Αν και το σημείωμα αυτό δεν προβάλλει αξιώσεις επιστημονικής προσέγγισης, είναι απαραίτητο να λεχθούν εισαγωγικά και εν συντομία κάποια βασικά ιστορικά στοιχεία που προκύπτουν από την Ιστορικοσυγκριτική Γλωσσολογία και προϋποτίθενται για να κατανοηθούν καλύτερα όσα θα ακολουθήσουν (εννοείται ότι παραθέτω τις θεμελιωμένες σε αποδείξεις θεωρίες ή τις κρατούσες απόψεις, και όχι τις τυχόν νέες και υπό συζήτηση ακόμη θέσεις).
Ως γνωστόν η ελληνική γλώσσα ανήκει στην μεγάλη οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Από αυτή την οικογένεια κατάγονται επίσης η λατινική και η γερμανική. Περιορίζομαι μόνο σ’ αυτές τις πρωτογενείς γλώσσες, από τις οποίες προήλθαν οι περισσότερες και σημαντικότερες γλώσσες της κυρίως Ευρώπης, γιατί ούτε ο χώρος επιτρέπει, ούτε ο σκοπός αυτού του κειμένου απαιτεί την αναλυτική παρουσίαση όλων την ευρωπαϊκών γλωσσών.
Από τις τρεις αυτές μεγάλες μητέρες των σημερινών ευρωπαϊκών γλωσσών, η Ελληνική έχει αποδεδειγμένη ηλικία 4000 ετών, δεδομένου ότι τα πιο παλιά ευρήματα χρονολογούνται από το 2000 π.Χ.
Τα αντίστοιχα ιστορικά στοιχεία μάς πηγαίνουν για την Λατινική στον 3ο π.Χ. αι. Από την Λατινική προήλθαν οι λεγόμενες «ρομανικές» γλώσσες, δηλαδή η σύγχρονη ιταλική, η γαλλική, η ισπανική, η πορτογαλική και άλλες.
Οι λατινογενείς γλώσσες εμφανίστηκαν περί τον 7ο-8ο μ.Χ. αι., παίρνοντας τη θέση της λατινικής, η οποία εξαφανίζεται, ή, αν θέλετε, επιζεί ως κυτταρική μόνο μνήμη μέσα στις θυγατέρες της, όχι όμως μετεξελισσόμενη η ίδια σε ό,τι είναι σήμερα η ιταλική ή η γαλλική για παράδειγμα γλώσσα.
Η Γερμανική εμφανίζεται με τρεις επιμέρους μορφές: την γοτθική που έζησε από τον 6ο έως τον 16ο μ.Χ. αι., την βόρεια γερμανική που είναι οι σκανδιναβικές γλώσσες, με παλιότερα μνημεία κατά τον 9ο μ.Χ. αι., και την δυτική γερμανική, της οποίας οι σημαντικότερες «κόρες» που επιζούν μέχρι τις μέρες μας, είναι η Ολλανδική, η (κυρίως) γερμανική, που πρωτομιλιέται τον 7ο μ.Χ. αι., και η αγγλική, η οποία εμφανίζεται τον 4ο μ.Χ. αι.
Η αγγλική, αν και όχι κατ’ αρχήν λατινογενής, δέχτηκε πολύ ισχυρές επιρροές από την γαλλική, μέσω των Νορμανδών, λαού σκανδιναβικής καταγωγής, αλλά γλωσσικά εκγαλλισμένου, με αποτέλεσμα το μισό περίπου λεξιλόγιό της να προέρχεται από την γαλλική, και μ’ αυτόν τον τρόπο να συγγενεύει τελικά μαζί της σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Σ’ αυτά ακριβώς τα ιστορικά στοιχεία βρίσκεται πιστεύω η ρίζα και η εξήγηση της διαφοροποίησης της ελληνικής γλώσσας από τις άλλες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες που παρήγαγαν αξιόλογο πολιτισμό.
Στο ότι δηλαδή αφ’ ενός μεν είναι πρωτογενής γλώσσα, και μάλιστα η πιο «υπερήλικη» από τις άλλες δύο ομόλογές της, αφ’ ετέρου δε στο ότι η ιστορική συγκυρία τής επέτρεψε να έχει μια διαδρομή στον χρόνο, που δεν διακόπηκε από βίαιους ή ειρηνικούς θανάτους, διασπάσεις, αλλοιώσεις κ.λ.π., όπως έγινε με τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Μια πορεία αυτόνομη, διαρκή και σχετικά ομαλή, με συνεχείς φυσικά μετατροπές και προσαρμογές στις ανάγκες των καιρών, διατηρώντας ωστόσο τον κύριο κορμό της αναλλοίωτο και εξελισσόμενη αφ’ εαυτής, από το 2000 π.Χ. ως τις μέρες μας, κουβαλώντας μαζί της, καταγεγραμμένη στο σώμα της, όλη αυτή την μακραίωνη πορεία και ζωή της.
«Η έννοια της συνέχειας στην ελληνική γλώσσα δεν αποτελεί ευσεβή πόθο ή κούφιο ηχηρό σύνθημα, αλλά ζωντανή πραγματικότητα…» λέει ο Γ. Μπαμπινιώτης.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε τι γράφει σχετικά ο Γερμανός ιστορικοσυγκριτικός γλωσσολόγος H. Steinthal: «Η νέα ελληνική γλώσσα είναι από τα πιο θαυμαστά πράγματα στην ιστορία των γλωσσών. Όχι μόνο προς τις ρομανικές γλώσσες, που προήλθαν από την Λατινική, δεν επιτρέπεται να την συγκρίνουμε, αλλά ούτε προς την νέα Γερμανική, διότι η σχέση της προς την αρχαία Ελληνική διαφέρει από την σχέση της νέας Γερμανικής προς την παλιότερη… Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως η νέα Ελληνική συνδέεται με την αρχαία πολύ στενότερα απ’ όσο η σύγχρονη Γερμανική προς την Γερμανική του Καρόλου του μεγάλου…»
Από τις τρεις αυτές μεγάλες μητέρες των σημερινών ευρωπαϊκών γλωσσών, η Ελληνική έχει αποδεδειγμένη ηλικία 4000 ετών, δεδομένου ότι τα πιο παλιά ευρήματα χρονολογούνται από το 2000 π.Χ.
Τα αντίστοιχα ιστορικά στοιχεία μάς πηγαίνουν για την Λατινική στον 3ο π.Χ. αι. Από την Λατινική προήλθαν οι λεγόμενες «ρομανικές» γλώσσες, δηλαδή η σύγχρονη ιταλική, η γαλλική, η ισπανική, η πορτογαλική και άλλες.
Οι λατινογενείς γλώσσες εμφανίστηκαν περί τον 7ο-8ο μ.Χ. αι., παίρνοντας τη θέση της λατινικής, η οποία εξαφανίζεται, ή, αν θέλετε, επιζεί ως κυτταρική μόνο μνήμη μέσα στις θυγατέρες της, όχι όμως μετεξελισσόμενη η ίδια σε ό,τι είναι σήμερα η ιταλική ή η γαλλική για παράδειγμα γλώσσα.
Η Γερμανική εμφανίζεται με τρεις επιμέρους μορφές: την γοτθική που έζησε από τον 6ο έως τον 16ο μ.Χ. αι., την βόρεια γερμανική που είναι οι σκανδιναβικές γλώσσες, με παλιότερα μνημεία κατά τον 9ο μ.Χ. αι., και την δυτική γερμανική, της οποίας οι σημαντικότερες «κόρες» που επιζούν μέχρι τις μέρες μας, είναι η Ολλανδική, η (κυρίως) γερμανική, που πρωτομιλιέται τον 7ο μ.Χ. αι., και η αγγλική, η οποία εμφανίζεται τον 4ο μ.Χ. αι.
Η αγγλική, αν και όχι κατ’ αρχήν λατινογενής, δέχτηκε πολύ ισχυρές επιρροές από την γαλλική, μέσω των Νορμανδών, λαού σκανδιναβικής καταγωγής, αλλά γλωσσικά εκγαλλισμένου, με αποτέλεσμα το μισό περίπου λεξιλόγιό της να προέρχεται από την γαλλική, και μ’ αυτόν τον τρόπο να συγγενεύει τελικά μαζί της σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Σ’ αυτά ακριβώς τα ιστορικά στοιχεία βρίσκεται πιστεύω η ρίζα και η εξήγηση της διαφοροποίησης της ελληνικής γλώσσας από τις άλλες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες που παρήγαγαν αξιόλογο πολιτισμό.
Στο ότι δηλαδή αφ’ ενός μεν είναι πρωτογενής γλώσσα, και μάλιστα η πιο «υπερήλικη» από τις άλλες δύο ομόλογές της, αφ’ ετέρου δε στο ότι η ιστορική συγκυρία τής επέτρεψε να έχει μια διαδρομή στον χρόνο, που δεν διακόπηκε από βίαιους ή ειρηνικούς θανάτους, διασπάσεις, αλλοιώσεις κ.λ.π., όπως έγινε με τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Μια πορεία αυτόνομη, διαρκή και σχετικά ομαλή, με συνεχείς φυσικά μετατροπές και προσαρμογές στις ανάγκες των καιρών, διατηρώντας ωστόσο τον κύριο κορμό της αναλλοίωτο και εξελισσόμενη αφ’ εαυτής, από το 2000 π.Χ. ως τις μέρες μας, κουβαλώντας μαζί της, καταγεγραμμένη στο σώμα της, όλη αυτή την μακραίωνη πορεία και ζωή της.
«Η έννοια της συνέχειας στην ελληνική γλώσσα δεν αποτελεί ευσεβή πόθο ή κούφιο ηχηρό σύνθημα, αλλά ζωντανή πραγματικότητα…» λέει ο Γ. Μπαμπινιώτης.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε τι γράφει σχετικά ο Γερμανός ιστορικοσυγκριτικός γλωσσολόγος H. Steinthal: «Η νέα ελληνική γλώσσα είναι από τα πιο θαυμαστά πράγματα στην ιστορία των γλωσσών. Όχι μόνο προς τις ρομανικές γλώσσες, που προήλθαν από την Λατινική, δεν επιτρέπεται να την συγκρίνουμε, αλλά ούτε προς την νέα Γερμανική, διότι η σχέση της προς την αρχαία Ελληνική διαφέρει από την σχέση της νέας Γερμανικής προς την παλιότερη… Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως η νέα Ελληνική συνδέεται με την αρχαία πολύ στενότερα απ’ όσο η σύγχρονη Γερμανική προς την Γερμανική του Καρόλου του μεγάλου…»
(τα αποσπάσματα είναι από την «Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας» του Γ. Μπαμπινιώτη)
(συνεχίζεται...)
7 σχόλια:
"Τ'αηδόνια ξενυχτούν ακόμα...."
βλέπω φιλενάδα!
Εξαιρετικά ενδοιαφέρον το κείμενο!
Καληνύχτα και... όνειρα γλυκά!
Η νύχτα πάντα... εμπνέει Μαριελίτα... γραφές και συναντήσεις... :):):)
καληνύχτα και σ' εσένα :)
Λορελάη Λορελάη! στην καρδιά της νύχτας "όταν η βρόχα έπιπτε ράιτ θρου", ανέβαζες ποστ για το Μπαμπινιώτη; :) :) :) :)
τελικά ο γυναικείος ρομαντισμός είναι μύθος.......:)
γεγονός είναι ότι η γλώσσα μας έχει παραμεληθεί, όπως είπε και ο Πλάτωνας "η διασάλευση της γλώσσας προκαλεί και διασάλευση του λογικού", καλό θα ήταν να τη μελετήσουμε (όσο μπορούμε) καλύτερα
Ηλιογραφάκο παρεξήγησες... δεν το έγραψα χτες βράδυ, μόνο το ανέβασα πριν πάω για ύπνο, άλλα έκανα στην... καρδιά της νύχτας "όταν η βρόχα έπιπτε ράιτ θρου" :)))
Ο Πλάτωνας προέβλεπε θεωρητικά από τόοοοοοτε ό,τι σήμερα η νευροφυσιολογία αποδεικνύει επιστημονικά. Ότι δηλαδή σ΄κέψη και λόγος αλληλοεξαρτώνται, αλληλοτροφοδούνται και αλληλοδιαμορφώνονται. Που σημαίνει απλά, φτωχός λόγος=φτωχή σκέψη και τούμπαλιν.
καλημέρες :)
Ένσταση, πολύ περισσότερο από τη γλώσσα παραμελήται η λογική σήμερα, αλλά και το "διασαλευμένο" λογικό έχει τη δική του γλώσσα και μ' αυτήν εκφράζεται, όσο για τη νευροφυσιολογία δεν με πείθει καθόλου!Φοβάμαι πως βάζει μια σφραγίδα "επιστημοσύνης" σε ότι δεν μπορούμε ή δε θέλουμε εμείς να κατανοήσουμε,ο λόγος και η σκέψη σίγουρα αλληλοτροφοδοτούνται αλλά είναι και το περιβάλλον και ένα σωρό ακόμη παράγοντες, αλήθεια θυμάστε το Κωσταλέξι? Ποιός είναι σίγουρος πως εκείνη η απομονωμένη και έγκλειστη γυναίκα που δεν μπορούσε να πεί λέξη, δεν είχε την ίδια ανάγκη για ανθρώπινη επαφή και ανταλαγή συναισθημάτων με όλους εμάς? Αν πούμε ναι, που εγώ το λέω, τότε έχει και τη δυνατότητα να αναπτύξει τη σκέψη πολύ πιο πρίν από τα λόγο που είναι περισσότερο τεχνικό ζήτημα, ξέρω ξέφυγα πολύ, αλλά ο οίστρος βλέπετε!!!
Γιώργο μου παρασύρθηκες από την ευασθησία σου για τα άτομα με ψυχικές διαταραχές και "διαφωνείς" ενώ στην πραγματικότητα συμφωνούμε. Και βέβαια η ανάπτυξη του λόγου και της σκέψης εξαρτάται από εξωτερικές-κοινωνικές συνθηκες. Κατά βάση από αυτές εξαρτάται, γιατί όποιες κι αν είναι οι "προδιαγραφές" αν δεν καλλιεργηθούν και τροφοδοτηθούν δεν θα αναπτυχθούν. Ο λόγος είναι απολύτως κοινωνικό φαινόμενο. Δεν γεννιόμαστε μιλώντας, μαθαίνουμε να μιλάμε. Αυτό που λέμε είναι ότι αυτή η μά΄θηση πάει χέρι-χέρι με την ανάπτυξη της σκέψης. Εξ άλλου όταν μιλάμε για σκέψη, εννοούμε την με στενή έννοια "σκέψη", την ικανότητα δλδ κατάστρωσης ορθολογικών συλλογισμών, όχι την εν γένει νοητική λειτουργία, η οποία περιλαμβάνει και το συναίσθημα και όλο τον ψυχισμό, ακόμη και τους διαφορετικούς ενδεχομένως τρόπους λειτουργίας του νοητικού οργάνου. Η νευροφυσιολογία, τουλάχιστον στη θεωρητική της διατύπωση, αυτά έρχεται να τα επιβεβαιώσει, όχι να τα ανατρέψει, και όσα δεν καταλαβαίνει, τα ερευνά. Εσύ υποθέτω έχεις κατά νου πώς αυτά εφαρμοζονται στην πράξη, και αυτό ίσως σε οδηγεί στην αρνητική σου αντίδραση. Αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση.
Λορελάη, τα γραφόμενά σου εδώ, στο 2, είναι απολύτως σύμφωνα με την επιστήμη. Τίποτε λαθεμένο ή υπερβολικό.
Να πω κάτι για το ανθρώπινο εκείνο ον στο Κωσταλέξι. Γιώργο, με την πολυετή απομόνωση-φυλάκιση εκείνου του δύσμοιρου πλάσματος είχε σχεδόν ακυρωθεί η ανθρώπινη ιδιότητα. Ποιος π.χ. άνθρωπος θα δεχόταν να μένει άπλυτος και φυλακισμένος επί δεκαετίες και δε θα φώναζε, δε θα επαναστατούσε, δε θα αυτοκτονούσε; Επομένως, η γυναίκα εκείνη κάποια στιγμή της ειρκτής ζωής της μετεξελίχτηκε σε ον χωρίς την ανθρώπινη υπόσταση. Μας λυπεί ή όχι- αυτό πιστεύω πως συνέβη.
Τα συναισθήματα, ο πλούτος τους κυρίως, είναι ιδιότητα κατ' εξοχήν ανθρώπινη και επομένως ένας άνθρωπος χωρίς συναισθήματα δεν αξίζει ούτε αυτόν το χαρακτηρισμό.
Δημοσίευση σχολίου