-επετειακόν-
(ευτυχώς οι συνειρμοί παραμένουν ελεύθεροι...
το ίδιο και η θλίψη των ποιητών...)
ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ
Δεν τα κατάφερνε να κοιμηθεί, ζέστη του κερατά, καιγότανε το μεσημέρι, η κάμαρα μια κόλαση, πλάγιασε πάλι, απέναντι η Φανή,
το μάτι της Φανής ασάλευτο στο κάντρο, χρόνια δεκαεφτά που πέθανε, κι όξω απ’ την κάμαρα ο σταθμός, σακατεμένες μηχανές βουλιάζοντας στο σίδερο.
Τραίνο στις 12, τραίνο στις 3, τραίνο στις 4 και τέταρτο, τότε το τραίνο κίνησε νυστάζοντα, κι άκουγες τους αρμούς τα κόκαλα, τροχοί και κόκαλα, κι από τα σπίτια πίσω ο μέγας ουρανός, κι από τα δέντρα πίσω ο μαύρος ουρανός, το τραίνο παίρνοντας
την κατηφόρα, χώματα ξερότοποι, κι αυτός σκυμένος στο παράθυρο, μήτε ήρθε στο φυλάκιο της στροφής εκείνη η ανώνυμη γυναίκα, στάχτη κι ερημιά το μούτρο της, να σύρει τη βαρειά αλυσίδα, ο δρόμος ανοιχτός και η άσφαλτο, κι ο σκύλος μήτε σάλεψε, χωμένος στη γαρουφαλιά, το τραίνο παίρνοντας
την άλλη κατηφόρα, ίσια γραμμή, δεξιά το πεύκο βύζαινε το φως, και κάτω δέκα μέτρα η θάλασσα, σωστό γυαλί στον ήλιο αστράφτοντας, η αρμύρα από τη θάλασσα, κι ο λίγος άμμος, το νερό σε μια φανταστική συνέχεια, ο λίγος άμμος το κορμί του καίγοντας, στον ήλιο καίγοντας.
Έτσι γυμνός ανάσκελα, χωμένος μες στο καλοκαίρι, βούιζε το κεφάλι του, γιομάτο κυπαρίσσια και τζιτζίκια το κεφάλι του πριζότανε.
Χιλιάδες σπίθες στο εσωτερικό και σκοτεινιά κι αντίλαλοι, κι όξω στον άμμο ένα μεγάλο φως, πλατύ χωράφι αθέριστο, γιομάτο φως, κι εκείνος,
έτσι πρησμένος και γυμνός, ανάσκελα, σε τούτη την απίστευτη εκμηδένιση, το μάτι του άδειο γράφοντας τα γεγονότα τ’ ουρανού, τα κυπαρίσσια ακίνητα και μια σειρά πουλιά, μαύρα, λοξεύοντας,
χιμώντας πάνω στο κουφάρι του, με πείνα αρπάζοντας τα σπάραχνα, σκουντώντας τόνα τ’ άλλο, κράζοντας, και τρώγανε ανυπόμονα κι ακούγονταν μέσα στο φως οι φοβερές φτερούγες που χτυπούσανε.
Κατέβηκε παντού η σιωπή.
Κατέβηκε με τ’ άροτρο ο Θεός.
Άσπρο το ρούχο του, πελώριος έκατσε, κι έκατσε δίπλα στο σκαμνί, τα ρούχα του τον άμμο σκοτεινιάζοντα, και το φαρδύ του χέρι εσκάλισε, τ’ άσπρα του δάχτυλα κοσκίνισαν τον άμμο, κι ο Θεός
είπε, σηκώνοντας αργά το χέρι του, να φύγουν τα πουλιά, κι εκείνα φύγανε, ξαφνιάστηκαν, πήραν το δρόμο ανάμεσα στα κυπαρίσσια, εφύγανε, σκεπάσανε την άκρη τ’ ουρανού.
Κι είπε ο Θεός.
Κι ήρθε η Φανή, κατέβηκε, σκούρα κι αμίλητη στην πέτρα του γιαλού.
Ήρθε κι ο θυρωρός κουτσαίνοντας,
ο Νίκος από το περίπτερο και το πλατύ
ποτάμι πέρα από τη Λάρισα, κι η γέφυρα ύστερα, κι ο δρόμος όξω απ’ την Κοζάνη, και τα πολυβόλα, κ η κραυγή του λοχαγού στη σκοτεινή χαράδρα, ήρθε η Φανή,
στο απέραντο νοσοκομείο, διάδρομοι και φως, και πιο ψηλά κόκκινοι λόφοι, οι λόφοι κόκκινοι, κοκκινοκόκκινοι, μαύροι καθώς ενύχτωνε και περπατούσαν με φανάρια ανάμεσα στα ξύλα, βλαστημώντας το χριστό σας ο Ζαφόγλου κι ήρθανε
χιλιάδες έγγραφα, χαρτιά σφραγίδες και χαρτόσημα κι υπογραφές, η επιτροπή στη σύνταξη κι ο σκούρος τοίχος πίσω τους με το σημαδεμένο χάρτη, μυγοχέσματα, τσιγάρα, σκύβοντας κάτι σκυφτές φωνές.
Κι εφάνηκε απ’ τους άμμους, περπατώντας ήσυχα, ήρθε η γυναίκα στο φυλάκιο της στροφής, πήρε την αλυσίδα αργά, την πέρασε στο γάντζο, και το χέρι της κομένο απ’ τον καρπό, ξερό σαν ξύλο, κάψαλο το χέρι της.
Και πέντε φορτηγά στην άσφαλτο σταμάτησαν, τόνα με τ’ άλλο, ο σκύλος τότε ανασηκώθηκε, πάνω στο τραίνο εχίμηξε αστραπή, καθώς το τραίνο εκίναγε, κι αρχίνισαν τα κόκαλα, τροχοί και κόκαλα, σίδερα-κόκαλα, κι ο σκύλος τότες ούρλιαξε.
Κι εκείνος άκουσε, μέσα στη βύθιση, άκουσε.
Κι είπε να σηκωθεί, σηκώθηκε, ξανάπεσε μεμιάς.
Τον πήρε η θάλασσα, σκοτάδι χαμηλά σκοτείνιαζε και πάγωνε από το παράθυρο, τον πήρε η θάλασσα, βράχια νερό κι πέτρες χάθηκαν,
η αλυσίδα, η άσφαλτο, τα πέντε φορτηγά,
τα βράχια κόκκινα, πέτρα χαλίκι κι άμμος κι ουρανός,
μονάχα ο κούφιος ουρανός.
Τάκης Σινόπουλος, Νεκρόδειπνος
10 σχόλια:
Δεν δύναμαι να σου απαντήσω λογοτεχνικά, μόνο θα καταθέσω εδώ, πως κάθε χρόνο αυτές τις μέρες, ο νους μου ταξιδεύει πίσω, τότε, το 1973, τότε που με θράσος πίστευα πως τον κόσμο αυτό μπορώ ν΄αλλάξω...
Πολύ δυνατό το κείμενο!
τι όμορφο κείμενο!
και πόσο συγκινητικό που παραμένουν ελεύθεροι οι συνειρμοί και η θλίψη των ποιητών...
σου στέλνω την αγάπη μου
τρυφερή μου φίλη
θα σταθώ στον τίτλο που εκτός από επίκαιρος είναι και διαχρονικός (δυστυχώς), γι αυτό και η θλίψη των ποιητών..........
Ωραία αντίστιξη, κείμενο και τίτλος. Προς στιγμήν φοβήθηκα... Με αποζημίωσες. Χάθηκα στην ομορφιά των στίχων. Καθόλου επετειακό. Μόνο αληθινό.
Αγγέλα μου,
σοκαρίστηκα και γω η αλήθεια είναι με τον τίτλο αλλά κατεβαίνοντας συνερχόμουν. Μάγισσα (ή/και μάγκισα) στο στήσιμο του άρθρου:) προς τα κάτω η Λορ βύζαινε το νου μας ... σαν το πεύκο του Σινόπουλου τον ήλιο....
Σε ευχαριστώ!!
Y.Γ. Σήμερα που είχα λίγο χρόνο να σeργιανήσω παρατηρώ τις λεκτικές επαληθεύσεις όπου υπάρχουν. Εδώ απαιτείται να γράψω prodeph .. δεν ήταν να είναι proderm.. πάει σαλτάρισα :):)
Αγαπημένοι μου, η θλίψη και η ήττα που αποπνέει το ποίημα του Σινόπουλου είναι αυτό ακριβώς που αισθάνομαι σήμερα, γι' αυτό και το αφιερώνω στην επέτειο και σε όλους εμάς΄που οραματιστήκαμε έναν "άλλο" κόσμο, και αντ' αυτού δρέπουμε... Αννίτες!
Ειλικρινά δεν ξέρω αν πρέπει να γιορτάζουμε ή να πενθούμε σήμερα...
Αλήθεια εκείνοι που πέθαναν, που διώχθηκαν που σακατεύτηκαν τότε, τα θυσίσαν όλ' αυτά για μια δημοκρατία και μια ελευθερία παραδομένες στο θράσος, την καπηλεία, την αναλγησία των παντοειδών ανθρωποειδών, τύπου Αννίτας και Καρβέλα, που τολμούν να μιλούν για... αξιοπρέπεια (!!!!!) όταν πρωτοστατούν στον εξευτελισμό των πάντων;;;;;;;
Κι εμείς που πήραμε τη σκυτάλη τι τα κάναμε αυτά που εκείνοι μας παρέδωσαν;;;;;;
Προσωπικά ντρέπομαι για την κοινωνία που φτιάξαμε πατώντας πάνω στο αίμα εκείνων, γι' αυτό και καθόλου "εορταστικά" δεν νιώθω...
σας φιλώ και σας ευχαριστώ που είστε εδώ. Αυτοί οι μικροί "κύκλοι" ειναι η μόνη παρηγοριά και ελπίδα που μας έχει μείνει :)
Όλοι μας έχουμε χρέος να ντρεπόμαστε γι' αυτό το εξάμβλωμα που έχουμε παραγάγει. Και να κάνουμε αυτοκριτική. Το αύριο χρειάζεται ιδανικούς οδηγούς, για να σηκώσουν στους ώμους τους τους νέους.
Θα συμφωνήσω μαζί σου σ΄αυτό το καθόλου "εορταστικά".
Κι εγώ ακριβώς τα ίδια νοιώθω...
Και τι να πω....
Πόσα μείνανε ...μένουνε...
Να σαι καλά κορίτσι μου...
μπορώ να ζω χωρίς βαρβάρους;φαντάσματα.όμορφη θύμιση αλλά πληγώνει βαθιά.ρωτάς κι άν λείψουν οι βάρβαροι τιθα γενούμαι;αμ δε, πάντα θα υπάρχουν, να μας θυμίζουν την κακία μας.
Δημοσίευση σχολίου