Δεν ξέρω τι δικαιώνει έναν ποιητή. Η πλατιά απήχηση του λόγου του; Η αναγνώριση της αξίας του έργου του από τους επαίοντες; Ο κραδασμός που ίσως προκαλέσει ένας μόνο στίχος του σε έστω και έναν μοναδικό αναγνώστη;
Γεγονός είναι ότι οι περισσότεροι έχουμε γνωρίσει και αγαπήσει τον Γιάννη Ρίτσο σαν τον στρατευμένο ποιητή, που συνάρμοσε τον εμπνευσμένο λόγο του με το συλλογικό όραμα, που τροφοδότησε με συγκίνηση και πάθος τους λαϊκούς αγώνες της πρόσφατης ταραγμένης ιστορίας μας.
Εγώ όμως αγαπώ περισσότερο τον «άλλο» Ρίτσο –γιατί υπάρχει κι αυτός-, τον στοχαστικό, τον χαμηλόφωνο, τον σχεδόν εξομολογητικό. Εκείνον που τολμά να αποκαλύψει την πιο βαθιά υπαρξιακή του αγωνία, να βυθίσει το ποιητικό του νυστέρι στο τραγικό αδιέξοδο της ανθρώπινης μοίρας, στη ματαιότητα και το θάνατο.
Εκατό χρόνια από τη γέννησή του, και ο Μάιος γενέθλιος μήνας τον ποιητή, κι εγώ διαλέγω να τον τιμήσω με ένα έργο του λιγότερο γνωστό, λιγότερο επικό, λιγότερο –ή μάλλον καθόλου- «επαναστατικό». Ένα έργο που ανατέμνει τρυφερά και πολύ ανθρώπινα μια αντιηρωική μορφή, αυτή της αδελφής της Ηλέκτρας, την Χρυσόθεμι, που έζησε στη σκιά των τρομερών γεγονότων του βασιλικού οίκου της, και τώρα, σ’ αυτόν τον χαμηλότονο και εξομολογητικό ποιητικό μονόλογο, αναστοχάζεται όλη αυτή τη θύελλα μέσα απ’ την οποία πέρασε σιωπηλή, σχεδόν διάφανη, σχεδόν ανύπαρκτη.
Η αρχική μου πρόθεση ήταν να διαλέξω δυο-τρία σύντομα αποσπάσματα. Δεν τα κατάφερα. Παρ’ όλο που τελικά τα αποσπάσματα είναι εκτενή, και πάλι αισθάνομαι ότι αδικώ τον πλούσιο, γεμάτο εικόνες, αίσθημα, ατμόσφαιρα ποιητικό λόγο. Ας λειτουργήσει λοιπόν αυτή η παράθεση σαν έναυσμα για την ανάγνωση ολόκληρου του έργου. Με την βεβαιότητα –κόντρα στην περιρρέουσα αντίληψη- ότι ο ποιητικός λόγος καθόλου δεν κουράζει –το αντίθετο μάλιστα- σας εύχομαι καλή απόλαυση.
Πώς έγινε και με θυμήθηκαν; Εμένα κανένας ποτέ δε με θυμάται. Κανένας
ποτέ δε με πρόσεξε. Παράπονο δεν έχω. Καλά μου ήταν όλα, κι ίσως καλύτερα έτσι.
Ξέρετε, στο πέρασμα του χρόνου, τα πάντα, όσο πικρά ή και τρομερά, μας φαίνονται σαν απαραίτητα,
σαν χρήσιμα κι όμορφα μάλιστα. Και τούτο το τραχύ βουνό από πάνω μου
ήταν μια συντροφιά –μια προστασία σχεδόν,- ντυνόμουν τον ίσκιο του.
Λοιπόν, μες από την αφάνειά μου, χαιρόμουν να βλέπω και ν’ ακούω. Μπορούσα
να ονειρεύομαι ελεύθερα. Ήταν όμορφα, αλήθεια –σα νάζησα
έξω απ’ την ιστορία, σ’ έναν δικό μου ανέγγιχτο, απόλυτο χώρο, προφυλαγμένη, και παρούσα ωστόσο. (…)
Προς τι, λοιπόν, η επέμβασή μας; Πολύ νωρίς διδάχτηκα
πως τίποτε κανένας δεν μπορεί να αποτρέψει. Τα βράδια
το ζεστό χνώτο απ’ τους τοίχους των σπιτιών ξεχύνεται στο δρόμο
η σκιά ενός πελώριου αλόγου ατμίζεται στο φεγγαρόφωτο. Αν τούτο
δεν είναι
απάντηση σε τίποτε, θαρρώ πως δεν υπάρχει απάντηση.
Μεγάλα φέρετρα περάσαν από τούτη την πύλη –μεγάλα σαν καράβια
νεκροί με επίσημες στολές, με ψηλά κράνη, σκεπασμένοι με σημαίες
και λουλούδια,
κι άλλοι γυμνοί, ντυμένοι μόνο την ωχρότητά τους και την απορία τους,
κι ένα σφαγμένο κορίτσι, μ’ ένα τεράστιο, κάτασπρο πέπλο. Ο αέρας
ανέβασε ψηλά το πέπλο, τόδεσε πάνω σ’ ένα σύννεφο ανοιξιάτικο
κι έμεινε εκεί, να κυματίζει ερημικό, φέγγοντας πότε-πότε
με γαλανές ανταύγειες το προαύλιο και τη σκάλα. (…)
Έφυγαν. Τίποτα δεν έχει μείνει. Όλα τα ξόδεψαν για το όνομά τους
Κι όχι για τον εαυτό τους –(μήπως τάχα κι εμείς;). Δεν μετανιώσαν.
Άλλωστε ήταν αργά κάθε φορά να μετανιώσουν. Δεν χρειαζόταν.
Στο γυρισμό απ’ το κοιμητήρι, όλοι κοιτούσαμε κάτου στο χώμα.
Γινόταν μια μεγάλη παύση τόσο που θα νόμιζε κανένας
Πως όπου νάναι θα σκεφτόμαστε κάτι επιτέλους.
Κι άξαφνα
Ακούγονταν χιλιάδες δυνατές οπλές κάτω στον κάμπο και στους δρόμους-
Οι καβαλλάρηδες ξεπρόβαιναν πίσω απ’ τις λεύκες. Κλείναν τα περάσματα.
Σημαίες μεσίστιες κι άλλες αναπεπταμένες μες στο ντουφεκίδι.
Δεν ήξερες ποιοι φτάναν και ποιοι φεύγαν –τι γινόταν. Άλλοι τρέχαν,
άλλοι κρυβόνταν, άλλοι κάτι γράφανε στο γόνατό τους, άλλοι αυτοκτονούσαν,
άλλοι εκτελούνταν τα χαράματα μπροστά στο γυμνό τοίχο του τουβλάδικου, (…)
άλλοι ζυγιάζαν τα μικρά παιδιά τους.
Κάποιος έφερε να ζυγιάσει ένα πουλί. Το πουλί πέταξε. Βγήκε απ’ την πόρτα.
Εκείνος φώναξε: «Δεν έχει βάρος, δεν έχω βάρος, δεν έχουμε βάρος.
Χανόμαστε. Χαθήκαμε. Χάσαμε το βάρος μας. Πετάμε»-
κι άνοιγε διάπλατα τα χέρια του σα νάταν όντως να πετάξει.
Το γέλιο του ακουγόταν πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, κοντά στο ποτάμι.
Ύστερα τίποτα. Μήτε κατάρες πια και μήτε επευφημίες. Μόνη μορφή ελευθερίας
απόμεινε η σιωπή. Στα εγκαταλελειμμένα περιβόλια
θεριεύαν οι τσουκνίδες, τα σπερδούκλια και κάτι παράξενα αγκάθια
με άγνωστα χρυσαφιά λουλούδια σαν αστέρια ερήμωσης. Τα πηγάδια στερέψαν-
αν έριχνες μια πέτρα χτυπούσε στην πέτρα, κι ο ήχος συνεχιζόταν
σ’ ένα ατελεύτητο βάθος ως την άλλη μεριά. Κι αν κοιταζόσουν μέσα,
ένα μονάχο μάτι, σκοτεινό, χωρίς τσίνορα, σε κοιτούσε κατάματα,
κάνοντας κοίλο ολόκληρο το πρόσωπό σου σα μια ξέβαθη τρύπα.
Αργότερα έπιασαν μεγάλα κρύα. Κοπάδια λύκοι κατεβαίναν
στα χωριά και στην πόλη. Όλοι κλειδώνονταν στα σπίτια. Χιόνισε κιόλας.
Ένα απερίγραπτο άσπρο είχε σκεπάσει τις στέγες, τα δέντρα, τη μνήμη,
σαν ευλάβεια, σαν άφεση, -καθώς εκείνο το πέπλο που σας έλεγα-
και πίσω του διακρίνονταν όλο το μαύρο, ατεμάχιστο, ανώδυνο, ήρεμο.
Τα ξημερώματα βρίσκαν στους δρόμους ψόφια πρόβατα, σκυλιά, γαϊδούρια,
κάτι λιγνά, περίλυπα άλογα. Τα μελίσσια είχαν αφήσει τις κυψέλες τους.
Το καλαμπόκι, το κριθάρι, το στάρι ακριβαίνανε. Ωστόσο,
κάποιο πρωινό, που άνοιξα τα παντζούρια, είδα τριγύρω στη μάντρα του κήπου
ένα σωρό παιδιάστικους, χάρτινους ανεμόμυλους. Μπορεί και νάταν
αυτός που πήγε να ζυγιάσει το πουλί. Στο δρόμο ακούστηκε πάλι
ένα παιδί να διαλαλεί κουλούρια –η φωνή του και το άρωμα
από ζεστό ψωμί και σουσάμι ξανάδινε σχήμα στα δέντρα, στις πόρτες,
στα χέρια και στα πρόσωπα. Το διάφανο πρωινό φεγγάρι
αποτραβιότανε με βήματα ένοχα, τριανταφυλλένια,
πλάι σε μια σιδερένια σκάλα υπηρεσίας, στριφτή, σκουριασμένη.
Φώναξα τότε τη μεγάλη αδελφή μου. «Κοίτα, κοίτα», της είπα. Μετρούσα:
«δυο, τρεις, εφτά, δεκάξη, δεκαεννέα», τους ανεμόμυλους. Εκείνη
στράφηκε προς τα εκεί. Δεν είδε τίποτε. Γύρισε και με κοίταξε
κι αμέσως έφυγε οργισμένη. Εγώ λυπήθηκα σα νάχα φταίξει.
Έσκυψα πάλι απ’ το παράθυρο. Τίποτε, αλήθεια. οι ανεμόμυλοι είχαν φύγει. (…)
Μια μέρα
Χύθηκε το νερό στο φόρεμα της αδελφής μου, -
μια λουλακιά ζωγραφιά σχεδιάστηκε πάνω του. «Δωσ’ το μου να στο πλύνω», φώναξα.
«Δεν είναι τίποτα, -λέει- το νερό δε λεκιάζει». «Δώσ’ το μου, δώσ’ το μου»,
φώναξα πάλι. Όλοι με κοίταζαν. Σώπασα. Κι η ζωγραφιά μεγάλωνε,
γέμιζε ολόκληρο το φόρεμα, τα χέρια της, τα πόδια της, το πρόσωπό της-
η αδελφή μου είχε γίνει γαλάζια. Μόνο η άκρη απ’ το ένα της σαντάλι
απόμεινε λευκή. Κανείς δε βλέπει τα ολοφάνερα. Τα άλλα-
ω, τα άλλα –ποια;- μετακινήσεις, ασχολίες, χειρονομίες
μες στο αμετάβλητο και αμετακίνητο, που λένε. Δεν βλέπουν καθόλου.
Καλύτερα τάχα; Χειρότερα; -Ποιος ξέρει;- Δε βλέπουν.
Αποτραβήχτηκα εδώ πέρα. Είναι ήσυχα. Μήτε ο απόηχος δε φτάνει
απ’ τις γεννήσεις, τους γάμους, τους θανάτους. Κουράστηκα. Τα ίδια και τα ίδια-
άλλοι ανεβαίνουν, άλλοι κατεβαίνουν –ίδιοι οι πρώτοι κι οι δεύτεροι κι οι τρίτοι,
(κι οι πιο καλοί, σαν φτάσουνε στην εξουσία –ξέρετε). Ένας τοίχος
με σκουριασμένους γάντζους ως επάνω ψηλά, μες στη νύχτα. Ποτέ μου
δεν κατάφερα να πιαστώ σ’ ένα γάντζο ν’ ανέβω –δεν προσπάθησα, βέβαια.
Ξεχνιόμουνα κοιτάζοντας ένα άστρο διαλυμένο στο νερό σα μια σταγόνα λεμόνι
μέσα στο τσάι, -ξάνθαινε κάπως το σκοτάδι. Όλοι φοβόμασταν. Κι ίσως πιότερο εκείνοι.
Ωστόσο αυτή η κουραστική επανάληψη, στο τέλος-τέλος, σαν να μεταλλάζει
σε κάτι ωραίο και σχεδόν υγιεινό –σου δίνει την εντύπωση, έτσι κάπως, του φευγαλέου και του ανεξάντλητου ταυτόχρονα –μια γαλήνια διάρκεια,
κάτι άγνωστο και οικείο, -σε αλαφρώνει – μια ιδέα τρομερής αιωνιότητας-
αιωνιότητας ωστόσο.
Ένα ήσυχο χαμόγελο κρέμεται μέσα μας,
όπως κρεμάμε σ’ ένα έρημο δωμάτιο έναν πίνακα –μιαν αρχαία ναυμαχία
σε σκοτεινό πράσινο χρώμα, νύχτα, με χρυσά και κόκκινα στίγματα στην άκρη,
μπροστά, στην αμμουδιά, διακρίνεται ένας γέρος χωλός ναυτικός. Έχει ανάψει
λίγη φωτιά κι έχει στημένη σε δυο πέτρες τη χύτρα του –
έτσι μονάχος, έτσι απόμαχος, σαν έξω απ’ τον κόσμο,
στεριώνοντας τον κόσμο πάνω σε δυο πέτρες καπνισμένες.
Αισθάνεσαι μια μυρωδιά ψαρόσουπας σ’ αυτόν τον πίνακα,
μια μυρωδιά ταπεινοσύνης και βουβής ελευθερίας –της μόνης.
Το σάλιο σού γεμίζει το στόμα –νιώθεις πάλι να πεινάς – και σ’ αρέσει.
Για τ’ άλλα –μήτε μάθαμε τι φταίει, ποιος φταίει. Από τα πριν τραβηγμένος ο κλήρος.
(…)
Γι’ αυτό σας έλεγα –ω, ναι, τα πάντα ήταν όμορφα- ποιο νόημα τάχα
νάχει κι η θλίψη κι η χαρά μες στο αδιαίρετο τίποτα; -ποια σημασία
μέσα σ’ αυτό το ευτυχισμένα αδιάφορο τοπίο, -όχι αδιάφορο-
ένας απέραντος ευδιάθετος θάνατος- και λέω «ευδιάθετος»
ίσως μεταβιβάζοντάς του τη δική μου πρόσκαιρη διάθεση
αυτού του αποψινού περίλαμπρου λυκόφωτος –τι χρώματα, θε μου-
ή παίρνοντας εγώ τη θέση του (τη βολική, πραγματική μου θέση),
έτσι σα νάναι ο μυστικός καθρέφτης μας που μας δείχνει αδιάψευστο,
ολόκληρο το πρόσωπό μας, καθάριο, αδιάπτωτο, ωραίο,
σχεδόν αθάνατο –μα τι σχεδόν;- πράγματι αθάνατο.
Μέσα σε μια μεγάλη κάμαρα ακατοίκητη, κρεμόταν από χρόνια,
ένας παλιός καθρέφτης με χρυσή κορνίζα. Στην κάμαρα εκείνη
δεν έμπαινε κανείς. Πετούσαν ανάκατα εκεί μέσα
ό,τι άχρηστο και παλιωμένο –λάμπες, πολυθρόνες, κηροπήγια, τραπεζάκια,
πορτραίτα πατρογονικά κι άλλα καθαιρεμένων στρατηγών, ποιητών, φιλοσόφων,
ανθοδοχεία κρυστάλλινα με παράξενα σχήματα, τρίποδες, μπρούντζινα μαγκάλια,
μεγάλες προσωπίδες, γύψινες, μετάλλινες, κι άλλες μικρές από μαύρο βελούδο,
ταριχευμένα κεφάλια ελαφιών κι άγριων ζώων, ταριχευμένα
πολύχρωμα πουλιά, γαλάζια και χρυσά, με γαμψά ράμφη –τ’ όνομά τους δεν τόξερα-
κρεμάστρες, πανοπλίες, κονσόλες και βαριά παραπετάσματα
σε πορφυρό συνήθως ή βαθυπράσινο χρώμα. Ήταν εκεί το καταφύγιό μου.
Μύριζε σκοροφαγωμένο ρούχο, σκόνη και δροσιά. Λοιπόν, ο καθρέφτης,
κρεμάμενος ψηλά στον τοίχο, συγκέντρωνε ολόκληρο το φως –ήταν το μάτι
της τυφλής, πολυδαίδαλης κάμαρας.
Το μάτι εκείνο
βασίλευε ήρεμο, αβασίλευτο, πάνω απ’ την αχρηστία και την ερήμωση,
την αθανάτιζε μάλιστα –μνήμη ιερή σε βαθειά λησμοσύνη. Κάποιο δείλι,
ανέβηκα σ’ ένα σεντούκι και κοιτάχτηκα μες στον καθέφτη –τίποτα δεν είδα-
τίποτα, μόνο φως, -ένα φως σκοτεινό, σα νάμουν ή ίδια
ολόκληρη από φως –κι ήμουν, στ’ αλήθεια. Κατάλαβα, τότε,
(ή, μάλλον, θυμήθηκα) πως πάντοτε ήμουν φως. Μια αράχνη
σεργιάνιζε στο φέγγος του καθρέφτη και στο πρόσωπό μου. Δεν τρόμαξα διόλου.
Η αράχνη δεν ήμουν εγώ. Ένα ξένο, λεπτότατο σώμα γλυστρούσε
πάνω στο κρύσταλλο, με αμέτρητα, γωνιώδη πόδια, -τάβλεπα μεγεθυσμένα
με τις αργές αιχμές τους. Σε κίνηση αργή, σε χρόνο αργό, σχεδόν ακίνητον. Λίγο-λίγο
ξεχώρισα και το υλικό μου πρόσωπο, ρόδινο και μαβί, σκιώδες,
τα μάτια ένα πράσινο θαλάσσιο, εκστατικό, και γύρω μου πάντα
το ακαθόριστο φως, -φωτοστεφανωμένη μες στην παραμέληση, μέσα στη μοναξιά μου,
μες στην αφάνειά μου. Δεν μπόρεσα ν’ αντέξω
τούτη τη μυστική ευτυχία: νάμαι ολόφωτη, μ’ ένα λεπτό προσωπείο πραγματικότητας
τριανταφυλλένιο και μαβί. Πήδηξα κάτω απ’ το σεντούκι,
άρπαξα ένα παμπάλαιο κλειδί παρατημένο σε κάποιον μαρμάρινο νιπτήρα,
τόσφιξα και το φίλησα. Και τότε, στον πυλώνα απ’ έξω, αντήχησε το κέρας
των κυνηγών, περίεργα μελαγχολικό και κουρασμένο –τελεσίδικο.
Βράδιαζε αργά, κι έφεγγε πάντα ο καθρέφτης στον τοίχο.
Η αράχνη είχε φύγει. Αισθανόμουν ακόμη να φέγγω απ’ τα μέσα,
μοναχική, ταυτισμένη μαζί του, ερωτευμένη,
κρατώντας το κλειδί του υπογείου στα δυο μου χέρια.
Για τούτο
σας έλεγα πως παίρνω τη θέση του (την πιο πραγματική μου θέση)
τη θέση του θανάτου μου –δηλαδή του θανάτου.
Τώρα γνωρίζετε
πως ήμουν προνομιούχος. Ναι. Γι’ αυτό ντρεπόμουν, είχα τύψεις,
ντρέπομαι τώρα ακόμη πιο πολύ που το εξομολογούμαι. Τι προνόμια τάχα;
Γνώρισα την ωραία ματαιότητα, την ήρεμη, την περίπου χαρούμενη
ξάπλωσα μέσα της ή πάνω της, όπως το καλοκαίρι σε μια θημωνιά, παρατηρώντας
το βραδινό ουρανό, τα δάση, τα γαλάζια βουνά, μυρίζοντας άπληστα
τη ζεστή δρόσο, το θυμάρι, το άχυρο, το μακρινό ποτάμι,
την ευωδιά των θερισμένων σταχυών –όχι καθόλου με την έννοια
του ψωμιού, του νερού, της χρησιμότητας, -με την έννοια μονάχα
ενός γενικού θερισμού, πραϋντικού, ενώ από λόφο σε λόφο,
από αμπέλι σε αμπέλι, τα σκυλιά των γεωργών και των βοσκών αλυχτούσαν
μια ολόλευκη παντάνασσα πανσέληνο με σταυρωμένα χέρια, δίχως βρέφος.
Ήταν μια γεύση –δεν ξέρω- από βαθύ γαλάζιο διαλυμένο-
μια γεύση υπαρκτής ανυπαρξίας, υπογραμμισμένης κάποτε
από τη μετακίνηση κάποιου πουλιού στον ύπνο του –μια σιγαλιά πολύβοη-
κι εγώ ήμουν ολόκληρη η σιωπή και μέρος της σιωπής. Δάγκωνα ένα μυρτόκλωνο
μη και φωνάξω. Γιατί τόνιωθα: το στόμα μου μεγάλωνε
θαυμαστικό, για μια μεγάλη κραυγή, και τα δόντια μου
αραίωναν κι αυτά, χωρίζονταν, για ν’ αφήσουν διέξοδο
σ’ εκείνη την κραυγή. Την κράτησα. Διαλύθηκε εντός μου.
Αυτή ‘ταν η σιωπή. Κι εγώ ήμουν αέρινη –μπορούσα να πετάξω. (…)
Έφυγαν όλοι. Τώρα κάθομαι εδώ και κοιτάω και ξεχνάω και θυμάμαι.
Τα πάντα ήταν καλά. Δε μου χρειάζεται τίποτε, -χορταστική ολιγάρκεια.
βάζω τα χέρια μου στα γόνατά μου, αγγίζω το κενό, κρατιέμαι
απ’ το κενό. Στέκομαι ακόμη ορθή σ’ ένα εξαίσιο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι,
πιασμένη απ’ τα κάγκελα –μετέωρη σχεδόν. Σε τούτα τα κάγκελα,
μετάλλινα, λεία, αντιλαμβάνομαι τις αλλαγές του καιρού, το κρύο, τη ζέστη,
την υγρασία, τ’ αστέρια –εικονικές αλλαγές. Ένα σπουργίτι, πότε-πότε,
κάθεται εκεί και με κοιτάει –γνωριζόμαστε. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε. (…)
Τι δύσκολα πούναι τα λόγια –δε νομίζετε; - ο σωστός μας λόγος
μονάχα στον εαυτό μας απευθύνεται ή, τουλάχιστον,
μονάχα ο εαυτός μας τον ακούει σωστά. Όλα τ’ άλλα
μικρές ή μεγάλες προφάσεις, παζαρέματα, μεταμφιέσεις. (…)
Μονάχα ο έρωτας, που λένε κι η ομορφιά, αντιστέκονται κάπως στο χρόνο-
παρ’ όλο που ούτε τόνα ούτε τ’ άλλο ξέρω τι σημαίνουν –ένα κάτι σαν ψαύσιμο ελαφρό στον αυχένα. (…)
Η κάθε μέρα κάτι μας αφήνει για τη νύχτα –είναι δύσκολος κάποτε ο ύπνος
αν κάτι ωραίο δεν έχεις ν’ αντιπαραθέσεις στο σκοτάδι που ενεδρεύει.(…)
Γι’ αυτό κι η ευχαριστία μου κι η προσευχή μου πριν απ’ τον ύπνο,
κι ο καλός ύπνος, και τ’ όμορφο ξύπνήμα, κι ο καλός θάνατος,
-με το καλό ναρθεί – παράπονο δεν έχω, -τον γνώρισα,
είμαστε φίλοι πια, σ’ αυτόν χρωστάω τα περισσότερα:
το νόημα της ζωής –θέλω να πω την έλλειψη κάθε νοήματος. Πολύ αργά το μαθαίνουμε-
ένα άγγιγμα ήσυχου φτερού –και το φτερό διαποτισμένο από ύψος-
έτσι λέμε τουλάχιστον –δικαιολογίες, μεταστροφές, θλιμμένες πανουργίες. (…)
Τις νύχτες
κοιτάω μακριά στην πολιτεία τις μεγάλες πολύχρωμες ρεκλάμες,
καμμιά φορά σβήνω τη λάμπα –αφήνω να φωτίζεται το δωμάτιό μου
από τον έξω μακρινό φωτισμό –πότε γαλάζιο ή κίτρινο ή μενεξεδένιο,
πότε τριανταφυλλί ή βερυκοκκί, -μια ξένη κάμαρα, με ξένα φώτα-
ξένη κι εγώ με την επίγνωση του μακρινού και του άφταστου, με τη βαθύτατη εκείνη
επίγνωση της ήμερης γενικής ξενητειάς, σα μυστική φιλία
με όλους και με όλα, -μια και τίποτα πια δεν μας αγγίζει
κι ούτε μπορεί, φυσικά, να μας προσβάλει –μια θεσπέσια φαντασμαγορία.
Κι η κάμαρά μου –καράβι χρυσό –μενεξεδένιο- ταξιδεύοντας μέσα στη νύχτα,
κι εγώ κατάμονη μες στο καράβι –καθόλου, μα καθόλου θλιμμένη, -
ούτε τιμόνι, ούτε κουπί –ξέροντας τα άχρηστο (και μάλιστα επιζήμιο)
του τιμονιού, του κουπιού, της πυξίδας.
Θυμάμαι
εκείνη τη μεγάλη νύχτα –την παραμονή του φόνου: Ο αδελφός μου
στάθηκε μια στιγμή στο κεφαλόσκαλο έξω της μαρμάρινης σκάλας,
κοίταξε αμίλητος τον ουρανό, με το κεφάλι του όμορφα υψωμένο:
«Μόνα κουπιά μας –είπε- ίσως νάναι τ’ αστέρια. Μα κι εκείνα
δεν τα κρατάμε εμείς, -πώς θα μπορούσε;». Τον ένιωσα αμέσως.
Η μεγάλη αδελφή μου δεν κατάλαβε. Τούδωσε το σπαθί κρυμμένο κάτω απ’ την ποδιά της. (…)
Ύστερα φτάσαν τα μεγάλα ποντίκια, η σκουριά, ο ξυλοφάγος, ο σκόρος-
με τον καιρό αποθρασυνθήκανε, μασούσαν ολοφάνερα τα ξύλα, τους τοίχους,
τα υφάσματα, τα σίδερα –τίποτα δεν μπορούσες να φυλάξεις.
Τους τα παραχωρήσαμε, λοιπόν, κι εμείς, -δε μας ένοιαζε διόλου, -
μήτε που ακούγαμε το ατέλειωτο ροκάνισμά τους. Αυτή ακριβώς την ώρα
ανακαλύψαμε το αδούλωτο μέσα στην πλήρη παράδοση.
Πελώριοι αρουραίοι
σκύβανε στα μεγάλα κιούπια, πίνανε το λάδι, σκαρφαλώναν στο ταβάνι,
έτρωγαν τα φιτίλια απ’ τις καντήλες, ροκανίζαν με απληστία
τα παπούτσια μας κάτω απ’ τα κρεβάτια.
Κι ήταν στιγμές που θαρρούσες
πως κάποιοι περπατούσαν κάτω, χαμηλά, στα υπόγεια, μες στο χώμα,
κι εμείς, ασάλευτες, ψηλά, πάνω απ’ τις μάταιες κινήσεις,
πάνω απ’ το φόβο της φθοράς, σαν άφθαρτες, σαν τελειωμένες. (…)
Όλα αποσύρθηκαν με τον καιρό σαν τα ποντίκια, σαν τους αυλοκόλακες, τους υπηρέτες
ή σαν τα κύματα πιότερο. Μόνο μια μυρωδιά από αλάτι έχει απομείνει,
η μυρωδιά μιας διάρκειας, μαζί μ’ εμάς, χωρίς εμάς, -τι σημαίνει;-
κείνο το αλάτι στο ψωμί, στο νερό, στον αέρα-
αυτό που λέμε ελευθερία, χωρίς να ξέρουμε ποτέ τι ζητάμε και τι είναι. (…)
Έτσι πέρασαν τα χρόνια, (πώς πέρασαν; -δεν τόνοιωσα), κι εγώ
πάντα στο περιθώριο των συμβάντων, -είμαι τάχατε εγώ που έχω ζήσει, μη ζώντας,
τόσες και τόσες ζωές, και την ίδια τη ζωή μου; Μια φορά μόνον,
σαν ήτανε τιμωρημένη για το πείσμα της η μεγάλη αδελφή μου,
της πήγα κρυφά τροφή και νερό.
Πολύ ευχαριστήθηκα
που κάποιον θα μπορούσα να νοιαστώ, που κάποιος είχε την ανάγκη μου.
Μ’ άρεσε
κι όλη η ετοιμασία, το μυστήριο, ο κίνδυνος. Δεν τα κατάφερα.
Με πιάσαν μπρος στην πόρτα. Με τιμώρησαν και μένα.
Ήταν μια ξέχωρη χαρά νάχω τιμωρηθεί για κάποιον και για κάτι,
εγώ, η τιμωρημένη πάντα από τον ίδιο τον εαυτό μου, ν’ αξιωθώ επιτέλους
μια τιμωρία για μια πράξη –ήμουν πολύ περήφανη για τούτο.
Έβλεπα πια τα πράγματα κι εμένα σε μια σχέση φανερή προς τους άλλους. (…)
Όσο για τη μητέρα, -η δύστυχη ποτέ δεν τιμωρήθηκε. Εκείνη
μονάχα τιμωρούσε (και θαρρώ πως μόνον οι τιμωρημένοι
έχουν καιρό και τρόπο να σκεφτούν. Μόνο οι τιμωρημένοι
μεγαλώνουν σωστά –κι ας μη φαίνεται- διατηρώντας ως το τέλος
όλα τα στάδια της αύξησής τους).
Η άμοιρη μητέρα
τα πλήρωσε όλα μονομιάς. Ποτέ δεν την είδα να κλαίει
ή να παρακαλεί. Μόνο, την ύστατη στιγμή, τα σκοτεινά της μάτια
σταμάτησαν πελώρια, σαστισμένα, πανέμορφα, σαν μεμιάς να συλλάβαν
όλο το νόημα της ζωής, όλη τη ματαιότητα της όποιας εξουσίας,
ίσως κι όλο το νόημα της ομορφιάς –πάντοτε ανέφικτης, κι ωστόσο βιωμένης.
«Η αίσθηση του ωραίου» -θυμάμαι πούλεγε ο παιδαγωγός μας- «συνυφαίνεται πάντα
με την έννοια του μάταιου». Και μονάχα το ωραίο θαρρώ μπορεί ν’ αντέξει
άντικρυ σ’ όλο το μάταιο κι ανεξήγητο, χωρίς ελπίδα
δικαίωσης ή ανάστασης. –Α, εκείνη η ευγενική ανιδιοτέλεια. Η αδελφή μου
δεν ανεχόταν το ανεξήγητο, -κι ίσως γι’ αυτό παραλόϊσε. Μονάχα
στα τελευταία της χρόνια τόρριξε στο πλέξιμο –φανέλες, κάλτσες,
γάντια, κασκόλ, -όχι που κρύωνε- δε φόρεσε ποτέ κανένα,
γέμισε μια κασέλα ολάκερη –καθόταν πάνω της τα βράδια
σκυφτή, με σταυρωμένα χέρια –ω, ναι, θα κρύωνε- δεν τα φορούσε
Κάποτε, πάνω στην αρρώστια της, όταν σωθήκαν οι κλωστές της,
ξήλωσε μια παλιά, ετοιμόρροπη, λινή κουβέρτα
κλωστή-κλωστή –κοβόταν- κόμπο-κόμπο, κι έφτιαξε με τη βελόνα
έναν περίφημο άθλο καρτερίας –ένα μικρό πετσετάκι- μου το χάρισε
(παρ’ όλο το χαμένο λογικό της, είχε θυμηθεί πως ήταν τα γενέθλιά μου).
Ποτέ δεν έλαβα πολυτιμότερο δώρο. Τόχω πάντα κοντά μου. Κι αλήθεια,
κάθε όμορφο πράγμα έχει μια ατέλειωτη προϊστορία και χιλιάδες αθώρητους κόμπους
και μια μικρή βελόνα υπομονής με χιλιοτρυπημένα δάχτυλα. Ίσως
η άλλη όψη του ωραίου νάναι η αγιότητα, -ποιος ξέρει;- τίποτα δεν έχω μάθει. (…)
Πέρασαν πια τα χρόνια. Αλάφρωσα πολύ, παραβάρυνα. Χαίρομαι
αυτή την ελαφρότητα κι αυτό το βάρος. Ένα βαθύ χαμόγελο
με ανασηκώνει απ’ τις μασκάλες. Δεν πατώ στο χώμα –ντρέπομαι
μη και με δει κανείς να περπατώ στον κήπο σαν πουλί. Ντρέπομαι
γι’ αυτή την παιδική μου ελαφρότητα. Αράζω εδώ στο παράθυρο
με τις βροχές, με τις λιακάδες, -δεν χόρτασα ακόμη να βλέπω. (…)
Λοιπόν, δε χόρτασα. Ξεχνιέμαι ακόμη κοιτώντας ένα σύννεφο στη δύση,
ένα παράξενο σύννεφο σαν καμωμένο από μικρά καθρεφτάκια της τσέπης, -
μου ρίχνει τις λάμψεις του στα μάτια, δε μ’ αφήνει να σοβαρευτώ, παρ’ ότι
αισθάνομαι την έλευση της νύχτας πίσω απ’ όλες τις λάμψεις, παρ’ ότι
είναι μια γεύση διάχυτη στον αέρα από στάχτη και τριμμένη κανέλα. (…)
Τίποτα πια δεν περιμένω. Εδώ τελειώνω. (…)
Α, ναι, περίμενα πως κάποιος, κάποτε, θαρχόταν να πάρει
το ύφασμα εκείνο και το μυστικό της ύφανσης –η ίδια εγώ να το αποθέσω
πάνω στα γόνατά του, όπως τώρα, σ’ εσάς, αυτά τα λόγια,
σα νάχει μόνο αυτό μια σημασία.
Πολύ σας κούρασα, καλή μου φίλη.
Κι εγώ είμαι κουρασμένη. Συγχωρήστε με. Τώρα μπορώ να φύγω,
ευτυχισμένα κουρασμένη, δίχως όνειρα πια κι επιθυμίες
μόνο με την απέραντη κι εξαίσια επιθυμία να ζητώ συγγνώμη
απ’ όλους κι απ’ όλα.
Συγγνώμη. Συγγνώμη. Συγχωρήστε με
εμένα την ασήμαντη, που για πράξη καμμία
να περηφανευτώ δεν έχω –τίποτε. Μονάχα τούτη η αναγάλλια
να σας ζητώ συγγνώμη, -ευχαριστώ- κι η υστάτη μου συγγνώμη
για μένανε την ίδια –από καιρό προετοιμασμένη κι ίσως δικαιωμένη.
Γεγονός είναι ότι οι περισσότεροι έχουμε γνωρίσει και αγαπήσει τον Γιάννη Ρίτσο σαν τον στρατευμένο ποιητή, που συνάρμοσε τον εμπνευσμένο λόγο του με το συλλογικό όραμα, που τροφοδότησε με συγκίνηση και πάθος τους λαϊκούς αγώνες της πρόσφατης ταραγμένης ιστορίας μας.
Εγώ όμως αγαπώ περισσότερο τον «άλλο» Ρίτσο –γιατί υπάρχει κι αυτός-, τον στοχαστικό, τον χαμηλόφωνο, τον σχεδόν εξομολογητικό. Εκείνον που τολμά να αποκαλύψει την πιο βαθιά υπαρξιακή του αγωνία, να βυθίσει το ποιητικό του νυστέρι στο τραγικό αδιέξοδο της ανθρώπινης μοίρας, στη ματαιότητα και το θάνατο.
Εκατό χρόνια από τη γέννησή του, και ο Μάιος γενέθλιος μήνας τον ποιητή, κι εγώ διαλέγω να τον τιμήσω με ένα έργο του λιγότερο γνωστό, λιγότερο επικό, λιγότερο –ή μάλλον καθόλου- «επαναστατικό». Ένα έργο που ανατέμνει τρυφερά και πολύ ανθρώπινα μια αντιηρωική μορφή, αυτή της αδελφής της Ηλέκτρας, την Χρυσόθεμι, που έζησε στη σκιά των τρομερών γεγονότων του βασιλικού οίκου της, και τώρα, σ’ αυτόν τον χαμηλότονο και εξομολογητικό ποιητικό μονόλογο, αναστοχάζεται όλη αυτή τη θύελλα μέσα απ’ την οποία πέρασε σιωπηλή, σχεδόν διάφανη, σχεδόν ανύπαρκτη.
Η αρχική μου πρόθεση ήταν να διαλέξω δυο-τρία σύντομα αποσπάσματα. Δεν τα κατάφερα. Παρ’ όλο που τελικά τα αποσπάσματα είναι εκτενή, και πάλι αισθάνομαι ότι αδικώ τον πλούσιο, γεμάτο εικόνες, αίσθημα, ατμόσφαιρα ποιητικό λόγο. Ας λειτουργήσει λοιπόν αυτή η παράθεση σαν έναυσμα για την ανάγνωση ολόκληρου του έργου. Με την βεβαιότητα –κόντρα στην περιρρέουσα αντίληψη- ότι ο ποιητικός λόγος καθόλου δεν κουράζει –το αντίθετο μάλιστα- σας εύχομαι καλή απόλαυση.
Πώς έγινε και με θυμήθηκαν; Εμένα κανένας ποτέ δε με θυμάται. Κανένας
ποτέ δε με πρόσεξε. Παράπονο δεν έχω. Καλά μου ήταν όλα, κι ίσως καλύτερα έτσι.
Ξέρετε, στο πέρασμα του χρόνου, τα πάντα, όσο πικρά ή και τρομερά, μας φαίνονται σαν απαραίτητα,
σαν χρήσιμα κι όμορφα μάλιστα. Και τούτο το τραχύ βουνό από πάνω μου
ήταν μια συντροφιά –μια προστασία σχεδόν,- ντυνόμουν τον ίσκιο του.
Λοιπόν, μες από την αφάνειά μου, χαιρόμουν να βλέπω και ν’ ακούω. Μπορούσα
να ονειρεύομαι ελεύθερα. Ήταν όμορφα, αλήθεια –σα νάζησα
έξω απ’ την ιστορία, σ’ έναν δικό μου ανέγγιχτο, απόλυτο χώρο, προφυλαγμένη, και παρούσα ωστόσο. (…)
Προς τι, λοιπόν, η επέμβασή μας; Πολύ νωρίς διδάχτηκα
πως τίποτε κανένας δεν μπορεί να αποτρέψει. Τα βράδια
το ζεστό χνώτο απ’ τους τοίχους των σπιτιών ξεχύνεται στο δρόμο
η σκιά ενός πελώριου αλόγου ατμίζεται στο φεγγαρόφωτο. Αν τούτο
δεν είναι
απάντηση σε τίποτε, θαρρώ πως δεν υπάρχει απάντηση.
Μεγάλα φέρετρα περάσαν από τούτη την πύλη –μεγάλα σαν καράβια
νεκροί με επίσημες στολές, με ψηλά κράνη, σκεπασμένοι με σημαίες
και λουλούδια,
κι άλλοι γυμνοί, ντυμένοι μόνο την ωχρότητά τους και την απορία τους,
κι ένα σφαγμένο κορίτσι, μ’ ένα τεράστιο, κάτασπρο πέπλο. Ο αέρας
ανέβασε ψηλά το πέπλο, τόδεσε πάνω σ’ ένα σύννεφο ανοιξιάτικο
κι έμεινε εκεί, να κυματίζει ερημικό, φέγγοντας πότε-πότε
με γαλανές ανταύγειες το προαύλιο και τη σκάλα. (…)
Έφυγαν. Τίποτα δεν έχει μείνει. Όλα τα ξόδεψαν για το όνομά τους
Κι όχι για τον εαυτό τους –(μήπως τάχα κι εμείς;). Δεν μετανιώσαν.
Άλλωστε ήταν αργά κάθε φορά να μετανιώσουν. Δεν χρειαζόταν.
Στο γυρισμό απ’ το κοιμητήρι, όλοι κοιτούσαμε κάτου στο χώμα.
Γινόταν μια μεγάλη παύση τόσο που θα νόμιζε κανένας
Πως όπου νάναι θα σκεφτόμαστε κάτι επιτέλους.
Κι άξαφνα
Ακούγονταν χιλιάδες δυνατές οπλές κάτω στον κάμπο και στους δρόμους-
Οι καβαλλάρηδες ξεπρόβαιναν πίσω απ’ τις λεύκες. Κλείναν τα περάσματα.
Σημαίες μεσίστιες κι άλλες αναπεπταμένες μες στο ντουφεκίδι.
Δεν ήξερες ποιοι φτάναν και ποιοι φεύγαν –τι γινόταν. Άλλοι τρέχαν,
άλλοι κρυβόνταν, άλλοι κάτι γράφανε στο γόνατό τους, άλλοι αυτοκτονούσαν,
άλλοι εκτελούνταν τα χαράματα μπροστά στο γυμνό τοίχο του τουβλάδικου, (…)
άλλοι ζυγιάζαν τα μικρά παιδιά τους.
Κάποιος έφερε να ζυγιάσει ένα πουλί. Το πουλί πέταξε. Βγήκε απ’ την πόρτα.
Εκείνος φώναξε: «Δεν έχει βάρος, δεν έχω βάρος, δεν έχουμε βάρος.
Χανόμαστε. Χαθήκαμε. Χάσαμε το βάρος μας. Πετάμε»-
κι άνοιγε διάπλατα τα χέρια του σα νάταν όντως να πετάξει.
Το γέλιο του ακουγόταν πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, κοντά στο ποτάμι.
Ύστερα τίποτα. Μήτε κατάρες πια και μήτε επευφημίες. Μόνη μορφή ελευθερίας
απόμεινε η σιωπή. Στα εγκαταλελειμμένα περιβόλια
θεριεύαν οι τσουκνίδες, τα σπερδούκλια και κάτι παράξενα αγκάθια
με άγνωστα χρυσαφιά λουλούδια σαν αστέρια ερήμωσης. Τα πηγάδια στερέψαν-
αν έριχνες μια πέτρα χτυπούσε στην πέτρα, κι ο ήχος συνεχιζόταν
σ’ ένα ατελεύτητο βάθος ως την άλλη μεριά. Κι αν κοιταζόσουν μέσα,
ένα μονάχο μάτι, σκοτεινό, χωρίς τσίνορα, σε κοιτούσε κατάματα,
κάνοντας κοίλο ολόκληρο το πρόσωπό σου σα μια ξέβαθη τρύπα.
Αργότερα έπιασαν μεγάλα κρύα. Κοπάδια λύκοι κατεβαίναν
στα χωριά και στην πόλη. Όλοι κλειδώνονταν στα σπίτια. Χιόνισε κιόλας.
Ένα απερίγραπτο άσπρο είχε σκεπάσει τις στέγες, τα δέντρα, τη μνήμη,
σαν ευλάβεια, σαν άφεση, -καθώς εκείνο το πέπλο που σας έλεγα-
και πίσω του διακρίνονταν όλο το μαύρο, ατεμάχιστο, ανώδυνο, ήρεμο.
Τα ξημερώματα βρίσκαν στους δρόμους ψόφια πρόβατα, σκυλιά, γαϊδούρια,
κάτι λιγνά, περίλυπα άλογα. Τα μελίσσια είχαν αφήσει τις κυψέλες τους.
Το καλαμπόκι, το κριθάρι, το στάρι ακριβαίνανε. Ωστόσο,
κάποιο πρωινό, που άνοιξα τα παντζούρια, είδα τριγύρω στη μάντρα του κήπου
ένα σωρό παιδιάστικους, χάρτινους ανεμόμυλους. Μπορεί και νάταν
αυτός που πήγε να ζυγιάσει το πουλί. Στο δρόμο ακούστηκε πάλι
ένα παιδί να διαλαλεί κουλούρια –η φωνή του και το άρωμα
από ζεστό ψωμί και σουσάμι ξανάδινε σχήμα στα δέντρα, στις πόρτες,
στα χέρια και στα πρόσωπα. Το διάφανο πρωινό φεγγάρι
αποτραβιότανε με βήματα ένοχα, τριανταφυλλένια,
πλάι σε μια σιδερένια σκάλα υπηρεσίας, στριφτή, σκουριασμένη.
Φώναξα τότε τη μεγάλη αδελφή μου. «Κοίτα, κοίτα», της είπα. Μετρούσα:
«δυο, τρεις, εφτά, δεκάξη, δεκαεννέα», τους ανεμόμυλους. Εκείνη
στράφηκε προς τα εκεί. Δεν είδε τίποτε. Γύρισε και με κοίταξε
κι αμέσως έφυγε οργισμένη. Εγώ λυπήθηκα σα νάχα φταίξει.
Έσκυψα πάλι απ’ το παράθυρο. Τίποτε, αλήθεια. οι ανεμόμυλοι είχαν φύγει. (…)
Μια μέρα
Χύθηκε το νερό στο φόρεμα της αδελφής μου, -
μια λουλακιά ζωγραφιά σχεδιάστηκε πάνω του. «Δωσ’ το μου να στο πλύνω», φώναξα.
«Δεν είναι τίποτα, -λέει- το νερό δε λεκιάζει». «Δώσ’ το μου, δώσ’ το μου»,
φώναξα πάλι. Όλοι με κοίταζαν. Σώπασα. Κι η ζωγραφιά μεγάλωνε,
γέμιζε ολόκληρο το φόρεμα, τα χέρια της, τα πόδια της, το πρόσωπό της-
η αδελφή μου είχε γίνει γαλάζια. Μόνο η άκρη απ’ το ένα της σαντάλι
απόμεινε λευκή. Κανείς δε βλέπει τα ολοφάνερα. Τα άλλα-
ω, τα άλλα –ποια;- μετακινήσεις, ασχολίες, χειρονομίες
μες στο αμετάβλητο και αμετακίνητο, που λένε. Δεν βλέπουν καθόλου.
Καλύτερα τάχα; Χειρότερα; -Ποιος ξέρει;- Δε βλέπουν.
Αποτραβήχτηκα εδώ πέρα. Είναι ήσυχα. Μήτε ο απόηχος δε φτάνει
απ’ τις γεννήσεις, τους γάμους, τους θανάτους. Κουράστηκα. Τα ίδια και τα ίδια-
άλλοι ανεβαίνουν, άλλοι κατεβαίνουν –ίδιοι οι πρώτοι κι οι δεύτεροι κι οι τρίτοι,
(κι οι πιο καλοί, σαν φτάσουνε στην εξουσία –ξέρετε). Ένας τοίχος
με σκουριασμένους γάντζους ως επάνω ψηλά, μες στη νύχτα. Ποτέ μου
δεν κατάφερα να πιαστώ σ’ ένα γάντζο ν’ ανέβω –δεν προσπάθησα, βέβαια.
Ξεχνιόμουνα κοιτάζοντας ένα άστρο διαλυμένο στο νερό σα μια σταγόνα λεμόνι
μέσα στο τσάι, -ξάνθαινε κάπως το σκοτάδι. Όλοι φοβόμασταν. Κι ίσως πιότερο εκείνοι.
Ωστόσο αυτή η κουραστική επανάληψη, στο τέλος-τέλος, σαν να μεταλλάζει
σε κάτι ωραίο και σχεδόν υγιεινό –σου δίνει την εντύπωση, έτσι κάπως, του φευγαλέου και του ανεξάντλητου ταυτόχρονα –μια γαλήνια διάρκεια,
κάτι άγνωστο και οικείο, -σε αλαφρώνει – μια ιδέα τρομερής αιωνιότητας-
αιωνιότητας ωστόσο.
Ένα ήσυχο χαμόγελο κρέμεται μέσα μας,
όπως κρεμάμε σ’ ένα έρημο δωμάτιο έναν πίνακα –μιαν αρχαία ναυμαχία
σε σκοτεινό πράσινο χρώμα, νύχτα, με χρυσά και κόκκινα στίγματα στην άκρη,
μπροστά, στην αμμουδιά, διακρίνεται ένας γέρος χωλός ναυτικός. Έχει ανάψει
λίγη φωτιά κι έχει στημένη σε δυο πέτρες τη χύτρα του –
έτσι μονάχος, έτσι απόμαχος, σαν έξω απ’ τον κόσμο,
στεριώνοντας τον κόσμο πάνω σε δυο πέτρες καπνισμένες.
Αισθάνεσαι μια μυρωδιά ψαρόσουπας σ’ αυτόν τον πίνακα,
μια μυρωδιά ταπεινοσύνης και βουβής ελευθερίας –της μόνης.
Το σάλιο σού γεμίζει το στόμα –νιώθεις πάλι να πεινάς – και σ’ αρέσει.
Για τ’ άλλα –μήτε μάθαμε τι φταίει, ποιος φταίει. Από τα πριν τραβηγμένος ο κλήρος.
(…)
Γι’ αυτό σας έλεγα –ω, ναι, τα πάντα ήταν όμορφα- ποιο νόημα τάχα
νάχει κι η θλίψη κι η χαρά μες στο αδιαίρετο τίποτα; -ποια σημασία
μέσα σ’ αυτό το ευτυχισμένα αδιάφορο τοπίο, -όχι αδιάφορο-
ένας απέραντος ευδιάθετος θάνατος- και λέω «ευδιάθετος»
ίσως μεταβιβάζοντάς του τη δική μου πρόσκαιρη διάθεση
αυτού του αποψινού περίλαμπρου λυκόφωτος –τι χρώματα, θε μου-
ή παίρνοντας εγώ τη θέση του (τη βολική, πραγματική μου θέση),
έτσι σα νάναι ο μυστικός καθρέφτης μας που μας δείχνει αδιάψευστο,
ολόκληρο το πρόσωπό μας, καθάριο, αδιάπτωτο, ωραίο,
σχεδόν αθάνατο –μα τι σχεδόν;- πράγματι αθάνατο.
Μέσα σε μια μεγάλη κάμαρα ακατοίκητη, κρεμόταν από χρόνια,
ένας παλιός καθρέφτης με χρυσή κορνίζα. Στην κάμαρα εκείνη
δεν έμπαινε κανείς. Πετούσαν ανάκατα εκεί μέσα
ό,τι άχρηστο και παλιωμένο –λάμπες, πολυθρόνες, κηροπήγια, τραπεζάκια,
πορτραίτα πατρογονικά κι άλλα καθαιρεμένων στρατηγών, ποιητών, φιλοσόφων,
ανθοδοχεία κρυστάλλινα με παράξενα σχήματα, τρίποδες, μπρούντζινα μαγκάλια,
μεγάλες προσωπίδες, γύψινες, μετάλλινες, κι άλλες μικρές από μαύρο βελούδο,
ταριχευμένα κεφάλια ελαφιών κι άγριων ζώων, ταριχευμένα
πολύχρωμα πουλιά, γαλάζια και χρυσά, με γαμψά ράμφη –τ’ όνομά τους δεν τόξερα-
κρεμάστρες, πανοπλίες, κονσόλες και βαριά παραπετάσματα
σε πορφυρό συνήθως ή βαθυπράσινο χρώμα. Ήταν εκεί το καταφύγιό μου.
Μύριζε σκοροφαγωμένο ρούχο, σκόνη και δροσιά. Λοιπόν, ο καθρέφτης,
κρεμάμενος ψηλά στον τοίχο, συγκέντρωνε ολόκληρο το φως –ήταν το μάτι
της τυφλής, πολυδαίδαλης κάμαρας.
Το μάτι εκείνο
βασίλευε ήρεμο, αβασίλευτο, πάνω απ’ την αχρηστία και την ερήμωση,
την αθανάτιζε μάλιστα –μνήμη ιερή σε βαθειά λησμοσύνη. Κάποιο δείλι,
ανέβηκα σ’ ένα σεντούκι και κοιτάχτηκα μες στον καθέφτη –τίποτα δεν είδα-
τίποτα, μόνο φως, -ένα φως σκοτεινό, σα νάμουν ή ίδια
ολόκληρη από φως –κι ήμουν, στ’ αλήθεια. Κατάλαβα, τότε,
(ή, μάλλον, θυμήθηκα) πως πάντοτε ήμουν φως. Μια αράχνη
σεργιάνιζε στο φέγγος του καθρέφτη και στο πρόσωπό μου. Δεν τρόμαξα διόλου.
Η αράχνη δεν ήμουν εγώ. Ένα ξένο, λεπτότατο σώμα γλυστρούσε
πάνω στο κρύσταλλο, με αμέτρητα, γωνιώδη πόδια, -τάβλεπα μεγεθυσμένα
με τις αργές αιχμές τους. Σε κίνηση αργή, σε χρόνο αργό, σχεδόν ακίνητον. Λίγο-λίγο
ξεχώρισα και το υλικό μου πρόσωπο, ρόδινο και μαβί, σκιώδες,
τα μάτια ένα πράσινο θαλάσσιο, εκστατικό, και γύρω μου πάντα
το ακαθόριστο φως, -φωτοστεφανωμένη μες στην παραμέληση, μέσα στη μοναξιά μου,
μες στην αφάνειά μου. Δεν μπόρεσα ν’ αντέξω
τούτη τη μυστική ευτυχία: νάμαι ολόφωτη, μ’ ένα λεπτό προσωπείο πραγματικότητας
τριανταφυλλένιο και μαβί. Πήδηξα κάτω απ’ το σεντούκι,
άρπαξα ένα παμπάλαιο κλειδί παρατημένο σε κάποιον μαρμάρινο νιπτήρα,
τόσφιξα και το φίλησα. Και τότε, στον πυλώνα απ’ έξω, αντήχησε το κέρας
των κυνηγών, περίεργα μελαγχολικό και κουρασμένο –τελεσίδικο.
Βράδιαζε αργά, κι έφεγγε πάντα ο καθρέφτης στον τοίχο.
Η αράχνη είχε φύγει. Αισθανόμουν ακόμη να φέγγω απ’ τα μέσα,
μοναχική, ταυτισμένη μαζί του, ερωτευμένη,
κρατώντας το κλειδί του υπογείου στα δυο μου χέρια.
Για τούτο
σας έλεγα πως παίρνω τη θέση του (την πιο πραγματική μου θέση)
τη θέση του θανάτου μου –δηλαδή του θανάτου.
Τώρα γνωρίζετε
πως ήμουν προνομιούχος. Ναι. Γι’ αυτό ντρεπόμουν, είχα τύψεις,
ντρέπομαι τώρα ακόμη πιο πολύ που το εξομολογούμαι. Τι προνόμια τάχα;
Γνώρισα την ωραία ματαιότητα, την ήρεμη, την περίπου χαρούμενη
ξάπλωσα μέσα της ή πάνω της, όπως το καλοκαίρι σε μια θημωνιά, παρατηρώντας
το βραδινό ουρανό, τα δάση, τα γαλάζια βουνά, μυρίζοντας άπληστα
τη ζεστή δρόσο, το θυμάρι, το άχυρο, το μακρινό ποτάμι,
την ευωδιά των θερισμένων σταχυών –όχι καθόλου με την έννοια
του ψωμιού, του νερού, της χρησιμότητας, -με την έννοια μονάχα
ενός γενικού θερισμού, πραϋντικού, ενώ από λόφο σε λόφο,
από αμπέλι σε αμπέλι, τα σκυλιά των γεωργών και των βοσκών αλυχτούσαν
μια ολόλευκη παντάνασσα πανσέληνο με σταυρωμένα χέρια, δίχως βρέφος.
Ήταν μια γεύση –δεν ξέρω- από βαθύ γαλάζιο διαλυμένο-
μια γεύση υπαρκτής ανυπαρξίας, υπογραμμισμένης κάποτε
από τη μετακίνηση κάποιου πουλιού στον ύπνο του –μια σιγαλιά πολύβοη-
κι εγώ ήμουν ολόκληρη η σιωπή και μέρος της σιωπής. Δάγκωνα ένα μυρτόκλωνο
μη και φωνάξω. Γιατί τόνιωθα: το στόμα μου μεγάλωνε
θαυμαστικό, για μια μεγάλη κραυγή, και τα δόντια μου
αραίωναν κι αυτά, χωρίζονταν, για ν’ αφήσουν διέξοδο
σ’ εκείνη την κραυγή. Την κράτησα. Διαλύθηκε εντός μου.
Αυτή ‘ταν η σιωπή. Κι εγώ ήμουν αέρινη –μπορούσα να πετάξω. (…)
Έφυγαν όλοι. Τώρα κάθομαι εδώ και κοιτάω και ξεχνάω και θυμάμαι.
Τα πάντα ήταν καλά. Δε μου χρειάζεται τίποτε, -χορταστική ολιγάρκεια.
βάζω τα χέρια μου στα γόνατά μου, αγγίζω το κενό, κρατιέμαι
απ’ το κενό. Στέκομαι ακόμη ορθή σ’ ένα εξαίσιο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι,
πιασμένη απ’ τα κάγκελα –μετέωρη σχεδόν. Σε τούτα τα κάγκελα,
μετάλλινα, λεία, αντιλαμβάνομαι τις αλλαγές του καιρού, το κρύο, τη ζέστη,
την υγρασία, τ’ αστέρια –εικονικές αλλαγές. Ένα σπουργίτι, πότε-πότε,
κάθεται εκεί και με κοιτάει –γνωριζόμαστε. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε. (…)
Τι δύσκολα πούναι τα λόγια –δε νομίζετε; - ο σωστός μας λόγος
μονάχα στον εαυτό μας απευθύνεται ή, τουλάχιστον,
μονάχα ο εαυτός μας τον ακούει σωστά. Όλα τ’ άλλα
μικρές ή μεγάλες προφάσεις, παζαρέματα, μεταμφιέσεις. (…)
Μονάχα ο έρωτας, που λένε κι η ομορφιά, αντιστέκονται κάπως στο χρόνο-
παρ’ όλο που ούτε τόνα ούτε τ’ άλλο ξέρω τι σημαίνουν –ένα κάτι σαν ψαύσιμο ελαφρό στον αυχένα. (…)
Η κάθε μέρα κάτι μας αφήνει για τη νύχτα –είναι δύσκολος κάποτε ο ύπνος
αν κάτι ωραίο δεν έχεις ν’ αντιπαραθέσεις στο σκοτάδι που ενεδρεύει.(…)
Γι’ αυτό κι η ευχαριστία μου κι η προσευχή μου πριν απ’ τον ύπνο,
κι ο καλός ύπνος, και τ’ όμορφο ξύπνήμα, κι ο καλός θάνατος,
-με το καλό ναρθεί – παράπονο δεν έχω, -τον γνώρισα,
είμαστε φίλοι πια, σ’ αυτόν χρωστάω τα περισσότερα:
το νόημα της ζωής –θέλω να πω την έλλειψη κάθε νοήματος. Πολύ αργά το μαθαίνουμε-
ένα άγγιγμα ήσυχου φτερού –και το φτερό διαποτισμένο από ύψος-
έτσι λέμε τουλάχιστον –δικαιολογίες, μεταστροφές, θλιμμένες πανουργίες. (…)
Τις νύχτες
κοιτάω μακριά στην πολιτεία τις μεγάλες πολύχρωμες ρεκλάμες,
καμμιά φορά σβήνω τη λάμπα –αφήνω να φωτίζεται το δωμάτιό μου
από τον έξω μακρινό φωτισμό –πότε γαλάζιο ή κίτρινο ή μενεξεδένιο,
πότε τριανταφυλλί ή βερυκοκκί, -μια ξένη κάμαρα, με ξένα φώτα-
ξένη κι εγώ με την επίγνωση του μακρινού και του άφταστου, με τη βαθύτατη εκείνη
επίγνωση της ήμερης γενικής ξενητειάς, σα μυστική φιλία
με όλους και με όλα, -μια και τίποτα πια δεν μας αγγίζει
κι ούτε μπορεί, φυσικά, να μας προσβάλει –μια θεσπέσια φαντασμαγορία.
Κι η κάμαρά μου –καράβι χρυσό –μενεξεδένιο- ταξιδεύοντας μέσα στη νύχτα,
κι εγώ κατάμονη μες στο καράβι –καθόλου, μα καθόλου θλιμμένη, -
ούτε τιμόνι, ούτε κουπί –ξέροντας τα άχρηστο (και μάλιστα επιζήμιο)
του τιμονιού, του κουπιού, της πυξίδας.
Θυμάμαι
εκείνη τη μεγάλη νύχτα –την παραμονή του φόνου: Ο αδελφός μου
στάθηκε μια στιγμή στο κεφαλόσκαλο έξω της μαρμάρινης σκάλας,
κοίταξε αμίλητος τον ουρανό, με το κεφάλι του όμορφα υψωμένο:
«Μόνα κουπιά μας –είπε- ίσως νάναι τ’ αστέρια. Μα κι εκείνα
δεν τα κρατάμε εμείς, -πώς θα μπορούσε;». Τον ένιωσα αμέσως.
Η μεγάλη αδελφή μου δεν κατάλαβε. Τούδωσε το σπαθί κρυμμένο κάτω απ’ την ποδιά της. (…)
Ύστερα φτάσαν τα μεγάλα ποντίκια, η σκουριά, ο ξυλοφάγος, ο σκόρος-
με τον καιρό αποθρασυνθήκανε, μασούσαν ολοφάνερα τα ξύλα, τους τοίχους,
τα υφάσματα, τα σίδερα –τίποτα δεν μπορούσες να φυλάξεις.
Τους τα παραχωρήσαμε, λοιπόν, κι εμείς, -δε μας ένοιαζε διόλου, -
μήτε που ακούγαμε το ατέλειωτο ροκάνισμά τους. Αυτή ακριβώς την ώρα
ανακαλύψαμε το αδούλωτο μέσα στην πλήρη παράδοση.
Πελώριοι αρουραίοι
σκύβανε στα μεγάλα κιούπια, πίνανε το λάδι, σκαρφαλώναν στο ταβάνι,
έτρωγαν τα φιτίλια απ’ τις καντήλες, ροκανίζαν με απληστία
τα παπούτσια μας κάτω απ’ τα κρεβάτια.
Κι ήταν στιγμές που θαρρούσες
πως κάποιοι περπατούσαν κάτω, χαμηλά, στα υπόγεια, μες στο χώμα,
κι εμείς, ασάλευτες, ψηλά, πάνω απ’ τις μάταιες κινήσεις,
πάνω απ’ το φόβο της φθοράς, σαν άφθαρτες, σαν τελειωμένες. (…)
Όλα αποσύρθηκαν με τον καιρό σαν τα ποντίκια, σαν τους αυλοκόλακες, τους υπηρέτες
ή σαν τα κύματα πιότερο. Μόνο μια μυρωδιά από αλάτι έχει απομείνει,
η μυρωδιά μιας διάρκειας, μαζί μ’ εμάς, χωρίς εμάς, -τι σημαίνει;-
κείνο το αλάτι στο ψωμί, στο νερό, στον αέρα-
αυτό που λέμε ελευθερία, χωρίς να ξέρουμε ποτέ τι ζητάμε και τι είναι. (…)
Έτσι πέρασαν τα χρόνια, (πώς πέρασαν; -δεν τόνοιωσα), κι εγώ
πάντα στο περιθώριο των συμβάντων, -είμαι τάχατε εγώ που έχω ζήσει, μη ζώντας,
τόσες και τόσες ζωές, και την ίδια τη ζωή μου; Μια φορά μόνον,
σαν ήτανε τιμωρημένη για το πείσμα της η μεγάλη αδελφή μου,
της πήγα κρυφά τροφή και νερό.
Πολύ ευχαριστήθηκα
που κάποιον θα μπορούσα να νοιαστώ, που κάποιος είχε την ανάγκη μου.
Μ’ άρεσε
κι όλη η ετοιμασία, το μυστήριο, ο κίνδυνος. Δεν τα κατάφερα.
Με πιάσαν μπρος στην πόρτα. Με τιμώρησαν και μένα.
Ήταν μια ξέχωρη χαρά νάχω τιμωρηθεί για κάποιον και για κάτι,
εγώ, η τιμωρημένη πάντα από τον ίδιο τον εαυτό μου, ν’ αξιωθώ επιτέλους
μια τιμωρία για μια πράξη –ήμουν πολύ περήφανη για τούτο.
Έβλεπα πια τα πράγματα κι εμένα σε μια σχέση φανερή προς τους άλλους. (…)
Όσο για τη μητέρα, -η δύστυχη ποτέ δεν τιμωρήθηκε. Εκείνη
μονάχα τιμωρούσε (και θαρρώ πως μόνον οι τιμωρημένοι
έχουν καιρό και τρόπο να σκεφτούν. Μόνο οι τιμωρημένοι
μεγαλώνουν σωστά –κι ας μη φαίνεται- διατηρώντας ως το τέλος
όλα τα στάδια της αύξησής τους).
Η άμοιρη μητέρα
τα πλήρωσε όλα μονομιάς. Ποτέ δεν την είδα να κλαίει
ή να παρακαλεί. Μόνο, την ύστατη στιγμή, τα σκοτεινά της μάτια
σταμάτησαν πελώρια, σαστισμένα, πανέμορφα, σαν μεμιάς να συλλάβαν
όλο το νόημα της ζωής, όλη τη ματαιότητα της όποιας εξουσίας,
ίσως κι όλο το νόημα της ομορφιάς –πάντοτε ανέφικτης, κι ωστόσο βιωμένης.
«Η αίσθηση του ωραίου» -θυμάμαι πούλεγε ο παιδαγωγός μας- «συνυφαίνεται πάντα
με την έννοια του μάταιου». Και μονάχα το ωραίο θαρρώ μπορεί ν’ αντέξει
άντικρυ σ’ όλο το μάταιο κι ανεξήγητο, χωρίς ελπίδα
δικαίωσης ή ανάστασης. –Α, εκείνη η ευγενική ανιδιοτέλεια. Η αδελφή μου
δεν ανεχόταν το ανεξήγητο, -κι ίσως γι’ αυτό παραλόϊσε. Μονάχα
στα τελευταία της χρόνια τόρριξε στο πλέξιμο –φανέλες, κάλτσες,
γάντια, κασκόλ, -όχι που κρύωνε- δε φόρεσε ποτέ κανένα,
γέμισε μια κασέλα ολάκερη –καθόταν πάνω της τα βράδια
σκυφτή, με σταυρωμένα χέρια –ω, ναι, θα κρύωνε- δεν τα φορούσε
Κάποτε, πάνω στην αρρώστια της, όταν σωθήκαν οι κλωστές της,
ξήλωσε μια παλιά, ετοιμόρροπη, λινή κουβέρτα
κλωστή-κλωστή –κοβόταν- κόμπο-κόμπο, κι έφτιαξε με τη βελόνα
έναν περίφημο άθλο καρτερίας –ένα μικρό πετσετάκι- μου το χάρισε
(παρ’ όλο το χαμένο λογικό της, είχε θυμηθεί πως ήταν τα γενέθλιά μου).
Ποτέ δεν έλαβα πολυτιμότερο δώρο. Τόχω πάντα κοντά μου. Κι αλήθεια,
κάθε όμορφο πράγμα έχει μια ατέλειωτη προϊστορία και χιλιάδες αθώρητους κόμπους
και μια μικρή βελόνα υπομονής με χιλιοτρυπημένα δάχτυλα. Ίσως
η άλλη όψη του ωραίου νάναι η αγιότητα, -ποιος ξέρει;- τίποτα δεν έχω μάθει. (…)
Πέρασαν πια τα χρόνια. Αλάφρωσα πολύ, παραβάρυνα. Χαίρομαι
αυτή την ελαφρότητα κι αυτό το βάρος. Ένα βαθύ χαμόγελο
με ανασηκώνει απ’ τις μασκάλες. Δεν πατώ στο χώμα –ντρέπομαι
μη και με δει κανείς να περπατώ στον κήπο σαν πουλί. Ντρέπομαι
γι’ αυτή την παιδική μου ελαφρότητα. Αράζω εδώ στο παράθυρο
με τις βροχές, με τις λιακάδες, -δεν χόρτασα ακόμη να βλέπω. (…)
Λοιπόν, δε χόρτασα. Ξεχνιέμαι ακόμη κοιτώντας ένα σύννεφο στη δύση,
ένα παράξενο σύννεφο σαν καμωμένο από μικρά καθρεφτάκια της τσέπης, -
μου ρίχνει τις λάμψεις του στα μάτια, δε μ’ αφήνει να σοβαρευτώ, παρ’ ότι
αισθάνομαι την έλευση της νύχτας πίσω απ’ όλες τις λάμψεις, παρ’ ότι
είναι μια γεύση διάχυτη στον αέρα από στάχτη και τριμμένη κανέλα. (…)
Τίποτα πια δεν περιμένω. Εδώ τελειώνω. (…)
Α, ναι, περίμενα πως κάποιος, κάποτε, θαρχόταν να πάρει
το ύφασμα εκείνο και το μυστικό της ύφανσης –η ίδια εγώ να το αποθέσω
πάνω στα γόνατά του, όπως τώρα, σ’ εσάς, αυτά τα λόγια,
σα νάχει μόνο αυτό μια σημασία.
Πολύ σας κούρασα, καλή μου φίλη.
Κι εγώ είμαι κουρασμένη. Συγχωρήστε με. Τώρα μπορώ να φύγω,
ευτυχισμένα κουρασμένη, δίχως όνειρα πια κι επιθυμίες
μόνο με την απέραντη κι εξαίσια επιθυμία να ζητώ συγγνώμη
απ’ όλους κι απ’ όλα.
Συγγνώμη. Συγγνώμη. Συγχωρήστε με
εμένα την ασήμαντη, που για πράξη καμμία
να περηφανευτώ δεν έχω –τίποτε. Μονάχα τούτη η αναγάλλια
να σας ζητώ συγγνώμη, -ευχαριστώ- κι η υστάτη μου συγγνώμη
για μένανε την ίδια –από καιρό προετοιμασμένη κι ίσως δικαιωμένη.
10 σχόλια:
Εμένα πάντα στο Ρίτσο, λορελάη, με συγκινούσε αυτό που δεν μου άρεσε: η ευκολία του να "προδίδει" την ποίησή του για τις ιδέες του. Ακόμα και σε ποιήματά του βαθύτατα υπαρξιακά και χαμηλότονα, όπως η Σονάτα, που λόγω εξεταστικού έχω μελετήσει σε βάθος, κάνει σαφείς ιδεολογικές παραχωρήσεις, που δεν δένουν πάντα αρμονικά με τον βαθύτερο παλμό της ποίησής του και της ψυχής του.
Όσο περνάνε τα χρόνια, τον αγαπώ περισσότερο γι' αυτό.
Σαν βαθύτατα ρομαντικό, αγνό και καλοπροαίρετο πλάσμα που είσαι Γυριστρούλα μου, αποδίδεις αυτή την επιλογή του σε υψηλό ήθος και πίστη σε ιδέες και ιδανικά. Δεν σκέφτεσαι ότι θα μπορούσε αυτές οι υποχωρήσεις να οφείλονται σε μια ιδιοτέλεια: την ιδιοτέλεια της αναγνώρισης και αποδοχής από το... target group στο οποίο απευθυνόταν (ένα είδος εσκεμμένης αυτολογοκρισίας). Δεν ξέρω, κανείς μας δεν μπορεί να ξέρει, τα πραγματικά κίνητρα. Προσωπικά, επειδή πιστεύω ότι το σημαντικότερο που μας προσφέρει η τέχνη είναι η ελευθερία, είμαι φανατική πολέμια της "στράτευσης", η οποία θεωρώ ότι ακυρώνει την τέχνη.Γιατί της αφαιρεί το κύριο στοιχείο της, την εμβέλεια στον χρόνο και το χώρο, τον πανανθρώπινο και οικουμενικό χαρακτήρα της. Επειδή λοιπόν δεν με ενδιαφέρει ο κομμουνιστής Ρίτσος -όπως δεν με ενδιαφέρει ο φασίστας Πάουντ-, αλλά μόνο ο ποιητής Ρίτσος, σέβομαι και τιμώ το έργο του, εκεί ακριβώς που υπερβαίνει την ιδεολογική ταυτότητα και σκοπιμότητα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πάντα ιδεολογία και ποίηση συγκρούονται. Αυτό που έχει σημασία είναι το κατά πόσο η δεύτερη υποτάσσεται ή εμπνέεται από την πρώτη.
Μ' αρέσει αυτό που λες πως είμαι! Είσαι σίγουρη;;;; Αν το πεις εσύ δεν θα τολμήσουν...οι άλλοι να το αμφισβητήσουν.
.............
Συμφωνώ απόλυτα ως προς τη στρατευμένη ποίηση, λορελάη. Ο Ρίτσος γι' αυτό ακριβώς με συγκινεί, γιατί σε αρκετές περιπτώσεις, ακύρωσε την ποίησή του, περιόρισε την ακτινοβολία του (δεν είναι τυχαίο που δεν πήρε νόμπελ) στο συγκεκριμένο τάργκετ γκρουπ, ενώ είχε τη δυνατότητα να αναγνωρισθεί σε διεθνές επίπεδο.
Τους έδωσε, νομίζω, πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσαν ποτέ να του δώσουν.
Ανάρτηση τεράστια, κάτι μου θυμίζει από παράσταση με τη Νίκη Τριανταφυλλίδη στο ρόλο της Χρυσόθεμις, αλλά δεν συνεχίζω άλλο για να μην νομίσετε πως είμαι τόσο παλιός! Όσο για την κούβέντα σας ναι υπάρχουν και οι άλλες πλευρές του Ρίτσου πχ "τα ερωτικά" που όμως την είχε σε δεύτερο πλάνο, δύσκολα χρόνια, εξορίες, αγώνες,μάτωμα...Νόμίζω πως ο Ρίτσος ήταν όλα αυτά μαζί,μιά απλή φιλολογική προσέγγιση σίγουρα θα τον αδικήσει, αντίθετα αν δούμε το σύνολο του έργου του μέσα από τις συνθήκες της εποχής και τις επιλογές ζωής που έκανε δεν είναι απαραίτητο να είμαστε με τη μιά η την άλλη πλευρά του...
Ο Ρίτσος, είτε πολιτικός είτε χαμηλόφωνος είτε ερωτικός, είναι ποιητής. Ποιητής που αγαπώ. Η Τέταρτη Διάσταση, οι Μαρτυρίες, τα εκτενή θεατρικά του ποιήματα μαζί με τη μαγεία του Επιτάφιου και τη μεγαλόπνοη Ρωμιοσύνη, συνιστούν ένα ποιητικό σώμα που πολλοί πολύ αγαπήσαμε. Αυτό δεν αλλάζει.
Το ξέρω Γιώργο μου ότι είναι μεγάλη η ανάρτηση (δεν το κατάλαβα νομίζεις όταν αντέγραφα όλες αυτές τις σελίδες;...:)
αλλά:
α) το αξίζει
β) αυτό το έργο δεν κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και νομίζω ότι έτσι συμβάλλω λίγο στην καλύτερη γνωριμία μαζί του
γ) δεν είναι ανάγκη να την διαβάσεις μονομιάς :)
Μα το διάβασα μονομιάς, άλλο είπα,φιλιά.
κατάλαβα Γιώργο μου ότι εσύ το είπες για να θυμήσεις την παράσταση της Τριανταφυλλίδη, απλά μου έδωσες αφορμή να δικαιολογήσω το όντως μεγάλο μέγεθος της ανάρτησης.
φιλιά :)
Αγγέλα μου
εμείς γνωρίσαμε έναν άλλο Ρίτσο απ' αυτόν που οι νεότεροι ανακαλύψαν τελευταία.
Δεν είμαι σίγουρη πως είναι απ' τους αγαπημένους μου
του είμαι όμως ευγνώμων γιατί η ποίησή του με βοήθησε στην πορεία μου (σαν άνθρωπο)
Ευχαριστίες καλή μου
Αυτό 'ειναι αφιέρωμα!
Ιδιαίτερα αγαπημένος μου ο ποιητής, όπως ήδη το γνωρίζεις,
νομίζω πως θα βολτάρω πολλές φορές σ' αυτή σου την ανάρτηση....
Μήπως Αγγέλα μου αυτό που εντέλει δικαιώνει τον ποιητή είναι αυτό που κραδαίνει μέσα του, αυτό που με πάθος ζητά διέξοδο ή και φυγή... αυτό που παραμορφώνει την κατά κόσμον εικόνα σε χιλιάδες άλλα προσωπα μέσα στην προσάθεια να μετουσιώσει κια επικοινωνήσει την ψυχή του... αυτό δηλαδή που είναι το ίδιο του το έργο.....
Δημοσίευση σχολίου