά ταυτόχρονα. Και η απάντησή του είναι καταφατική. Παρά την τραγική του ζωή και τον τραγικό του θάνατο, που είναι η επιτομή της τραγικότητας του ίδιου του ανθρώπου, ο Τσέλαν λέει:
Ναι, μπορεί να υπάρξει ποίηση μετά το Άουσβιτς. Μόνο που ποτέ δεν θα μπορέσει να είναι πάλι όπως ήταν πριν απ’ αυτό.
Η ποίηση μετά το Ολοκαύτωμα δεν μπορεί να είναι παρά το Τίποτα που ανθίζει.
Όπως και κάθε τι το ανθρώπινο…
Δείτε ακόμη:
9 σχόλια:
kαλώς σε βρίσκω και επισήμως !
γειά στο στόμα σου ήταν η πρώτη σκέψη διαβάζοντάς σε.
παρόμοιες σκέψεις με κηνυγούσαν χθές διαβάζοντας κάπου οτι η "γειτονική" Ιταλία είχε 23 χρόνια στο σβέρκο της τον Μουσολίνη !!!!!!
(παρά τα χρόνια μου) πρώτη φορά το συνειδητοποίησα και μού ήρθε σαν χαστούκι το τι σημαίνει αυτό ..
Δεν σε ζαλίζω άλλο πρώτη επίσκεψη !
καλή σου μέρα !
καλώς όρισες ξωτικό! χρειαζόμασταν ένα ξωτικό στην παρέα (αν και έχουμε ηδη μια νεράιδα... :))
καλό σου απόγευμα :)
Το σχόλιο μου σ' αυτή την ανάρτηση μόνο σεβασμού σιωπή μπορεί να είναι...
χάθηκα φιλενάδα μου το ξέρω...
θα τα πούμε ελπίζω σύντομα.
σε φιλώ πολύ
πολύ μου άρεσε ο πρόλογος, πρέπει να διαβάσεις Αλμπέρ Κόσερι
Σε διάβασα και μου έδωσες ιδέες. Συνδύασα αυτό το ποίημα με ένα του Μπρεχτ στη Δευτέρα. Το καλύτερο "επετειακό" ανάγνωσμα.
Σε έχω συχνά μαζί μου στην τάξη, φίλη. Το ξέρεις;
Ξεκίνησα πολλές φορές να σε διαβάσω δεν το άντεχα σταματούσα ξανά απ'την αρχή μια σειρά ακόμη λίγο απ'το βάρος των λέξεων ν'αντέξω λίγο την έλειψη αέρα να συνηθίσω λίγο αυτό το τίποτα που ανθίζει να δω.
Έζησα στη Γερμανία κάποια χρόνια.... συναναστράφηκα ευγενείς καλλιεργημένους ανθρώπους. Ζούσαν κουβαλώντας το στίγμα της ντροπής και προσπαθούσαν να εξηγήσουν κι οι ίδιοι γιατί δεν "είδαν"όσα γίνονταν
Καλημέρα Αγγέλα
(οι αναρτήσεις σου αδύνατον να μη σε βάλουν σε πολλές σκέψεις)
Τι ομορφότερο για αρχή του Σαββάτου!
Σε ευχαριστώ!
Τον γνώρισα -ή μάλλον ξαναέσκυψα στα έργα του- από ένα συνάδελφο με τον οποίο έκανα υπέροχες συζητήσεις. Στον Celan σου μιλάει και το γερμανικό κείμενο, ακόμη κι όταν τα γερμανικά σου είναι ελάχιστα. Λέξη-λέξη γεννά το έργο του. Κυριολεκτικά. Έτσι μου φαίνεται.
Μαριέλα μου, να τα πούμε. πώς τα καταφέρνουμε και χανόμστε.. κι εγώ αυτόν τον καιρό είμαι πνιγμένη. σε φιλώ :)
Ηλιογράφε μου, είναι στα υπόψιν. ευχαριστώ:)
Γυριστρούλα μου δεν μπορείς να φανταστείς πόση χαρά μου δίνει αυτό που μου λες. Μακάρι. μακάρι να βοηθάω όπως μπορώ. Εκεί στην τάξη πρέπει να γίνει το θαύμα..
πολλά φιλιά:)
Μέριλ μου, το πιστεύω αυτό που λες για του Γερμανούς. Και το καταλαβαίνω πολύ καλά. Γ' αυτό λέω ότι καθένας μας θα μπορούσε να είναι στη θέση τους.
νάσαι καλά γλυκιά μου. σε φιλώ :)
roadartist, ευχαριστώ. Την καλησπέρα μου :)
Έχεις δίκιο Θερσίτη. Λέξη-λέξη γεννά το έργο του. Αυτό που λες για τα γερμανικά του το αναφέρουν και οι σχολιαστές του. Τα χρησιμοποιεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο. (οφείλεται σ' έναν βαθμό και στην αντιφατική σχέση του μαζί τους. από τη μια η μητρική του -κατά κυριολεξία- γλώσσα, απ' την άλλη η γλώσσα που σκότωσε τους δικούς του, και τον εξόρισε από τον τόπο του)Γενικότερα όμως τα γερμανικά έχουν δομή που τα βοηθάει να "γεννάνε" λέξεις και σημασίες (σ' αυτό συγγενεύνουν με τα ελληνικά). Γι' αυτό και σε σημαντικά κείμενα είναι εξαιρετικά δύσκολη η μετάφρασή τους, με πλήθος σημειώσεων και επεξηγήσεων.
Θα ήθελα πάρα πολύ να διάβαζα από το πρωτότυπο, αλλά δυστυχώς δεν έχω ιδέα από γερμανικά. Είσαι τυχερός που μπορείς να τα πλησιάσεις, έστω και λίγο.
την καλησπέρα μου :)
Δημοσίευση σχολίου