σ' εσάς...

«Μια τυχαία συνάντηση…» θα μπορούσε κοινότοπα να τιτλοφορηθεί. Τι είναι όμως το τυχαίο; Ο Μπόρχες έλεγε σοφά «είμαι οι περιστάσεις μου».
Πού πέφτει ωστόσο το βάρος; Στο «περιστάσεις» ή στο «είμαι»; Οι περιστάσεις μάς δημιουργούν ή τις δημιουργούμε; Ή μήπως και τα δύο; Τύχη και εαυτός διαπλέκονται μ’ έναν τρόπο περίπου μυστηριακό. Είμαστε, θα έλεγα, οι περιστάσεις μας, όχι μόνο γιατί η τύχη θέλησε τις περιστάσεις μας, αλλά και γιατί κι εμείς τις θελήσαμε.
Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις η τύχη, που έφερε τις φωνές κάποιων από μας μέσα σ’ αυτόν τον αχανή τόπο, σε απόσταση αναπνοής.
Θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε μισοαδιάφορα, μισοευγενικά, μισοχαρούμενα, χωρίς να ανταλλάξουμε ανάσες. Δεν το κάναμε. Γιατί; Δεν ξέρω. Οι εύκολες απαντήσεις πολλές. Κοινά ενδιαφέροντα, κοινές αξίες, κοινές ανησυχίες. Είναι και αυτά. Όμως στις πραγματικά ευ-τυχείς συναντήσεις σχεδόν ποτέ δεν είναι μόνο αυτά. Είναι πάντα και κάτι άλλο. Αξεδιάλυτο και παράξενο. Αδιευκρίνιστο και λίγο ανομολόγητο, σαν για να μην το… ματιάσουμε. Είναι ίσως μια συνάφεια άγνωστου βάθους, που ρέει σαν κρυφό νεράκι στα υποστρώματα του εδάφους μας, ψάχνοντας άνοιγμα ν’ αναβλύσει. Είναι ίσως μια ριζωμένη αναμονή και επιθυμία, πιο ισχυρή απ’ όλες τις αντιξοότητες παρελθούσες και παρούσες, που επιτάσσει την ενσάρκωση. Την φανέρωση και παρουσία ενός Έτερου που δεν θα θωρακίζεται στην φοβική ετερότητα, αλλά θα επιτρέπει την γονιμότητα της αφιλοκερδούς ανταλλαγής. Όχι την ταύτιση, όπως συνήθως αφελώς ευχόμαστε. Αλλά την συγκατάθεση στην μοναδική ιδιαιτερότητα που ο Άλλος είναι, αντί της ομοιότητας που θα θέλαμε να του επιβάλουμε, επιδιώκοντας επί της ουσίας την επιβεβαίωση της μονήρους στενότητάς μας. Όχι την νοσηρή αυτοκατάργηση μέσα σε μια βιασμένη και ισοπεδωτική φιλότητα, αλλά την ευ-δαίμονα αποδοχή του Άλλου σαν μέρους μιας ρέουσας, ζωηρής, λάμπουσας σύνθεσης. Ωσάν τα τέσσερα στοιχεία του νερού, της φωτιάς, της γης και του αέρα να σταλάζουν την ουσία τους προσεκτικά –ακολουθώντας λες μια σιωπηρά προσυμφωνημένη δέσμευση- για να συντελεστεί εκείνο το μικρό θαύμα της κοινότητας. Εκείνης της σπάνιας συλλογικότητας, χωρίς προεξάρχοντες, δυνατούς και αδύνατους, άξιους και ανάξιους, καλύτερους και χειρότερους. Εκείνης της πολύτιμης συνύπαρξης, όπου όλοι θέλουν να αναδείξουν και να απολαύσουν την φυσική λάμψη του Άλλου. Χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς προδιαγραφές, χωρίς κυριαρχικές υστεροβουλίες.
Ύστερα από αναζήτηση και αποτυχημένους πειραματισμούς χρόνων, νομίζω πως τα παραπάνω –και όχι τα εύλογα αποτελέσματά τους, που είναι η αλληλοβήθεια, η συμπαράσταση, το μοίρασμα της καλής και της κακής στιγμής- είναι ο ορισμός της Φιλίας.
Και πιστεύω ότι όταν αυτή έρχεται, την αναγνωρίζεις διαμιάς από τον παρήγορο και λυτρωτικό τρόπο που κυλάει από ανάσα σε ανάσα, από βλέμμα σε βλέμμα, από κίνηση σε κίνηση, από κουβέντα σε κουβέντα. Από την ξαφνική –και ως δια μαγείας κοινή- αίσθηση οικειότητας, του «σαν να γνωριζόμαστε χρόνια». Από τον τρόπο που ρέει αβίαστα στα πιο διψασμένα κανάλια του εαυτού σου και της ζωής σου. Αυτά που αναζητούν την αθωότητα του ανιδιοτελούς «εμείς» μέσα από την κατάθεση αυθεντικών και ανοχύρωτων «εγώ».
Πιστεύω ακόμη πως τέτοιες συναντήσεις είναι ικανές να ανατρέψουν σωρεία απογοητεύσεων και σπαταλημένων προσδοκιών και να σε ξανακάνουν παιδί, επιτρέποντας στο όνειρο να αναμειχθεί με την πραγματικότητα, δίνοντας σ’ αυτή την τελευταία τον σπινθήρα που την κάνει Ζωή.
Σας ευχαριστώ γλυκείς μου μ’ όλη μου την ψυχή, που γίναμε μια τόσο ευτυχής περίσταση…
Πού πέφτει ωστόσο το βάρος; Στο «περιστάσεις» ή στο «είμαι»; Οι περιστάσεις μάς δημιουργούν ή τις δημιουργούμε; Ή μήπως και τα δύο; Τύχη και εαυτός διαπλέκονται μ’ έναν τρόπο περίπου μυστηριακό. Είμαστε, θα έλεγα, οι περιστάσεις μας, όχι μόνο γιατί η τύχη θέλησε τις περιστάσεις μας, αλλά και γιατί κι εμείς τις θελήσαμε.
Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις η τύχη, που έφερε τις φωνές κάποιων από μας μέσα σ’ αυτόν τον αχανή τόπο, σε απόσταση αναπνοής.
Θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε μισοαδιάφορα, μισοευγενικά, μισοχαρούμενα, χωρίς να ανταλλάξουμε ανάσες. Δεν το κάναμε. Γιατί; Δεν ξέρω. Οι εύκολες απαντήσεις πολλές. Κοινά ενδιαφέροντα, κοινές αξίες, κοινές ανησυχίες. Είναι και αυτά. Όμως στις πραγματικά ευ-τυχείς συναντήσεις σχεδόν ποτέ δεν είναι μόνο αυτά. Είναι πάντα και κάτι άλλο. Αξεδιάλυτο και παράξενο. Αδιευκρίνιστο και λίγο ανομολόγητο, σαν για να μην το… ματιάσουμε. Είναι ίσως μια συνάφεια άγνωστου βάθους, που ρέει σαν κρυφό νεράκι στα υποστρώματα του εδάφους μας, ψάχνοντας άνοιγμα ν’ αναβλύσει. Είναι ίσως μια ριζωμένη αναμονή και επιθυμία, πιο ισχυρή απ’ όλες τις αντιξοότητες παρελθούσες και παρούσες, που επιτάσσει την ενσάρκωση. Την φανέρωση και παρουσία ενός Έτερου που δεν θα θωρακίζεται στην φοβική ετερότητα, αλλά θα επιτρέπει την γονιμότητα της αφιλοκερδούς ανταλλαγής. Όχι την ταύτιση, όπως συνήθως αφελώς ευχόμαστε. Αλλά την συγκατάθεση στην μοναδική ιδιαιτερότητα που ο Άλλος είναι, αντί της ομοιότητας που θα θέλαμε να του επιβάλουμε, επιδιώκοντας επί της ουσίας την επιβεβαίωση της μονήρους στενότητάς μας. Όχι την νοσηρή αυτοκατάργηση μέσα σε μια βιασμένη και ισοπεδωτική φιλότητα, αλλά την ευ-δαίμονα αποδοχή του Άλλου σαν μέρους μιας ρέουσας, ζωηρής, λάμπουσας σύνθεσης. Ωσάν τα τέσσερα στοιχεία του νερού, της φωτιάς, της γης και του αέρα να σταλάζουν την ουσία τους προσεκτικά –ακολουθώντας λες μια σιωπηρά προσυμφωνημένη δέσμευση- για να συντελεστεί εκείνο το μικρό θαύμα της κοινότητας. Εκείνης της σπάνιας συλλογικότητας, χωρίς προεξάρχοντες, δυνατούς και αδύνατους, άξιους και ανάξιους, καλύτερους και χειρότερους. Εκείνης της πολύτιμης συνύπαρξης, όπου όλοι θέλουν να αναδείξουν και να απολαύσουν την φυσική λάμψη του Άλλου. Χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς προδιαγραφές, χωρίς κυριαρχικές υστεροβουλίες.
Ύστερα από αναζήτηση και αποτυχημένους πειραματισμούς χρόνων, νομίζω πως τα παραπάνω –και όχι τα εύλογα αποτελέσματά τους, που είναι η αλληλοβήθεια, η συμπαράσταση, το μοίρασμα της καλής και της κακής στιγμής- είναι ο ορισμός της Φιλίας.
Και πιστεύω ότι όταν αυτή έρχεται, την αναγνωρίζεις διαμιάς από τον παρήγορο και λυτρωτικό τρόπο που κυλάει από ανάσα σε ανάσα, από βλέμμα σε βλέμμα, από κίνηση σε κίνηση, από κουβέντα σε κουβέντα. Από την ξαφνική –και ως δια μαγείας κοινή- αίσθηση οικειότητας, του «σαν να γνωριζόμαστε χρόνια». Από τον τρόπο που ρέει αβίαστα στα πιο διψασμένα κανάλια του εαυτού σου και της ζωής σου. Αυτά που αναζητούν την αθωότητα του ανιδιοτελούς «εμείς» μέσα από την κατάθεση αυθεντικών και ανοχύρωτων «εγώ».
Πιστεύω ακόμη πως τέτοιες συναντήσεις είναι ικανές να ανατρέψουν σωρεία απογοητεύσεων και σπαταλημένων προσδοκιών και να σε ξανακάνουν παιδί, επιτρέποντας στο όνειρο να αναμειχθεί με την πραγματικότητα, δίνοντας σ’ αυτή την τελευταία τον σπινθήρα που την κάνει Ζωή.
Σας ευχαριστώ γλυκείς μου μ’ όλη μου την ψυχή, που γίναμε μια τόσο ευτυχής περίσταση…